Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Τα μοναστήρια της Καστοριάς (μέρος 1ο)


     Η Καστοριά από πολύ νωρίς αποτέλεσε σημαντικό πνευματικό κέντρο της αυτοκρατορίας, με μια πληθώρα αξιόλογων θρησκευτικών κτισμάτων. Όμως, εκτός τις εκκλησίες της πόλης, αξιόλογα δείγματα από τη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Εποχή έχουμε στους οικισμούς της περιοχής και την ύπαιθρο, όπου σώζονται μέχρι τις μέρες μας πολλοί ναοί και μονές. Εδώ, ο μοναχισμός άκμασε ήδη από τους μεσοβυζαντινούς χρόνους, αρχικά με τη μορφή αναχωρητών σε ερημικά ασκηταριά, πολύ συχνά σε σπηλιές, και από τον 10ο αι. με τη μορφή κοινοβιακών μοναστηριών. Οι λόγοι που συνέβαλλαν στη θεμελίωση του μοναστικού κινήματος εδώ, έχουν να κάνουν με την απομόνωση της περιοχής και το απαράμιλλο φυσικό της κάλλος. Μάλιστα, ορισμένες αναφορές βυζαντινών χρονογράφων θέλουν την περιοχή ως τόπο εξορίας, μαζί με αυτή των Πρεσπών. Ακόμη, στην ήδη εύρωστη και ευμεγέθη πόλη της Καστοριάς, είχε αναπτυχθεί έντονα το θρησκευτικό συναίσθημα και η καλλιτεχνική παράδοση με την συγκρότηση τοπικών ομάδων αγιογράφων, ξυλογλυπτών και κτιστάδων, γεγονότα που προώθησαν στην δημιουργία μονών και την προσέλκυση μοναχών.


Βυζαντινή Εποχή

Μονή Αγ. Αναργύρων Μελισσοτόπου
Πανοραμική όψη της μονής Αγ. Αναργύρων
     Εγκαταστημένη σε μια δασωμένη πλαγιά του όρους Βίτσι, 2 χλμ. ΒΔ του σύγχρονου οικισμού του Μελισσοτόπου, οι Άγιοι Ανάργυροι αποτελούν την παλαιότερη σωζόμενη μονή του Νομού Καστοριάς. Ιδρύθηκε το 1080, λίγο νωρίτερα από την Παναγία Μαυριώτισσα. Η παράδοση λέει ότι υπήρχε ένα θαυματουργικό αγίασμα της Παναγίας και οι ντόπιοι κάτοικοι είχαν χτίσει έναν μικρό ναό του Αγ. Παντελεήμονα στη θέση αυτή, όπου ο Αλέξιος Α’ ο Κομνηνός βρήκε ίαση μετά από ένα σοβαρό τραυματισμό κατά τις μάχες με τους Νορμανδούς του Ροβέρτου Γουϊσκάρδου. Έτσι, δημιούργησε τη μονή που αρχικά ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Παντελεήμονα.
Το 1457 οι κωνσταντινοπολίτες μοναχοί Κοσμάς και Δαμιανός, μετά από όραμα, έφτασαν εδώ και ανασύστασαν τη μονή, που έκτοτε τιμά τους Αγ. Ανάργυρους. Έκτισαν εδώ νέο καθολικό και μερικά ακόμη κελιά, ενώ μετέφεραν μαζί τους ορισμένα ιερά κειμήλια και λείψανα αγίων από την Κωνσταντινούπολη, με σημαντικότερο το ξυλόγλυπτο τέμπλο της Παναγίας Βλαχερνίτισσας. Περί το 1470 ο όσιος Νεκτάριος ασκητεύει για μικρό διάστημα εδώ και το 1734 η μονή καταστρέφεται από επιδρομές Τουρκαλβανών. Τότε, ο μοναχός Γεράσιμος ανακατασκευάζει το μοναστήρι το 1754 και ιδρύει κρυφό σχολείο, όπως γινόταν εξάλλου στα περισσότερα μοναστήρια στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Το 1800 περίπου ανοικοδομείται ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής πάνω στο αγίασμα και το 1858 το νέο καθολικό της μονής, μια τρίκλιτη, ξυλόστεγη βασιλική, που σώζεται ως τις μέρες μας[1]. Κατά τη διάρκεια των τραγικών γεγονότων του Μακεδονικού Αγώνα, η μονή προσέφερε τα μέγιστα. Τον Αύγουστο του 1903 συγκεντρώθηκαν εδώ περίπου 5000 γυναικόπαιδα