Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Α' Βαλκανικός Πόλεμος

Εύζωνας σαλπιγκτής στον Α' Βαλκανικό Πόλεμο
     Η κατάσταση στο ευρωπαϊκό τμήμα της Τουρκίας το 1912 παρέμενε τεταμένη, καθώς οι εξαγγελίες για φιλελευθεροποίηση και ισότητα του κινήματος των εθνικιστών Νεότουρκων προς τους υπόδουλους λαούς της το 1908 αποδείχτηκαν απατηλές. Η  στάση των μεταρρυθμιστών έγινε σκληρότερη απο τον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ και πλέον οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις περιόρισαν την επιρροή τους στο έδαφός της. Τα νεοπαγή μικρά κράτη των Βαλκανίων Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία και Μαυροβούνιο κατάλαβαν ότι τα νέα δεδομένα δεν τους επέτρεπαν να εκδηλώνουν τα αντιμαχόμενα μεταξύ τους αισθήματα, αλλά να συνεργαστούν ενάντια στον κοινό αντίπαλο. Οι αρκετά πρόσφατες εχθροπραξίες στη Μακεδονία αποτελούσαν, φαινομενικά τουλάχιστον, παρελθόν και τα διπλωματικά επιτελεία κάθε κράτους προσανατολιζόταν στην επίτευξη συγχρονισμένων ενεργειών. Η τσαρική Ρωσία, γεννεσιουργός δύναμη και προστάτης των σλαβικών βαλκανικών κρατών, κινούσε τα νήματα συνεργασίας που ευωδόθηκαν τελικά με τη σύναψη σερβοβουλγαρικής συμμαχίας στις 29 Φεβρουρίου 1912 και στρατιωτικής σύμβασης στις 29 Απριλίου, σε ενδεχόμενο πόλεμο με την Τουρκία. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος κινούνταν έντονα προς αντίστοιχες ενέργειες, μετά και τις αποτυχημένες προσπάθειες του 1910 και 1911. Έτσι, υπογράφεται στις 16 Μαΐου αμυντική συμμαχία με τη Βουλγαρία εναντίον της Τουρκίας μεταξύ του έλληνα πρέσβη στη Σόφια Δ. Πανά και του βούλγαρου πρωθυπουργού και υπουργού εξωτερικών Ι. Γκέσωφ. Στις 22 Σεπτεμβρίου συνάπτεται και στρατιωτική συνθήκη κατα την οποία η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη να υποστηρίξει τη Βουλγαρία σε πόλεμο με την Τουρκία με στράτευμα 120000 και όλο το στόλο της, ενώ αντίστοιχα η Βουλγαρία θα έπραττε το ίδιο με 300000 στρατό.
   Το μεγάλο αγκάθι των διμερών σχέσεων ήταν η σε περίπτωση νίκης διανομή των εδαφών της Μακεδονίας, για την οποία εξάλλου είχε γίνει ο Μακεδονικός Αγώνας τα προηγούμενα χρόνια. Έτσι, περιορίστηκαν στην διατύπωση ότι κάθε κράτος θα κρατήσει όποια εδάφη απελευθερώνει. Η Βουλγαρία διέθετε τριπλάσιο σχεδόν στράτευμα απο την Ελλάδα και δεν πίστευε ότι θα απελευθερώσει αυτή ικανά εδάφη της Μακεδονίας, ειδικά μετά την αποτυχημένη εκστρατεία του 1897. Η Ελλάδα δεν σύναψε επίσημη παρα μόνο άτυπη συμμαχία τον Σεπτέμβριο του 1912 με τα άλλα δύο κράτη, δηλαδή τη Σερβία και το Μαυροβούνιο. Στις 30 Σεπτεμβρίου δίνεται κοινή αυστηρή διακοίνωση απο τα 4 κράτη στην Τουρκία και τις μεγάλες δυνάμεις που απαιτούσε άμεσες μεταρρυθμίσεις, αλλά απορρίφθηκε. Τελικά, κηρύσσει τον πόλεμο στις 5 Οκτωβρίου και εισβάλλει στο τουρκικό έδαφος στην περιοχή βόρεια της Λάρισας με τα ήδη επιστρατευμένα απο μέρες τμήματα.
     Ο ελληνικός στρατός, αναδιοργανωμένος μετά την επανάσταση του 1909 στο Γουδί και την ανάληψη της αρχιστρατηγίας απο τον διάδοχο Κωνσταντίνο, είχε χωριστεί σε Στρατιά Θεσσαλίας με 7 μεραρχίες και Στρατιά Ηπείρου με μία. Εκτός απο τον τακτικό στρατό οργανώθηκαν 95 τμήματα εθελοντών προσκόπων[1] με 4200 άτομα και 2300 Γαριβαλδινοί εθελοντές[2]. Συγκεντρωτικά, οι δυνάμεις των αντιπάλων στους Βαλκανικούς Πολέμους ήταν[3]:

Χώρα
Σχηματισμοί
Πυροβόλα
Άντρες
Πεζικού
Ιππικού
Σωμ
Μεραρ

Ταξιαρ
Μεραρ

Ταξιαρ
Μάχης
Τοπο-
μαχικά
Πεζικό
Ιππικό
Ελλάδα

8
10
11
4

2
1
1
1
1


180
720
500
130
72



129000
300000
220000
35000
1000
5000
3000
Βουλγαρία
Σερβία
Μαυροβ
Σύνολο

33
2
2
2
1530
72
684000
9000
Τουρκία
7
48

2

850
750
340000
6000




Η απελευθέρωση της Δυτικής Μακεδονίας     
   
Τούρκικα πυροβόλα, ως λάφυρα
της μάχης του Σαραντάπορο
υ
Παρακάτω δίνεται επιγραμματικά η πορεία των στρατευμάτων κατα την απελευθέρωση της υπόλοιπης Δυτικής Μακεδονίας πριν την Καστοριά, που απελευθερώθηκε τελευταία. Ο τακτικός στρατός την πρώτη μέρα του πολέμου διαβαίνει το διάσελλο της Μελούνας βόρεια του Τυρνάβου, όπου ήταν το σύνορο και ξεκινά τις συμπλοκές με τον τουρκικό στρατό. Δίνεται η μάχη της Ελασσόνας (6 Οκτ) και το απόσπασμα ευζώνων του Γεννάδη εισέρχεται στη Δεσκάτη. Ανατολικότερα, στα στενά του Σαραντάπορου και της Πόρτας δίνεται μια πολύ αποφασιστική και δύσκολη μάχη (9-10 Οκτ) που έληξε νικηφόρα για τον ελληνικό στρατό. Οι τούρκικες μεραρχίες Κοζάνης και Ανασελίτσης οπισθοχωρούν και καταλαμβάνονται τα Σέρβια (10 Οκτ), αφου πρωτα οι Τούρκοι δολοφονούν 117 Έλληνες στις φυλακές τους. Συνεχίζεται η προέλαση βόρεια, όπου διαβαίνουν τον Αλιάκμονα ποταμό απο την άθικτη γέφυρα και απελευθερώνουν την ενθουσιώδη Κοζάνη την 11η Οκτωβρίου στις 04:00 μμ, με πρώτο εισερχόμενο τμήμα αυτό του ανθυπίλαρχου Στάμου Στάϊκου[4] [5]
Τις επόμενες μέρες καταφθάνει ο διάδοχος Κωνσταντίνος και ο βασιλιάς Γεώργιος A’ στην Κοζάνη. Επίσης, ο διάδοχος επικοινωνεί συνεχώς με τον Βενιζέλο και διαφωνούν για τον προσανατολισμό του στρατεύματος, ο μεν ήθελε να κινηθεί βόρεια στο Μοναστήρι και ο δε να ανατολικά στη Θεσσαλονίκη, καθώς γνώριζε την γρήγορη πορεία των Βουλγάρων προς αυτή. Τελικά, υπερισχύει η άποψη του Βενιζέλου και το μεγαλύτερο μέρος του στρατού κινείται προς τη Βέροια, τα Γιαννιτσά και τη Θεσσαλονίκη, που απελευθερώνεται στις 26 Οκτωβρίου. Η V Μεραρχία υπο τον Δ. Ματθαιόπουλο[6] παραμένει στην Κοζάνη και κινείται βόρεια όπου συναντά μικρές αντιστάσεις Κόνιαρων Τούρκων, απελευθερώνει την Πτολεμαΐδα (Καϊλάρια) (15 Οκτ) και δίνει νικηφόρα μάχη στο χωριό Περδίκκας (Ναλμπάνκιοϊ) (16 Οκτ). Ο συνταγματάρχης Γεννάδης[7] παίρνει εντολή να κινηθεί μεμονωμένα με τους εύζωνους προς τα Γρεβενά, στα οποία εισέρχεται στις 15 Οκτωβρίου[8].
     Στην πρώτη φάση του αγώνα οι δυνάμεις τακτικού στρατού και εθελοντών κινούνταν παράλληλα σχεδόν, οι μεν απο την πλευρά Σερβίων-Κοζάνης και οι δε απο αυτή των Γρεβενών[9]. Οι πρώτοι κρήτες εθελοντές με αρχηγούς τους μακεδονομάχους Ι. Καραβίτη και Γ. Δικώνυμο-Μακρή[10] εισήλθαν απο την περιοχή της Καλαμπάκας και ξεκίνησαν τις συμπλοκές κοντά στο Αγιόφυλλο (Βελεμίστι). Εισέρχονται στο χωριό Σαρακήνα (7 Οκτ) και υποτάσσουν τους μπέηδες των Βεντζίων, κινούμενοι προς τη Σιάτιστα. Με τέχνασμα αναγκάζουν τους Τούρκους της κωμόπολης να εγκαταλείψουν την πόλη και να εισέλθουν ως ελευθερωτές (12 Οκτ). Στη συνέχεια οι Τούρκοι επιστρέφουν, πυρπολούν το Μικρόκαστρο (Τσαρούσινο), σκοτώνουν τον ηγούμενο της Μονής Κοιμ. Θεοτόκου και δίνεται μάχη έξω απο τη Σιάτιστα. Οι Καραβίτης και Μακρής έπειτα κινούνται βόρεια, απελευθερώνουν την Κλεισούρα (16 Οκτ) και προωθούνται εως το Λέχοβο και το Νυμφαίο[11]Παράλληλα, εισέρχονται στο τούρκικο έδαφος απο το Αγιόφυλλο τα σώματα Ε. Καούδη, Η. Δεληγιαννάκη[12], Μ. Σεϊμένη[13] που εισέρχονται στα Γρεβενά πρώτοι (14 Οκτ) και φτάνουν στη Σιάτιστα, καθώς ο στρατός του Μπεκήρ Αγά[14] είχε αποσυρθεί απο την πόλη στο χωριό Αγ. Γεώργιος (Τσούρχλι). 
Ο συνταγματάρχης Σ. Γεννάδης (1858-
1922), διοικητής Τάγματος Ευζώνων
Ο Καούδης πορεύεται έπειτα στο Σισάνι, ο Σεϊμένης στο Βογατσικό, ενώ ο Δεληγιαννάκης παραμένει φρούραρχος της Σιάτιστας. Ακολουθούν τα σώματα Μ. Τσόντου, Ε. Νικολούδη, Ι. Μαυρογένη[15], Γ. Βολάνη, Π. Γύπαρη, Μ. Μακράκη[16], Ε. Ζουδιανού[17] και Λ. Παπαμαλέκου[18], που συνοδεύονταν απο τον γενικό αρχηγό Γ. Κατεχάκη. Όλοι αυτοί εισέρχονται στα Γρεβενά και αφοπλίζουν τα τούρκικα χωριά των Βαλαάδων της περιφέρειας. Δύο σημαντικές μάχες δίνονται στον Αγ. Γεώργιο ενάντια στον Μπεκήρ Αγά (17-19 Οκτ) και συνεχίζεται η προέλαση βόρεια στην περιοχή της Ανασέλιτσας. Μετά απο τις σημαντικές νίκες στο Καλλιστράτι και την Περιστέρα (Μαρτσίστι) (19 Οκτ) όλες οι δυνάμεις των σωμάτων και το τακτικό τμήμα του Γεννάδη στρέφονται στην κωμόπολη της Νεάπολης (Λείψιστα), που ήταν έδρα τούρκικου συντάγματος. Τα σώματα Καούδη, Δεληγιαννάκη, Αποστολίδη και του γρεβενιώτη Μακρή[19] φυλούσαν τη γέφυρα της Σμίξης μεταξύ Νεάπολης και Βογατσικού και εμπόδισαν επιτυχημένα τις τούρκικες δυνάμεις που κατέφθαναν απο την Καστοριά. Στις 20 Οκτωβρίου απελευθερώνεται η Νεάπολη και στις 21 το Τσοτύλι απο τους οπλαρχηγούς Γύπαρη και Νικολούδη[20].