από τα γύρω χωριά που δέχονταν τις εγκληματικές ενέργειες των βουλγαρικών κομιτάτων, στα οποία έστελνε κρυφά προμήθειες ο Μητροπολίτης Καραβαγγέλης[2]. Το 1905 δολοφονήθηκε ο ηγούμενος της μονής Γαβριήλ. Στη συνέχεια του αγώνα παρείχε καταφύγιο σε πολλούς έλληνες αγωνιστές και συντηρούσε ελληνικό σχολείο. Όμως, το φιλανθρωπικό έργο της μονής δεν σταματά εδώ, καθώς ήδη από τον 19ο αι. υπήρχε Ιερατική Σχολή και στη διάρκεια του 20ου λειτούργησε άσυλο ασθενών-απόρων ηλικιωμένων και παιδικές κατασκηνώσεις. Την δεκαετία του 1930, μετά από ένα διάταγμα περί συγχωνεύσεως των μονών, ανέλαβε (μέχρι σήμερα στα περισσότερα) την διαχείριση της Αγ. Παρασκευής Βασιλειάδας, των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Τσούκας και Αετού, του Αγ. Νικολάου Κορομηλιάς και του Αγ. Γεωργίου Επταχωρίου, ως μετόχια της. Στον Εμφύλιο πυρπολήθηκε το καθολικό και καταστράφηκαν πολλά αρχεία της πλούσιας βιβλιοθήκης, με αποτέλεσμα η μονή να εισέλθει σε μια περίοδο παρακμής με μόνο μοναχό τον γέροντα Αμβρόσιο. Από το 1987 ξεκίνησε η ανασυγκρότηση και επέκταση της μονής, που διαθέτει πλέον πλήθος παρεκκλησιών και μια αξιόλογη βιβλιοθήκη.




Η εσωτερική αυλή του μοναστηριού.
Διακρίνεται ο ναός Ζωοδόχου Πηγής και το αρχονταρίκι
Η νότια πτέρυγα της μονή και ο ναός του Αγ. Νεκταρίου


Μονή Παναγίας Μαυριώτισσας
Ο προαύλειος χώρος της Παναγίας Μαυριώτισσας
     Η Παναγιά Μαυριώτισσα αποτελεί ίσως το πιο όμορφο και γνωστό μοναστήρι της περιοχής. Βρίσκεται σε μια μια μικρή εσοχή του βουνού της λίμνης, δίπλα στην όχθη, περιστοιχισμένη από αιωνόβια πλατάνια. Ο H. Gregoire πρώτος αναφέρει την ίδρυση της Παναγίας Μεσονησιώτισσας, όπως αρχικά ονομαζόταν η μονή, από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ Κομνηνό το 1082[3], που προφανώς έγινε αμέσως μετά την κατάληψη της πόλης από τους Νορμανδούς. Ο Αλέξιος για να καταλύσει την ισχυρή άμυνα της πόλης αποβιβάστηκε με βάρκες στην πίσω πλευρά της χερσονήσου της λίμνης και αιφνιδίασε τον εχθρό[4]. Πιθανότατα, αποβιβάστηκε στο σημείο της μονής, που όμως δεν γνωρίζουμε αν προϋπήρχε ναός. Η αρχική μορφή του καθολικού περιλάμβανε την μικρή βασιλική και τον νάρθηκα, που επισκευάστηκαν στις αρχές του 13ου αι. Οι υπέροχες εξπρεσιονιστικές τοιχογραφίες που την κοσμούν είναι κυρίως του 12ου αι. και έχουν μια ιδιαίτερα ελεύθερη και πρωτότυπη θεματολογία. Στα επόμενα χρόνια τη μονή χορηγεί ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος και επισκευάζεται στα τέλη του 14ου αι. από τον άρχοντα Radislav Hlapen, κατά τη σέρβικη κυριαρχία στην πόλη[5]
Κάτοψη του καθολικού και του παρεκκλησίου του Αγ. Ιωάννη
(σχέδιο Ν. Μουτσόπουλου)
Τον 16ο αι. κτίζεται δίπλα ακριβώς το παρεκκλήσι του Αγ. Ιωάννη Θεολόγου και τον 18ο αι. κτίζεται το κοντινό παρεκκλήσι του Αγ. Νικολάου, ενώ ανακαινίζεται πάλι η μονή. Αδιαλείπτως, αποτελούσε πνευματικό κέντρο και σημείο αναφοράς για την πόλη[6]. Το όνομα Μαυριώτισσα αναφέρει ο Μουτσόπουλος πως το απέκτησε πολύ αργότερα από το χωριό Μαύροβο, στην απέναντι όχθη από το μοναστήρι, που το είχε υπό την κηδεμονία του. Ακόμη, και άλλα χωριά, όπως η Ομορφοκκλησιά, το Ζευγοστάσιο και η Τσούκα, ήταν κατά κάποιο τρόπο αφιερωμένα στη μονή[7]. Στον 20ο αι. η μονή δεν είχε μοναχούς, αλλά τα τελευταία χρόνια έγιναν εργασίες συντήρησης και οι πρόσφατα εγκατεστημένοι, δραστήριοι μοναχοί τελούν πλέον καθημερινώς λειτουργίες και υποδέχονται τους πολυάριθμους επισκέπτες. Σώζονται σήμερα οι μικρές βασιλικές του καθολικού της Κοίμησης της Θεοτόκου και του Αγ. Ιωάννη Θεολόγου, το ηγουμενείο-αρχονταρίκι με τα κελιά και το κωδωνοστάσιο, ενώ έχει δημιουργηθεί μια μικρή έκθεση. Το 2000 ο πλάτανος 900 ετών μπροστά από τη μονή χαρακτηρίστηκε ως μνημείο φυσικού κάλλους.
Η νότια είσοδος της παραλίμνιας μονής
           
Μονή Παμμεγίστων Ταξιαρχών Τσούκας    
Το συγκρότημα των Ταξιαρχών Τσούκας
σκαρφαλωμένο στους βράχους
Το βυζαντινό μοναστήρι της Τσούκας βρίσκεται σκαρφαλωμένο στην κόψη ενός ιλιγγιώδους βάραθρου, 1.5 χλμ. δυτικά από τον οικισμό της Αγίας Άννας και 21 από την πόλη της Καστοριάς. Το γύρω τοπίο έχει μια άγρια ομορφιά, με μεγάλους κάθετους γκρεμνούς που εδράζονται στην κοίτη ενός μικρού παραποτάμου του Αλιάκμονα, του Στενορέματος. Το ρέμα διαρρέει το μικρό φαράγγι, σχηματίζοντας μάλιστα έναν φαντασμαγορικό καταρράκτη στο βραχώδες υπόστρωμα. Η κτητορική επιγραφή του καθολικού, που σήμερα έχει χαθεί,  ανέφερε ως έτος ίδρυσης το 1255[8], λίγα χρόνια δηλαδή πριν την ανάληψη της εξουσίας από τη δυναστεία των Παλαιολόγων. Γνωστές επίσης είναι οι δωρεές  των Παλαιολόγων αυτοκρατόρων για την τοιχογράφηση της μονής στα τέλη του 13ου αι[9]. Το μοναστήρι αποτελούσε συνέχεια της αρχικής εγκατάστασης ασκητών στις σπηλιές των βράχων, και αναπτύχθηκε σε μια στενή επίπεδη λωρίδα του γκρεμού. Από το καθολικό διέρχεται και το νερό μιας πηγής που χύνεται στον παραπόταμο, δημιουργώντας προβλήματα στη στατικότητα του κτιρίου.  Σε μεταγενέστερη εποχή, άγνωστο πότε, δημιουργήθηκε πλησίον ένας μικρός οικισμός με το όνομα Τσούκα, που έδωσε το όνομά του στη μονή. Ο Σχινάς το 1886 αναφέρει 150 οικογένειες[10], ενώ στις πρώτες απογραφές του ελληνικού κράτους αριθμούνται 150 άτομα περίπου, μέχρι την εγκατάλειψή του στον Εμφύλιο πόλεμο.Το 1955 μετονομάστηκε σε Αρχάγγελος και σήμερα υπάρχουν μόνο μερικά ερείπια στη θέση του. Όσον αφορά, τη μονή διέθετε μεγάλη περιουσία, ανακαινίστηκε το 1874 και αναδείχθηκε ως πνευματικό κέντρο της γύρω περιοχής, ενώ δέχθηκε αρκετές ληστρικές επιδρομές Τουρκαλβανών. Ακόμη, αποτελούσε άβατο, καθώς οι γυναίκες εισέρχονταν μόνο μέχρι τον ναό της Ζωοδ. Πηγής στην κορυφή του βράχου, που κτίστηκε το 1924.  Από το 1931 υπεισέρχεται στην δικαιοδοσία της μονής Αγ. Αναργύρων, ως μετόχι της. Τελικώς το μοναστήρι καταστράφηκε το 1943 από ιταλούς στρατιώτες και ερήμωσε[11]. Σήμερα σώζονται το καθολικό των Ταξιαρχών, ο ναός της Ζωοδ. Πηγής, η θολοσκέπαστη με σχιστόλιθους τράπεζα της μονής και μερικά χαλάσματα. Το 1961 ανακηρύχθηκε βυζαντινό μνημείο, χωρίς όμως να έχουν γίνει κάποιες αναστηλωτικές εργασίες.