Ο υποστάτηγος Δ. Ματθαιόπουλος 
(1861-1923), διοικητής της V Μεραρχίας
     Η V Μεραρχία μετά τη μάχη του Περδίκκα συνέχισε την προέλαση βόρεια και έφτασε στο Αμύνταιο (Σόροβιτς) (18 Οκτ), όπου στρατοπέδευσε και δέχτηκε ασθενή τούρκικη επίθεση. Προσπέλασε ανενόχλητη τα Στενά του Κλειδιού (Κιρλί Ντερβέν) και προωθήθηκε στη Βεύη (Μπάνιτσα) (19 Οκτ), τους Λόφους (Ζαμπύρδενη) και το Φλάμπουρο (Νεγκόβανη). Ο στόχος της να απελευθέρωσει πρώτα τη Φλώρινα και κυρίως το Μοναστήρι, διακόπηκε αναπάντεχα απο τον τουρκικό στρατό. Εως εκείνο το σημείο οι Τούρκοι συνεχώς οπισθοχωρούσαν και άφηναν πεδίο ελεύθερο στον ελληνικό στρατό. Όμως, τώρα ένα τμήμα της Στρατιάς του Ζεκί Πασά με διοικητή  τον Τζαβίτ Πασά που πολεμούσε εναντίον των Σέρβων κατήλθε νότια και στράφηκε εναντίον των Ελλήνων. Δόθηκε μάχη στο χωριό Λόφοι (21 Οκτ) και ο ελληνικός στρατός υποχώρησε στα Στενά του Κλειδιού και την περιοχή Αμυνταίου, όπου αποκρούει επιτυχημένα την πρώτη τουρκική επίθεση (23 Οκτ). Το ίδιο βράδυ ένα μικρό τούρκικο τμήμα καταφέρνει να βρεθεί στα μετόπισθεν των Ελλήνων κοντά στο χωριό Ροδώνας και να επιτεθεί το πρωί δημιουργώντας πανικό. Πυρπολεί το Ξινό Νερό (Εξί-σου) και μερικώς το Αμύνταιο. Οι δυνάμεις της Μεραρχίας συμπτύσσονται άτακτα προς την Πτολεμαΐδα και καταλήγουν πίσω στην Κοζάνη, διωκώμενες απο τους Τούρκους. Αυτό το συμβάν είναι περισσότερο γνωστό ως ατύχημα της V Μεραρχίας. Στη Κοζάνη ανασυγκροτείται το στράτευμα, ενισχύεται απο κρήτες προσκόπους, εφεδρείες της Λάρισας και συνδράμουν ως εθελοντές στρατιώτες αρκετοί κοζανίτες[21].
Ο οπλαρχηγός Λ. Παπαμαλέκος έπεσε
στη μάχη της Σιάτιστας
     Επιστρέφοντας στους προσκόπους αυτοί κινήθηκαν βόρεια της Νεάπολης και εισήλθαν στο Βογατσικό (22 Οκτ). Προωθήθηκαν δε αρκετά βορειότερα στην περιοχή της Καστοριάς, για το οποίο θα μιλήσουμε αργότερα. Τα σώματα Δικώνυμου-Μακρή και Καραβίτη μαζί με το τακτικό τμήμα του λογαχού Χουδάλη που είχε απομονωθεί κοντά στη Φλώρινα πορεύονται ΝΔ μετά την πυρπόληση του Φλάμπουρου και δίνουν μάχη κοντά στο Λέχοβο (23 Οκτ). Μετά απο έκκληση των χωρικών της Βλάστης μεταβαίνουν εκεί και στη συνέχεια πορεύονται νότια στο Βογατσικό για να ενωθούν με τα υπόλοιπα τμήματα. Δίνονται μάχες σε Βογατσικό (29 Οκτ) και Κρεπενή (31 Οκτ), όμως οι δύναμεις των Τούρκων ήταν τέτοιες που οδήγησαν όλα τα σώματα σε άτακτη φυγή όπισθεν προς τη Νεάπολη και τη Σιάτιστα[22]. Ο Μεχμέτ Πασά μαζί με τον Μπεκήρ Αγά καταλαμβάνουν τη Νεάπολη (1 Νοε), σκοτώνοντας τον φρούραρχό της λοχαγό Δεδούση. Ο Μπεκήρ Αγάς σφάζει έλληνες χωρικούς στον δρόμο του προς τα Γρεβενά, όπου πηγαίνει ωστε να απελευθέρωσει την κρατούμενη στις φυλακές μητέρα του. Συμπλέκεται με τους άνδρες του φρούραρχου Δαβάκη και το σώμα του Καραβίτη και εγκαταλείπει την πόλη (3-4 Νοε)[23]. Βορειότερα, στη Σιάτιστα έχουν συγκεντρωθεί όλα τα αντάρτικα σώματα και πρόσφυγες χωρικοί απο όλους τους γύρω οικισμούς, καθώς είναι η τελευταία ευκαιρία να αμυνθούν στους 2500 άνδρες του Μεχμέτ Πασά. Έχουν καταφτάσει εδώ επίσης δύο τάγματα πεζικού υπο τον ταγματάρχη Ηπίτη[24], σπουδαστές Ευέλπιδες (μεταξύ των οποίων ο γιός του Π. Μελά Μίκης) και μερικά πεδινά πυροβόλα υπο τον λοχαγό Κλαδά. Η μάχη της Σιάτιστας (4 Νοε) παρ΄όλες τις μεγάλες απώλειες των Ελλήνων έληξε νικηφόρα και έθεσε τέλος στην οπισθοχώρηση [25].    
Ο Τζαβίτ Πασά, διοικητής
της VI τούρκικης Μεραρχίας
 Η ανασύνταξη της V Μεραρχίας γινόταν με αργούς ρυθμούς και έτσι ο διάδοχος Κωνσταντίνος έστρεψε τις Ι, ΙΙΙ, ΙV και VI Μεραρχίες δυτικά μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Απελευθερώθηκε η Έδεσσα (30 Οκτ) και δύο Μεραρχίες προωθήθηκαν στην Άρνισσα. Στις 4 Νοεμβρίου δόθηκαν νικηφόρες μάχες στον Κόμανο και την Άρνισσα απο τις V και VI Μεραρχίες αντίστοιχα. Απελευθερώνονται για  δεύτερη φορά η Πτολεμαΐδα (5 Νοε) και το Αμύνταιο (6 Νοε), ενώ συμπτύσσονται οι Μεραρχίες IV και V μπροστά στα Στενά του Κλειδιού όπου δίνουν μάχη (6 Νοε). Η VI Μεραρχία δίνει νικηφόρα μάχη στο χωριό Κέλλη (6 Νοε) και συναντά τις υπόλοιπες δύο που κινούνταν απο το Αμύνταιο προς τη Φλώρινα. Ισχυρές τούρκικες δυνάμεις μεταφέρονταν εσπευσμένα απο το Μοναστήρι, που καταλήφθηκε απο τους Σέρβους, προς την Κορυτσά μέσω Φλώρινας - Πισοδερίου. Η εμπροσθοφυλακή του ιππικού απελευθερώνει τη Φλώρινα (7 Νοε) και καταδιώκει τους Τούρκους στο Πισοδέρι, καθώς όλες οι μεραρχίες συγκεντρώθηκαν στη Φλώρινα. Ολόκληρο το Σύνταγμα Ιππικού φτάνει στο χωριό Ανταρτικό (Ζέλοβο) (9 Νοε) και το Βατοχώρι (Μπρέσνιτσα) (10 Νοε) στέλνοντας αναγνωρίσεις προς την Καστοριά και τη Βίγλιστα. Η  ΙΙΙ Μεραρχία πορεύεται στο χωριό Σκλήθρο (10 Νοε), τη Βασιλειάδα (11 Νοε) και την Καστοριά (12 Νοε)[26].
Η απελευθέρωση της Φλώρινας σε λαϊκή επιχρωματισμένη εικόνα
     Στη Σιάτιστα μετά τη μεγάλη μάχη της 4ης Νοεμβρίου καταφθάνουν σώμα Γαριβαλδινών και ένα ακόμη τάγμα πεζικού προς ισχυροποίηση των δυνάμεων εκεί. Ανακαταλαμβάνονται ο Αγ. Γεώργιος και η Νεάπολη (8 Νοε) απο τους προπορευόμενους Κρήτες εθελοντές του Κατεχάκη. Το σώμα Καραβίτη και μερικοί Γαριβαλδινοί δίνουν μάχη στο Μεγάλο Σειρήνι Γρεβενών και αυτό του Δεληγιαννάκη στην Αναρράχη (Δέβρη) Εορδαίας, τιμωρώντας τους τούρκους χωρικούς που το προηγούμενο διάστημα πυρπολούσαν και λήστευαν  ελληνικά χωριά. Οι Τούρκοι υποχωρούν συνεχώς απο τη Νεάπολη στο Άργος Ορεστικό (Χρούπιστα), την Καστοριά, τη Βίγλιστα και την Κορυτσά. Τμήμα του  τακτικού στρατού εισήλθε στην Καστοριά και το Άργος Ορεστικό (11 Νοε), ενώ τα σώματα Μακρή και Μαυρογένη φτάνουν στο Βογατσικό (11 Νοε) και το Άργος Ορεστικό (13 Νοε)[27]. Οι επιχειρήσεις συνεχίστηκαν στην Αλβανία με την απελευθέρωση της Κορυτσάς (7 Δεκ).



Οι επιχειρήσεις στην περιοχή της Καστοριάς
     Αναλύοντας εκτενέστερα τα προαναφερθέντα πολεμικά γεγονότα στην περιοχή της Καστοριάς γίνεται αντιληπτό πως η γεωγραφική θέση της πόλης και η εξέλιξη του πολέμου είναι αυτή που ευθύνεται κυρίως για την αργοπορημένη απελευθέρωσή της. Ενώ ο ελληνικός στρατός και τα αντάρτικα σώματα εισήλθαν πολύ νωρίς στην Κοζάνη και τα Γρεβενά που ήταν κοντά στα σύνορα, η στροφή του κυρίως στρατεύματος προς τη Θεσσαλονίκη οδήγησε στην καθυστέρηση της απελευθέρωσης Φλώρινας και Καστοριάς. Η κάθοδος μεγάλου τουρκικού στρατεύματος απο το Μοναστήρι και η καταφυγή του στην Κορυτσά οδήγησαν στο ατύχημα του Αμυνταίου και την αντεπίθεση σε Νεάπολη και Σιάτιστα ως πλάγια κάλυψη. Επίσης, στη γειτνίαση της Καστοριάς με τα αλβανικά εδάφη οφείλεται η καθυστέρηση αυτή. Οι μουσουλμάνοι Αλβανοί ήταν σύμμαχοι του οθωμανικού στρατού και δεν εκδήλωσαν παρα αμελητέες επαναστατικές εστίες εναντίον τους, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους βαλκανικούς λαούς. Έτσι, τα τούρκικα στρατεύματα στην Καστοριά μπορούσαν να ανασυνταχθούν, να στρατολογούν άτομα στην περιοχή της Κορυτσάς και  να επανέρχονται δριμύτεροι. Έτσι, η Καστοριά ήταν η τελευταία πόλη της Μακεδονίας που απελευθερώθηκε κατα τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο.     
Ο οπλαρχηγός Μ. Σεϊμένης
από την Ανώπολη Σφακίων
     Η πρώτη εμφάνιση των αντάρτικων σωμάτων στον Καζά Καστοριάς έγινε στην περιοχή του Βογατσικού (14 Οκτ), όπου στάλθηκε με μικρό σώμα ο Μ. Σεϊμένης να ανιχνεύσει. Τα σώματα Μακρή και Καραβίτη κινήθηκαν απο τον Πελεκάνο (Πέλκα), στον Γέρμα (Λόσνιτσα) (15 Οκτ), όπου κατέφθασε και ο Σεϊμένης απο το Βογατσικό. Οι Τούρκοι όμως έμαθαν την κίνηση αυτή και κατέφθασαν στο Βογατσικό (15 Οκτ), πυρπολώντας 60 σπίτια για να τιμωρήσουν τους κατοίκους του. Έτσι, στρέφονται βόρεια και φτάνουν στην Κλεισούρα (16 Οκτ), όπου ο κλεισουριώτης οπλαρχηγός Α. Παναγιωτόπουλος[28] είχε ήδη εξουδετερώσει  την τοπική τουρκική φρουρά και συναντούν τον βοεβόδα Π. Σίσκωφ[29]. Οι κομιτατζήδες της Μακεδονίας κατα τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο συντονίστηκαν με τις επιχειρήσεις του βουλγαρικού στρατού εναντίον των Τούρκων και θεωρητικά τουλάχιστον ήταν σύμμαχοι των Ελλήνων. Ευθύς καταφθάνει σώμα 200 άτακτων Τουρκαλβανών και μετά απο μικρή συμπλοκή αποχωρούν. Ο ‘’σύμμαχος’’ βέβαια Σίσκωφ με τους άνδρες του είχαν εγκαταλέιψει τη μάχη και επανήλθαν όταν τελείωσε. Στη συνέχεια πορεύονται στο Λέχοβο (17 Οκτ), συναντώντας τον οπλαρχηγό Α. Ζώη απο το Μοναστήρι, και το Νυμφαίο (Νεβέσκα) (18 Οκτ). Στο Νυμφαίο συναντούν τον αρχικομιτατζή Β. Τσακαλάρωφ που πήγαινε με 70 άνδρες απο τη Βουλγαρία στην γενέτειρά του Κρυσταλλοπηγή για να αναλάβει δράση[30] [31].


Οι κρητικοί οπλαρχηγοί Ι. Καραβίτης (1883-1949)
 και Γ. Δικώνυμος-Μακρής (1887-1939) ήταν οι
πρώτοι εθελοντές που εισήλθαν το 1912 στη
Δυτική Μακεδονία
     