Η τράπεζα της μονής
Το καθολικό των Ταξιαρχών
και στο βάθος ο καταρράκτης






































Παλαιομονάστηρα
      Εκτός όμως από τις μονές που σώζονται ως τις μέρες μας, γνωστή είναι η ύπαρξη και άλλων βυζαντινών και μεταβυζαντινών παλιομονάστηρων στην περιοχή, που αφανίστηκαν εξαιτίας διάφορων λόγων στο διάβα των αιώνων. Οι πληροφορίες μας γι’ αυτά είναι περιορισμένες και πιθανότατα παρουσιάζουν πολλές ελλείψεις. Αρχικώς, μονή αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου φαίνεται να υπήρχε κοντά στην κορυφή του όρους Βόϊο, ανάμεσα από τα παλιοχώρια Παλιοκρίμμινι και Δριάνοβο. Ο Δ. Τσίγκαλος σύμφωνα με μια λίθινη επιγραφή τοποθέτησε την ίδρυσή του στα τέλη του 10ου αι[12]. Ακόμη, τη μονή αναφέρει ο Μητροπολίτης Φιλάρετος και ότι μάλλον διατηρούσε ως μετόχι της αυτή των Εισοδίων Θεοτόκου Ζώνης[13].
       Ένα βυζαντινό καστρομονάστηρο υπήρχε επίσης σε ένα ξέφωτο του όρους Όρλοβο 4 χλμ. ΝΑ του χωριού Βατοχώρι, που ανήκει στη Μητρόπολη Καστοριάς και τον Νομό Φλώρινας. Ήταν αφιερωμένο στη Ζωοδόχο Πηγή και σήμερα στην τοποθεσία συναντά κανείς ίχνη τείχους και άλλων θεμελίων, τα οποία ο Γ. Αλεξίου ανάγει στον 9ο -10ο αι., καθώς και δύο ερειπωμένα μεταγενέστερα παρεκκλήσια, του Αγ. Αντωνίου και της Ζωοδόχου Πηγής[14].
Ο μεταβυζαντινός ναός του Αγ. Νικολάου στην Κρεπενή
           Στην ανατολική όχθη της λίμνης υπάρχουν ακόμη δύο ναοί, που πιθανότατα αποτέλεσαν καθολικά μονών στο παρελθόν. Ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος του 9ου αιώνα, που ερευνήθηκε πρόχειρα από τον Ν. Μουτόπουλο και σώζεται σε ερειπιώδη κατάσταση σήμερα, βρίσκεται σε έναν λόφο δίπλα στην ΒΑ ακτογραμμή της λίμνης, κοντά στο ομώνυμο χωριό Μεταμόρφωση. Γύρω από τον ναό εντοπίστηκαν ίχνη θεμελίων από κελιά και άλλες κατασκευές, που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στη θέση αυτή λειτουργούσε μοναστήρι. Επίσης, στην περιοχή Κρεπενή, νότια του Μαυροχωρίου, σώζεται ο μεταβυζαντινός ναός του Αγ. Νικολάου (16ος αι.), που πρέπει να αποτελούσε κι αυτός καθολικό μιας μονής. Στην εγγύς περιοχή βρισκόταν μάλιστα κτήματα της Παναγιάς Μαυριώτισσας, γεγονός που ίσως δηλώνει κάποια σχέση της με το μοναστήρι εδώ.   