Στις 18 Οκτωβρίου τα σώματα Καούδη, Δεληγιαννάκη, Αποστολίδη και γρεβενιώτη Μακρή καταφθάνουν στη γέφυρα της Σμίξης, στα όρια των Καζάδων Καστοριάς και Ανασελίτσης, ώστε να εμποδίσουν τα στρατεύματα απο την Καστοριά προς την πολιορκούμενη Νεάπολη. Επιτυχημένα αποκρούουν επιδρομή 500 τούρκων στρατιωτών και η Νεάπολη απελευθερώνεται. Στη συνέχεια όλα τα σώματα υπο τον Κατεχάκη μεταφέρονται απο τη Νεάπολη στο Βογατσικό (22 Οκτ), όπου δέχονται ενθουσιώδη υποδοχή απο τους κατοίκους του και καταρτίζεται εθνική επιτοπή με πρόεδρο τον παπα-Δήμο Οικονόμου[32]. Στις 22 Οκτωβρίου οπισθοχωρούν απο το Νυμφαίο οι Μακρής και Καραβίτης, μαζί με το τακτικό τάγμα του Λοχαγού Χουδάλη που είχε αποκοπεί στην Υδρούσα (Κόττορι), λόγω ισχυρών τουρκικών δυνάμεων στο Φλάμπουρο. Μέσω Λεχόβου και Κλεισούρας καταλήγουν στη Βλάστη (26 Οκτ), όπου χωρίζουν[33]. Στο μεταξύ τα πολυάριθμα σώματα υπο τον Κατεχάκη μεταφέρονται στο Κωσταράζι (23 Οκτ) και καταφθάνουν στο Βογατσικό τα σώματα Παναγιωτόπουλου, Κούντουρα και Γρηγορίου (24 Οκτ). Ο Δεληγιαννάκης με τον Μαυρογένη είχαν προωθηθεί ήδη στην Κορησό (Γκόρεντση) και ο Νικολούδης στη Μηλίτσα (Σλήμνιστα). Ο ντόπιος οπλαρχηγός Ξανθόπουλος δρούσε μεμονωμένα ενάντια στους Τούρκους και σε μάχη κοντά στην Ασπροκκλησιά υποχώρησε με αποτέλεσμα να πυρποληθούν η Ασπροκκλησιά (Μπέλα Τσέρκβα) και το Ασπρονέρι (Σκραπάρι) (24 Οκτ). Εκείνο το διάστημα, μια επιτροπή καστοριανών υπο τον Λ. Μαυροβίτη φτάνει στον Κατεχάκη και τον προσκαλεί να καταλάβει την Καστοριά, καθώς ο Μπεκήρ Αγάς είχε αναχωρήσει. Βέβαια, ο Μητροπολίτης Ιωακείμ κατηγορήθηκε ότι ήταν αντίθετος σε αυτή την ενέργεια, περιμένωντας τον τακτικό στρατό. Όπως θα δούμε παρακάτω έπραξε σωστά που δεν συμφώνησε με τους ενθουσιώδεις προύχοντες της πόλης. Επίσης, την 25η Οκτωβρίου καταφθάνουν απο την Καστοριά στο Μαυροχώρι (Μαύροβο)  βάρκες με ένοπλους Τούρκους  που ήθελαν να προμηθευτούν εφόδια και να στρατολογήσουν άνδρες. Σε έκκληση των μαυροβινών ήρθαν τα σώματα Καούδη, Νικολούδη και Γρηγορίου που αφόπλισαν 43 Τούρκους. Η τελευταία βάρκα με χωροφύλακες που ακολουθούσε αιχμαλωτίστηκε, ενώ σκοτώθηκε ο επικεφαλής λοχαγός Σεφήκ Μεχμέτ. Στο Μαυροχώρι επίσης συναντήθηκαν τα ελληνικά σώματα με 100 άνδρες υπο τους Τσακαλάρωφ και Ποπώφ, που πήραν εντολές απο τον Κατεχάκη. 
Ο μετέπειτα υποστράτηγος
Γ. Κατεχάκης (1881-1939)
  Οι αιχμάλωτοι στο Μαυροχώρι πληροφόρησαν τους οπλαρχηγούς ότι ο Μπεκήρ Αγάς που έφυγε απο την Καστοριά δεν την εγκατέλειψε, αλλά πήγε να στρατολογήσει άνδρες στην Κορυτσά. Εγκαλείται έκτακτο πολεμικό συμβούλιο υπο τον Κατεχάκη στη Μηλίτσα (27 Οκτ) και αποφασίζονται οι επόμενες ενέργειες. Ο Μπεκήρ Αγάς με 80 χωροφύλακες, 600 άτακτους Τουρκαλβανούς απο την Κορυτσά και εκατοντάδες άλλοι οπλισμένοι ντόπιοι Τούρκοι χωρικοί επιτίθονται. Όλη η περιοχή απο το Μαυροχώρι έως τη γέφυρα της Σμίξης στο Βογατσικό μετατρέπεται σε ένα απέραντο πεδίο μάχης. Ο Παπαμαλέκος, Μαυρογένης, Δεληγιαννάκης και Πούλακας μάχονται στους Αμπελόκηπους (Σδράλτσι) και τη Μηλίτσα. Οπλισμένοι καστανοχωρίτες χωρικοί κυρίως απο το Σκαλοχώρι συγκρούονται με τούρκικα τμήματα κοντά στην Κρεμαστή (Σέμαση) και ηττούνται. Οι Νικολούδης, Αποστολίδης, Δούκης[34], Σεϊμένης και ο Καραβίτης που κατέφθασε δίνουν περικυκλωμένοι μια μεγάλη μάχη στην Κρεπενή (31 Οκτ).  Στις 29 Οκτωβρίου καίγονται 90 σπίτια του ήδη πυρπολημένου μια φορά Βογατσικού, στις 30 και 31 πυρπολούνται το Μαυροχώρι, το Δισπηλιό (Ντουπιάκι), οι Αμπελόκηποι και η Μηλίτσα, ενώ ακολουθούσε ο Μεχμέτ Πασάς με χιλιάδες τακτικό στρατό[35]. Ειδικά το Μαυροχώρι υπέστη μεγάλες καταστροφές και πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος[36]. Στη συνέχεια, δίνεται μάχη κοντά στο Κωσταράζι (1 Νοε) και το χωριό πυρπολείται καθώς όλες οι ελληνικές δυνάμεις υποχωρούν άτακτα στη Νεάπολη και τη Σιάτιστα, όπου δίνεται ο πιο αποφασιστικός αγώνας (4 Νοε) που σταμάτησε την τούρκικη προέλαση.     
Ο επίλαρχος Ι. Άρτης (1861-1956)
 Ενώ γινόταν όλα τα προαναφερθέντα γεγονότα το διάστημα 15 Οκτωβρίου - 1 Νοεμβρίου στο ΝΑ τμήμα του Καζά Καστοριάς, στο βόρειο και ανατολικό τμήμα του δεν εμφανίστηκε κανένα ελληνικό σώμα. Στις 10 Νοεμβρίου το 1ο ανεξάρτητο Σύνταγμα Ιππικού υπο τον Αντισυνταγματάρχη Ζαχαρακόπουλο[37] μετακινήθηκε απο το Ανταρτικό στο Βατοχώρι, όπου στάθμευσε. Τα τούρκικα τμήματα εγκατέλειπαν την Καστοριά και το Άργος Ορεστικό, καθώς ολόκληρη η Στρατιά είχε ήδη καταφύγει απο τη διαδρομή Μοναστήρι - Φλώρινα - Πισοδέρι - Βίγλιστα σε αλβανικά μέρη. Αυτό αποδεικνύει ότι οι δυνάμεις του Μεχμέτ Πασά και του Μπεκήρ Αγά που το προηγούμενο διάστημα έφτασαν επιτιθέμενοι μέχρι τη Σιάτιστα δεν αποτελούσε παρα πλαγιοφυλακή που εξασφάλιζε τα πλάγια νώτα της διωκόμενης Στρατιάς. Απο το Βατοχώρι στάλθηκε μια ίλη ιππικού προς την Καστοριά υπο τον επίλαρχο Ι. Άρτη[38], η οποία περνώντας απο τον Γάβρο πληροφορήθηκε την αναχώρηση του τουρκικού στρατού. Η ίλη διέθετε σύνολο 30-35 ιππείς μεταξύ των οποίων ο Yπίλαρχος Π. Νικολαΐδης[39] και ο Aνθυπίλαρχος Φ. Πηχεών[40]. Απο το χωριό Απόσκεπος στάλθηκε ο Νικολαΐδης με δύο ιππείς μέσα στην πόλη και διαμύνησε ένα ψέμμα στον Μεχμέτ Πασά ότι η πόλη πολιορκείται απο 25000 στρατό. Επιστρέφοντας στον Απόσκεπο ενημέρωσε τον Άρτη για τα γεγονότα και αποφασίστηκε η είσοδος στην πόλη το επόμενο πρωί. Τα τούρκικα στρατεύματα είχαν εγκαταλείψει την πόλη το χάραμα και η ίλη εισήλθε την 11η Νοεμβρίου, ημέρα εορτής του Αγίου Μηνά, στις 09.00 π.μ εν μέσω πανυγηρισμών. Το απόγευμα στάλθηκε ένα μικρό απόσπασμα 5 ιππέων στο Άργος Ορεστικό[41].     
Η απελευθέρωση της Κορυτσάς από τον
ελληνικό στρατό (7 Δεκ 1912)
    Παράλληλα, με τον στρατό τα σώματα Μακρή και Μαυρογένη κατέφθασαν στο παντελώς κατεστραμμένο Βογατσικό (11 Νοε) και έστειλαν μύνημα στους μπέηδες του Άργους Ορεστικού να παραδώσουν την πόλη. Οι εξελίξεις τους πρόλαβαν και εισήλθαν στις 12 Νοεμβρίου στο ήδη απελευθερωμένο Άργος Ορεστικό[42]. Περίπου 3000-4000 άνδρες του Μεχμέτ Πασά και του Μπεκήρ Αγά με 6-7 πυροβόλα είχαν εγκαταλείψει την Καστοριά και το Άργος Ορεστικό κινούμενοι προς την Μπίγλιστα. Η ΙΙΙ Μεραρχία υπο τον Υποστράτηγο Κ. Δαμιανό[43] κινήθηκε απο το Σκλήθρο (Ζέλενιτς) στην Κλεισούρα και τη Βασιλειάδα (Ζαγορίτσανη) (11 Νοε). Εισήλθε δε στην πόλη την αυριανή ημέρα, λίγο αργότερα απο το 1ο Σύνταγμα Ιππικού (12 Νοε), και στάθμευσε. Ακολούθησε περίοδος ανασύνταξης και αναδιάταξης για το ελληνικό στράτευμα. Στις 19 Νοεμβρίου συγκροτήθηκε Τμήμα Στρατιάς που περιλάμβανε τις Μεραρχίες ΙΙΙ, ΙV, V και το 1ο Σύνταγμα Ιππικού με σκοπό την προέλαση προς την Κορυτσά. Το Στρατηγείο του τμήματος αυτού εγκαταστάθηκε στο χωριό Λεύκη (Ζουπάνιστα) και έστελνε αναγνωριστικές ομάδες προς την Ιεροπηγή (Κωστενέτσι) και την Κρυσταλλοπηγή (Σμαρδέσι) (25 Νοε). Οι συνεχείς επιδρομές των τούρκικων αποσπασμάτων οδήγησε στην ανάκληση της VI Μεραρχίας και τη γενική επίθεση. Στις 4-5 Δεκεμβρίου γίνονται μάχες στην Κρυσταλλοπηγή, την Καπεστίτσα και το Μπρατσάνι που άνοιξαν τον δρόμο προς την κοιλάδα του Δεβόλη. Παράλληλα, σέρβικα τμήματα κάνουν την εμφάνισή τους στην περιοχή διώκοντας τους Τούρκους. Μετά τη μεγάλη μάχη στο Στενό Τσαγγόνι (6 Δεκ) απελευθερώθηκε η Κορυτσά (7 Δεκ) και συνεχίστηκε η καταδίωξη νότια[44]