Ο ναός Αγ. Γεωργίου Ομορφοκκλησιάς
Το υπερμέγεθες ανάγλυφο του Αγ. Γεωργίου
            Στα τέλη του 11ου ή τις αρχές του 12ου αι. ανάγεται και η ίδρυση του βυζαντινού ναού Αγ. Γεωργίου στην Ομορφοκκλησιά. Ο ναός πρέπει να ήταν το καθολικό ενός μοναστηριού κατά την Ύστερη Βυζαντινή Εποχή και τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας. Βρίσκεται 15 χλμ. περίπου ΝΔ της Καστοριάς, όπου σταδιακά δημιουργήθηκε γύρω του ο μικρός οικισμός της Ομορφοκκλησιάς (Γκάλλιστας). Βέβαια, η υπέρθυρη κτητορική επιγραφή του ναού αναφέρει το έτος 1286/87, που οι άρχοντες Νετζάδες, Ανδρόνικος, Νικηφόρος και Ιωάννης ανέλαβαν τα έξοδα της ανοικοδόμησης, στα χρόνια του Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄Παλαιολόγου[15]. Το καθολικό είναι ένας τετράστηλος εγγεγραμμένος σταυροειδής ναός με νάρθηκα, όπου προστέθηκαν λίγο αργότερα πλευρικά παρεκκλήσια, στοές, εξωνάρθηκας και κωδωνοστάσιο[16]. Έρευνες για το ναό δημοσιοποίησαν οι Ν. Παππαδάκις, Ν. Γιαννόπουλος, Π. Τσαμίσης, D. Nicol, Ε. Στίκας, Φ. Χατζηαναστασίου, Α. Ξυγκόπουλος, Ν. Μουτσόπουλος, Μ. Παϊσίδου και Ε. Τσιγαρίδας. Ο ναός αγιογραφήθηκε το 1287 και εντύπωση προκαλεί η σπάνια ξυλόγλυπτη εικόνα - ξόανο , που ομοιάζει με άγαλμα, του Αγίου Γεωργίου, δυτικής τεχνοτροπίας. Το ξόανο μεταφέρθηκε εδώ μάλλον από την Κωνσταντινούπολη και η χρονολόγησή του ανάγεται περίπου στον 14ο αι. Ένα ακόμη ξόανο του Αγ. Δημητρίου προέρχεται από τον ναό [17]. Τέτοια ανάγλυφα είναι εξαιρετικά σπάνια στη βυζαντινή τέχνη, μόνο λίγα σώζονται σήμερα, μεταξύ των οποίων αυτό του Αγ. Γεωργίου από την Αγ. Παρασκευή Οικονόμου της Καστοριάς, που φυλάσσεται στο Βυζαντινό Μουσείο Αθήνας[18]. Πρώτη αναφορά για τη σταυροπηγιακή μονή συναντούμε στον Κώδικα της Μητρόπολης Καστοριάς το 1684, όπου έγινε μετόχι της Μονής Μαυριώτισσας[19]. Σήμερα, ο σώζεται μόνο ο ναός με το ξυλόγλυπτο του Αγ. Γεωργίου, όπου συρρέουν πολλοί προσκυνητές και θέτουν τα αφιερώματά τους στον Άγιο.  
     Επίσης, στο φαράγγι της Κορομηλιάς, βορειότερα από την σωζόμενη μονή του Αγ. Νικολάου, υπήρχε το βυζαντινών χρόνων μάλλον μοναστήρι των Παμμεγίστων Ταξιαρχών. Στη θέση αυτή υπάρχουν ακόμη πολλά βυζαντινά ασκηταριά, φωλιασμένα σε μικρές σπηλιές των απόκρημνων βράχων.