πηγές εικόνων
αρχείο ΕΛΙΑ
αρχείο ΑΣΚΣΑ
αρχείο Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα Θεσσαλονίκης
ΓΕΣ / ΔΙΣ, Ο ελληνικός στρατός κατα τους Βαλκανικούς Πολέμους, τ. Α, Αθήνα, 1988
Γ. Πετσίβας (επιμ), Ο Βαλκανοτουρκικός Πόλεμος. Απομνημονεύματα Ι. Καραβίτη, Πετσίβα, Αθήνα, 2001
Π. Κελαϊδής, Κρητικοί εθελοντές στους απελευθερωτικούς πολέμους 1912-13, Καράβι και τόξο, Αθήνα, 1995 
B.S Baykal, Garp ordusu harekati: Cavit Pasa Kolu ve Vardar ordusu (τουρκ), Kitaphane-yi Islam ve Askeri-Ibrahim Hilmi, Istabul, 1915



[1]  Με την ονομασία πρόσκοποι ονομάστηκαν όλοι οι εθελοντές που δεν ήταν υπόχρεοι στράτευσης. Συγκρότησαν μικρά αντάρτικα σώματα που πορευόταν μπροστά απο το υπόλοιπο στράτευμα και προοριζόταν αρχικά για ενέργειες όπως αφοπλισμός τούρκων χωρικών, δολιοφθορές και ανίχνευση. Εξελίχθηκαν βέβαια σε πραγματικά πολεμικά σώματα που απελευθέρωσαν πολλές περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας. Το μεγαλύτερο τμήμα τους αποτελούνταν απο κρητικούς και είχαν ως επικεφαλείς είτε παλιούς οπλαρχηγούς του Μακεδονικού Αγώνα είτε αξιωματικούς. Γενικός αρχηγός ορίστηκε ο λοχαγός Γ. Κατεχάκης.
[2]  Οι Γαριβαλδινοί ήταν στρατιωτικό σώμα που συγκρότησε ο ιταλός Ι. Γαριμπάλντι το 1860 και συμμετείχαν εθελοντικά σε αγώνα απελευθέρωσης οποιουδήποτε κράτους. Ονομάστηκαν και ερυθροχιτώνες, λόγω της έντονα χρωματισμένης στολής τους. Στους Βαλκανικούς Πολέμους συμμετείχαν με αρχηγό τον Ρ. Γαριμπάλντι και ελληνικό τμήμα υπο τον Α. Ρώμα.
[3]  ΓΕΣ / ΔΙΣ, Επίτομη ιστορία Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913, Αθήνα, 1987, σ. 260
[4]  ΓΕΣ / ΔΙΣ, Ο ελληνικός στρατός κατα τους Βαλκανικούς Πολέμους, τ. Α, Αθήνα, 1988, σ. 30-63
[5]  Π. Λιούφης, Ιστορία της Κοζάνης, τύποις Ι. Βάρτσου, Εν Αθήναις, 1924, σ. 171, 172
[6] Ο Δημήτριος Ματθαιόπουλος (1861-1923) γεννήθηκε στον Πειραιά και φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων. Ανήκε στο σώμα του Μηχανικού και έφτασε στο βαθμό του Υποστράτηγου. Συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους ως διοικητής αρχικά της V Μεραρχίας στη Δυτ. Μακεδονία και μετέπειτα της VIII στην Ήπειρο. Αποστρατεύτηκε το 1922 και πέθανε το 1923.
[7]  Ο Στέφανος Γεννάδης (1858-1922) γεννήθηκε στη Χίο το 1858, φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων και πολέμησε ως Λοχαγός Μηχανικού στον πόλεμο του 1897. Στους Βαλκανικούς ορίστηκε αρχικά Συνταγματάρχης ανεξάρτητου τμήματος ευζώνων και προήχθη σε Υποστράτηγο αναλαμβάνοντας τη διοίκηση της V Μεραρχίας μετά τον Ματθαιόπουλο. Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν διοικητής της Δ’ Στρατιάς στην Ανατ. Μακεδονία, όπου τέθηκε προσωρινά σε αυτεπάγγελτη αποστρατεία λόγω αδράνειας κατα την προέλαση των Γερμανών στην Καβάλα. Αργότερα ανέλαβε διοικητής της Χωροφυλακής και πέθανε ως Αντιστράτηγος το 1922.
[8]   ΓΕΣ / ΔΙΣ, Ο ελληνικός στρατός κατα τους Βαλκανικούς Πολέμους, τ. Α, Αθήνα, 1988, σ. 64-78, 102-106
[9]  Χρονολογικά, τα πρώτα έργα που γράφτηκαν για τη  δράση των εθελοντικών σωμάτων:
Γ. Μυλωνάς, Η δράσις των αντάρτικων σωμάτων εν Μακεδονία κατα τον πόλεμον του 1912-1913, Εν Βόλω, 1913
Σ. Κελαϊδής, Εθελοντικά σώματα Κρητών εν Μακεδονία, Εν Αθήναις, 1913
[10]  Οι περισσότεροι εθελοντές είχαν πολεμήσει στην περιοχή κατα τον Μακεδονικό Αγώνα με τα σύντομα βιογραφικά τους παρατίθενται στις αναρτήσεις του ιστολογίου για τον Μακεδονικό Αγώνα. Εδώ θα παρατεθούν μόνο αυτοί που δεν έχουν αναφερθεί σε προηγούμενες αναρτήσεις.
[11]  Γ. Πετσίβας (επιμ), Ο Βαλκανοτουρκικός Πόλεμος. Απομνημονεύματα Ι. Καραβίτη, Πετσίβα, Αθήνα, 2001, σ. 122-158
     Γ. Βέλκος (επιμ), Γ. Δικόνυμου ή Μακρή Ημερολόγιον πολέμου 1912 και 1913 εν Μακεδονία και Ήπειρω, Γιαχούδης, Θεσ/νίκη, 2003, σ. 18-50
[12]   Ο Ηλίας Δεληγιαννάκης (1877- 1918) γεννήθηκε στην Αργυρούπολη Ρεθύμνου και σε μικρή ηλικία σκότωσε τον τούρκο αρχηγό Χαλίλ Αγά κατα την Κρητική Επανάσταση του 1895-98. Συμμετείχε στον Μακεδονικό Αγώνα, τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σκοτώθηκε στη μάχη του Σκρα τον Μάϊο του 1918.
[13]  Ο Μανούσος Σεϊμένης κατάγονταν απο την Ανώπολη Σφακίων και συμμετείχε στον Μακεδονικό Αγώνα ως οπλαρχηγός. Έδρασε δε στον αγώνα ανεξαρησίας της Σάμου και τους Βαλκανικούς.
[14] Ο Μπεκήρ Φικρί Αγάς (1882-1914) κατάγονταν απο τον Αγ. Γεώργιο (Τσούρχλι) Γρεβενών. Κατατάχτηκε στον τούρκικο στρατό απο μικρή ηλικία στον και πολέμησε στην Υεμένη. Το 1907 επιστρέφει στα Γρεβενά και ως Λοχαγός έγινε διοικητής της Χωροφυλακής Γρεβενών. Συμμετείχε ως ηθικός αυτουργός στη δολοφονία του Μητροπολίτη Γρεβενών Αιμιλιανού Λαζαρίδη το 1911 απο ρουμανοβλάχικη συμμορία. Στους Βαλκανικούς Πολέμους οργάνωσε ένα σώμα 80 ανδρών της χωροφυλακής Γρεβενών και 500 άτακτους ένοπλους χωρικούς. Πολεμώντας τον ελληνικό στρατό αποσύρθηκε στην Αλβανία και αργότερα μετέβη στη Ρουμανία και την Κωνσταντινούπολη. Πολέμησε κατα τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στον Καύκασο ως Αντισυνταργματάρχης, όπου σκοτώθηκε.
[15]  Ο Ιωάννης Μαυρογέννης κατάγονταν απο τους Λάκκους Χανίων. Συμμετείχε στο σώμα του Βολάνη κατα τον Μακεδονικό Αγώνα και έγινε οπλαρχηγός μετά τη μάχη των Ασπρογείων το 1906. Στους Βαλκανικούς εμφανίστηκε με δικό του σώμα στη Δυτική Μακεδονία.
[16]  Ο Μιχάλης Μακράκης ( -1925) κατάγονταν απο τον Αγ. Μύρωνα Ηρακλείου και ήταν πλούσιος έμπορος. Πολέμησε στην τελευταία κρητική επανάσταση και έγινε βουλευτής. Ανακηρύχθηκε αρχηγών των κρητών επαναστατών της Επαρχίας Μαλεβιζίου και συμμετείχε επίσης στους Βαλκανικούς Πολέμους μαζί με τον αδερφό του Ιωάννη, που σκοτώθηκε στη μάχη της Νεάπολης Κοζάνης.
[17]  Ο Εμμανούλ Ζουδιανός ήταν ιατρός απο το Ηράκλειο. Γιός κρητικού αγωνιστή, συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους σε ανεξάρτητο σώμα μαζί με τα δύο αδέρφια του.
[18]   Ο Λεωνίδας Παπαμαλέκος ( -1912) γεννήθηκε στον Βάμο Χανίων. Ο γιγαντόσωμος αγωνιστής συμμετείχε με τον αδερφό του στην Κρητική Επανάσταση του 1895-98 και τον μακεδονικό Αγώνα. Ως οπλαρχηγός στους Βαλκανικούς σκοτώθηκε στη μάχη της Σιάτιστας στις 4 Νοεμβρίου 1912.
[19]  Ο Γεώργιος Αλεξίου (Μακρής) απο τα Γρεβενά έδρασε κατα τον Μακεδονικό Αγώνα στα Καστανοχώρια με τους Α. Μαργαρίτη και Μ. Τσόντο. Αργότερα με τον καστοριανό Λ. Αποστολίδη, όπως και στους Βαλκανικούς. Καταδικάστηκε απο τους Τούρκους σε ισόβια το 1910 και δραπέτευσε.
[20]  Γ. Τζημόπουλος, Η απελευθέρωσις της Δυτικής Μακεδονίας απο την τουρκική σκλαβιά, Θεσ/νίκη, 1974, σ. 60-80
     Γ. Μυλωνάς, Η δράσις των αντάρτικων σωμάτων εν Μακεδονία κατα τον πόλεμον του 1912-1913, Εν Βόλω, 1913, σ. 8-26
[21]  ΓΕΣ / ΔΙΣ, Ο ελληνικός στρατός κατα τους Βαλκανικούς Πολέμους, τ. Α, Αθήνα, 1988, σ. 64-78, 134-153
     Γ. Τζημόπουλος, Η απελευθέρωσις της Δυτικής Μακεδονίας απο την τουρκική σκλαβιά, Θεσ/νίκη, 1974, σ. 41-51
[22]  Γ. Πετσίβας (επιμ), Ο Βαλκανοτουρκικός Πόλεμος. Απομνημονεύματα Ι. Καραβίτη, Πετσίβα, Αθήνα, 2001, σ. 159-206
       Γ. Βέλκος (επιμ), Γ. Δικόνυμου ή Μακρή Ημερολόγιον πολέμου 1912 και 1913 εν Μακεδονία και Ήπειρω, Γιαχούδης, Θεσ/νίκη, 2003, σ. 52-64
[23]   Γ. Πετσίβας (επιμ), Ο Βαλκανοτουρκικός Πόλεμος. Απομνημονεύματα Ι. Καραβίτη, Πετσίβα, Αθήνα, 2001, σ. 209-223
[24]  Ο Αντώνιος Ηπίτης (1857-1927) γεννήθηκε στην Αθήνα το 1857. Φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων και έγινε καθηγητής της. Ανήκε στο σώμα του Πυροβολικού και συμμετείχε στον πόλεμο του 1897 και αποστρατεύτηκε εθελούσια το 1906. Ανακαλείται στους Βαλκανικούς Πολέμους και αναλαμβάνει διοικητής ανεξάρτητου αποσπάσματος. Αποστρατεύτηκε ως Συνταγματάρχης και πέθανε το 1927. Συνέγραψε πολλά στρατιωτικά εγχειρίδια και ένα ελληνογαλλικό λεξικό.
[25]  Γ. Μυλωνάς, Η δράσις των αντάρτικων σωμάτων εν Μακεδονία κατα τον πόλεμον του 1912-1913, Εν Βόλω, 1913, σ. 48-70
      Σ. Κελαϊδής, Εθελοντικά σώματα Κρητών εν Μακεδονία, Εν Αθήναις, 1913, σ. 132-147
      Π. Κελαϊδής, Κρητικοί εθελοντές στους απελευθερωτικούς πολέμους 1912-13, Καράβι και τόξο, Αθήνα, 1995, σ. 111-128
      Γ. Τζημόπουλος, Η απελευθέρωσις της Δυτικής Μακεδονίας απο την τουρκική σκλαβιά, Θεσ/νίκη, 1974, σ. 102-122
      Γ. Τζημόπουλος, Η μάχη της Σιατίστης, εφ. Δυτική Μακεδονία, φ. (30.10.61)
[26]   ΓΕΣ / ΔΙΣ, Ο ελληνικός στρατός κατα τους Βαλκανικούς Πολέμους, τ. Α, Αθήνα, 1988, σ. 64-78, 154-179
[27]  Γ. Μυλωνάς, Η δράσις των αντάρτικων σωμάτων εν Μακεδονία κατα τον πόλεμον του 1912-1913, Εν Βόλω, 1913, σ. 63-72
      Σ. Κελαϊδής, Εθελοντικά σώματα Κρητών εν Μακεδονία, Εν Αθήναις, 1913, σ. 132-147    
      Γ. Τζημόπουλος, Η απελευθέρωσις της Δυτικής Μακεδονίας απο την τουρκική σκλαβιά, Θεσ/νίκη, 1974, σ. 122-129
      Γ. Βέλκος (επιμ), Γ. Δικόνυμου ή Μακρή Ημερολόγιον πολέμου 1912 και 1913 εν Μακεδονία και Ήπειρω, Γιαχούδης, Θεσ/νίκη, 2003, σ. 67-71
[28]  Ο Ανδρέας Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε στην Κλεισούρα και έδρασε στον Μακεδονικό Αγώνα με μικρό σώμα, συνεργαζόμενος κυρίως με τον Μακρή. Στους Βαλκανικούς έδρασε ομοίως στην περιοχή γύρω απο το χωριό του. Αργότερα κατα τη γερμανική κατοχή συντονίστηκε με το σώμα του Πούλου, συνεργάτη των Γερμανών, εναντίον κομμουνιστών και βουλγαριζόντων.
[29]  Ο Πάντο Σίσκωφ (1875-1929) γεννήθηκε στο Ξινό Νερό (Εξί-σου) Φλώρινας. Το 1898 εισέρχεται στην ΕΜΕΟ και συμμετέχει στο Ίλιντεν. Αγωνίζεται στους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τη Βουλγαρία. Εγκαταστάθηκε στη Βάρνα της Βουλγαρίας, όπου πέθανε το 1929.
[30] Γ. Πετσίβας (επιμ), Ο Βαλκανοτουρκικός Πόλεμος. Απομνημονεύματα Ι. Καραβίτη, Πετσίβα, Αθήνα, 2001, σ. 150-164
      Γ. Βέλκος (επιμ), Γ. Δικόνυμου ή Μακρή Ημερολόγιον πολέμου 1912 και 1913 εν Μακεδονία και Ήπειρω, Γιαχούδης, Θεσ/νίκη, 2003, σ. 33-46
[31]   Για τη δράση των σωμάτων Τσακαλάρωφ, Ποπώφ και Σιλιάνωφ στον Α΄Βαλκανικό Πόλεμο βλέπε:
H. Silianov, Ot Vitosha do Gramos (βουλγ), Kostursko Blagotvoritelno Bratstvo, Sofia, 1920
[32]  Γ. Μυλωνάς, Η δράσις των αντάρτικων σωμάτων εν Μακεδονία κατα τον πόλεμον του 1912-1913, Εν Βόλω, 1913, σ. 32, 33   
      Α. Κορομήλης, Το Βογατσικόν (ιστορία-λαογραφία), έκδ. Συνδέσμου των εν Θεσσαλονίκη Βογατσιωτών «Ο Άγιος Κωνσταντίνος», Θεσ/νίκη, 1972, σ.
[33] Γ. Πετσίβας (επιμ), Ο Βαλκανοτουρκικός Πόλεμος. Απομνημονεύματα Ι. Καραβίτη, Πετσίβα, Αθήνα, 2001, σ. 164-185
      Γ. Βέλκος (επιμ), Γ. Δικόνυμου ή Μακρή Ημερολόγιον πολέμου 1912 και 1913 εν Μακεδονία και Ήπειρω, Γιαχούδης, Θεσ/νίκη, 2003, σ. 52-60
[34]  Ο Χρήστος (Χρυσός) Δούκης κατάγονταν απο την Καστοριά. Δημιούργησε το δικό του μικρό σώμα στο Μακεδονικό Αγώνα και τους Βαλκανικούς, ενώ έδρασε και στον αγώνα της Βόρειας Ηπείρου.
[35]   Σ. Κελαϊδής, Εθελοντικά σώματα Κρητών εν Μακεδονία, Εν Αθήναις, 1913, σ. 95-110 
      Γ. Τζημόπουλος, Η απελευθέρωσις της Δυτικής Μακεδονίας απο την τουρκική σκλαβιά, Θεσ/νίκη, 1974, σ. 87-93
      Γ. Πετσίβας (επιμ), Ο Βαλκανοτουρκικός Πόλεμος. Απομνημονεύματα Ι. Καραβίτη, Πετσίβα, Αθήνα, 2001, σ. 192-209
       Γ. Βέλκος (επιμ), Γ. Δικόνυμου ή Μακρή Ημερολόγιον πολέμου 1912 και 1913 εν Μακεδονία και Ήπειρω, Γιαχούδης, Θεσ/νίκη, 2003, σ. 61-64
[36]   Χ. Παπασταύρου, Η καταστροφή του Μαυροχωρίου και η απελευθέρωση του Νομού Καστοριάς, Καστοριά, 2012, σ. 29-47
[37]   Ο Κωνσταντίνος Ζαχαρακόπουλος (1860-1919) γεννήθηκε στο Καροπλέσι Καρδίτσας και φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων, αποφοιτώντας ως Ανθυπίλαρχος Ιππικού. Συμμετείχε στον πολέμο του 1897 και τους Βαλκανικούς Πολέμους, ως διοικητής του 1ου Συντάγματος Ιππικού. Αποστρατεύτηκε το 1919 ως Υποστράτηγος και πέθανε στην Αθήνα.
[38]   Ο Ιωάννης Άρτης (1861-1956) κατάγονταν απο το Μεσολόγγι. Μετά τη Σχολή Ευελπίδων πολέμησε στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897. Ως Επίλαρχος Ιππικού συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και μάλιστα ήταν ο διοικητής της ίλης του απελευθέρωσε τη Φλώρινα, την Καστοριά και το Άργος Ορεστικό. Πήρε μέρος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη Μικρασιατική Εκστρατεία τοποθετήθηκε στρατιωτικός διοικητής Προύσσας. Αποστρατεύθηκε το 1923 ως Υποστράτηγος και πέθανε το 1956.
[39]   Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης (1871-) γεννήθηκε στην Ελευσίνα Αττικής και φοίτησε στην σχολή Ευελπίδων. Ως αξιωματικός του Ιππικού πήρε μέρος στον πόλεμο του 1897, στους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Μικρασιατική Εκστρατεία, όπου για κάποιο διάστημα ήταν διοικητής της Ταξιαρχίας Ιππικού. Ήταν ο πρώτος έλληνας αξιωματικός που εισήλθε στην Καστοριά κατα την απελευθέρωση του 1912. Αποστρατεύτηκε το 1927 ως Υποστράτηγος και πέθανε.
[40]  Ο Φιλόλαος Πηχεών (καπετάν Φιλώτας ή Λαύρας) (1875-1947) ήταν γιός του πρωτεργάτη του Μακεδονικού Αγώνα Αναστάσιου Πηχεών και γεννήθηκε στην Καστοριά. Μετέβη στην νότια Ελλάδα, όπου έγινε Ανθυπίλαρχος του ελληνικού ιππικού. Το 1905 πρωτοεμφανίστηκε ως καπετάν Φιλώτας με το σώμα του Δούκα στην περιοχή και αργότερα συνεργάστηκε με τον Δικώνυμο-Μακρή. Κατέφυγε λόγω ασθένειας στην Αθήνα και επανήλθε το 1907 ως καπετάν Λαύρας στην περιοχή του Μοριχόβου. Ειχε ενεργό ρόλο κατά την απελευθέρωση της Καστοριάς το 1912, ενώ κατά το Μεσοπόλεμο αναρριχήθηκε μέχρι αξίωμα του Υποστρατηγού. Σήμερα, το σωζώμενο αρχοντικό του Φιλόλαου Πηχεών στην Καστοριά, όπου διέμενε μέχρι τον θάνατό του το 1947, έχει μετατραπεί σε Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα.
[41]  ΓΕΣ / ΔΙΣ, Ο ελληνικός στρατός κατα τους Βαλκανικούς Πολέμους, τ. Α, Αθήνα, 1988, σ. 64-78, 175-176
     Γ. Τζημόπουλος, Η απελευθέρωσις της Δυτικής Μακεδονίας απο την τουρκική σκλαβιά, Θεσ/νίκη, 1974, σ. 140-146
[42]  Σ. Κελαϊδής, Εθελοντικά σώματα Κρητών εν Μακεδονία, Εν Αθήναις, 1913, σ. 155-158 
      Γ. Τζημόπουλος, Η απελευθέρωσις της Δυτικής Μακεδονίας απο την τουρκική σκλαβιά, Θεσ/νίκη, 1974, σ. 124
       Γ. Βέλκος (επιμ), Γ. Δικόνυμου ή Μακρή Ημερολόγιον πολέμου 1912 και 1913 εν Μακεδονία και Ήπειρω, Γιαχούδης, Θεσ/νίκη, 2003, σ. 69-71
[43] Ο Κωνσταντίνος Δαμιανός (1853-1915) κατάγονταν απο την Ύδρα και φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων. Συμμετείχε στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και στους Βαλκανικούς Πολέμους, ως διοικητής της ΙΙΙ Μεραρχίας. Πέθανε το 1915 στην Αθήνα.
[44]  ΓΕΣ / ΔΙΣ, Ο ελληνικός στρατός κατα τους Βαλκανικούς Πολέμους, τ. Α, Αθήνα, 1988, σ. 64-78, 179-191

2 σχόλια:

  1. τοτε τις λυρες τις εθαβαν στον κυπο, τωρα στο χρηματοκιβωτιο...όσοι εχουν κατι να βαλουν

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ποιος να έχει χρηματοκιβώτιο στις μέρες μας... με τέτοια ακρίβεια τίποτα δε μας μένει

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σχόλια με υβριστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο δεν θα δημοσιεύονται

Back to Top