Το εξωκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής Πεύκου, στη θέση
παλαιότερης μονής
     Στην περιοχή δυτικά του Πεύκου φαίνεται να υπήρχε η μεταβυζαντινή μονή Ζωοδόχου Πηγής, που μαζί με αυτή του Προφ. Ζαχαρία αποτελούσαν μοναστήρια του μεγάλου και ακμάζοντος οικισμού του Λιανοτοπίου κατά τον 17ο και 18ο αι. Κοντά στη μονή, που είχε ερημώσει ήδη από τον 19ο αι., εγκαταστάθηκαν τουρκαλβανοί κτηνοτρόφοι, δημιουργώντας τον μικρό και εφήμερο οικισμό Λιβάδια Τούχουλης (Τσαϊρ). Ο οικισμός αυτός αριθμούσε 25 κατοίκους στην πρώτη ελληνική απογραφή, καθώς ερήμωσε μετά από τις βιαιοπραγίες και τους διωγμούς από ελληνικά σώματα, που προέβησαν σε αντίποινα και απελευθέρωσαν την περιοχή στα τέλη του 1913. Μετά την απελευθέρωση οι ντόπιοι κάτοικοι έκτισαν ένα νέο εξωκλήσι στη θέση αυτή, το οποίο σώζεται, και γιόρταζαν μέχρι πριν μερικά χρόνια την ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής με υπαίθριο πανηγύρι. Οι κάτοικοι διατηρούν ακόμη και σήμερα το προσωνύμιο ''μοναστήρι'' για το εξωκλήσι, όπου δεν έφτανε δρόμος μέχρι τη δεκαετία του '70.
                Ανάμεσα από τα χωριά Τρίλοφος (Σλήμνιτσα) και Αρζά Αλβανίας, πολύ κοντά στα σύνορα, βρισκόταν η μονή Τιμίου Προδρόμου, η οποία ήταν ερειπωμένη ήδη κατά τον 19ο αι. Τις ελάχιστες πληροφορίες γι’ αυτή διασώζει ο Μητροπολίτης Φιλάρετος από προφορικές παραδόσεις του αλβανικού σήμερα χωριού Νικόλιτσα. Στον ίδιο οικισμό υπάρχουν σήμερα και τα ερείπια της μονής του Αγ. Γεωργίου. Ακόμα ένα μοναστήρι, που βρίσκεται σήμερα σε αλβανικό έδαφος, μνημονεύεται ως μονή της Μητρόπολης Καστοριάς, αυτό των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου που διατηρείται σήμερα έξω από το χωριό Βυθκούκι, 25 χλμ. ΝΔ της Κορυτσάς[20]. Στην περιοχή του νότιου τμήματος του Γράμμου υπήρχε ακόμη την περίοδο της Τουρκοκρατίας η μονή Αγίου Παντελεήμονος Χρυσής, που απέχει 1 χλμ. περίπου του σύγχρονου οικισμού. Σήμερα, σώζεται το καθολικό, σε μικρή απόσταση νότια του νεκροταφείου του χωριού. 
    
Η Παναγία Μουζεβίκη (Αγ. Μηνάς) λειτουργούσε
ως καθολικό μοναστηριού



       Τέλος, γνωρίζουμε από τον κώδικα της Μητροπόλεως Καστοριάς και άλλα εκκλησιαστικά έγγραφα την ύπαρξη μιας σειράς μονών μέσα στον αστικό ιστό της πόλης. Αναφορές γίνονται για τη μονή Παναγίας Ακαταμάχητης[21], που δεν έχει ταυτοποιηθεί η θέση της, όπως και οι μονές Αγίου Δημητρίου και Αγ. Νικολάου Κωστίτζη (Κωστίκη)[22]. Ως καθολικά μονών κατά τη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Εποχή εμφανίζονται οι σωζόμενες Παναγία Φανερωμένη, Παναγία Μουζεβίκη, Αγ. Γεώργιος Βουνού και Παναγία Βαρλαάμ (Τσιατσαπά)[23]. Επίσης, το 2007 ξεκίνησε ανασκαφή στη χερσόνησο της λίμνης στη θέση Μαγαζιά, όπου εικάζεται η ύπαρξη μονής στο όνομα του Προφ. Ζαχαρία.





                 Η Μονή Αγίων Αναργύρων (απόσπασμα από την εκπομπή Ιερά μονοπάτια της ΕΤ3)




πηγές εικόνων
Ν. Μουτσόπουλος, Καστοριά, η Παναγία Μαυριώτισσα, εκδ. Σωματείου Βυζαντινών Μνημείων και Αρχαιοτήτων Νομού Καστοριάς, Αθήνα, 1967
Ανωνύμου, Σοφία η Ασκήτισσα της Παναγίας, εκδ. Ι.Μ Γενεθλίου Θεοτόκου Κλεισούρας, Κλεισούρα, 2002
Ε. Γκοτσοπούλου- Μ. Χριστοδουλοπούλου (επιμ), Μοναστήρια Καστοριάς, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Καστοριάς, Καστοριά, 2008
panoramio.com
pefkos.gr




[1] Ε. Τζιάτζιος, Η ιερά μονή των Αγίων Αναργύρων Καστοριάς. Η ιστορία της ιδρύσεώς της, Μήνες, τ. 1 (1940)
[2] Α. Βακαλόπουλος, Η Mακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα (1894-1904), Μπαρμπουνάκης, Θεσ/νίκη, 1986, σ.
[3]  M. Lascaris, Byzantinoserbica, Saeculi XIV, Byzantion, Bruxelles, 1957, σ. 320
[4]  Α. Κομνηνή, Αλεξιάς, Στ' 1, Schopen-Reifferscheid, τ. 2,Bohn, 1839, σ. 185
[5] Ν. Μουτσόπουλος, Καστοριά, η Παναγία Μαυριώτισσα, εκδ. Σωματείου Βυζαντινών Μνημείων και Αρχαιοτήτων Νομού Καστοριάς, Αθήνα, 1967, σ. 45-56
[6] Γ. Γούναρης, Η Παναγιά Μαυριώτισσα της Καστοριάς, Πουρναράς, Θεσ/νίκη, 1993
[7] Ν. Μουτσόπουλος, Καστοριά, η Παναγία Μαυριώτισσα, εκδ. Σωματείου Βυζαντινών Μνημείων και Αρχαιοτήτων Νομού Καστοριάς, Αθήνα, 1967, σ. 5
[8] Π. Τσαμίσης, Η Καστοριά και τα μνημεία της, τύποις Αλευρόπουλου, Εν Αθήναις, 1949, σ. 219
[9] D.Nicol, Two churches of Western Macedonia, Byzantinisch Zeitschrift 49 (1956), σ. 99, 100
[10] Ν. Σχινάς, Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας-Ηπείρου, Εν Αθήναις, 1886, σ. 125
[11] Γ. Αλεξίου, Ιερά Μονή Ταξιαρχών Τσούκας Καστοριας, εκδ. Αλεξίου, Καστοριά, 2007, σ.
[12] Δ. Τσίγκαλος, Το Επταχώρι, χίλια χρόνια στις εθνικές επάλξεις, Θεσ/νίκη, 1979, σ. 130
[13] Φ. Βαφείδης, Περι των εν τη επαρχία Καστοριάς ιερών μονών, Εκκλησιαστική Αλήθεια 20 (1900), Εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, σ. 320
[14]  Γ. Αλεξίου, Το Βυζαντινό Μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής Βατοχωρίου της Ιεράς Μητρόπολης Καστοριάς, αδημοσίευτο, σ. 4
[15] Ν. Γιαννόπουλος, Ο εν Γκαλίτση (παρά την Καστοριάν) βυζαντιακός ναός και το εν αυτώ ξύλινον ανάγλυφο του Αγίου Γεωργίου, Byzantinisch-Neuegriechische Jahrbucher 4 (1923), σ. 93
[16] Ν. Μουτσόπουλος, Το ξύλινο ανάγλυφο του αγίου Γεωργίου στον ομώνυμο ναό της Ομορφοκκλησιάς και ορισμένες ξυλόγλυπτες εικόνες της περιοχής, Κληρονομιά 25 (1993), σ. 34
[17]  Π. Τσαμίσης, Η Καστοριά και τα μνημεία της, τύποις Αλευρόπουλου, Εν Αθήναις, 1949, σ. 149· Ε. Τσιγαρίδας, «Ανάγλυφες εικόνες σε ξύλο από την Καστοριά και την περιοχή της», ΔΧΑΕ 37 (2016) 87-106
[18] Ν. Μουτσόπουλος, Το ξύλινο ανάγλυφο του αγίου Γεωργίου στον ομώνυμο ναό της Ομορφοκκλησιάς και ορισμένες ξυλόγλυπτες εικόνες της περιοχής, Κληρονομιά 25 (1993), σ. 43, 44· Ε. Τσιγαρίδας, «Ανάγλυφες εικόνες σε ξύλο από την Καστοριά και την περιοχή της», ΔΧΑΕ 37 (2016) 87-106
[19] Π. Τσαμίσης, Η Καστοριά και τα μνημεία της, τύποις Αλευρόπουλου, Εν Αθήναις, 1949, σ. 121· Ε. Πελαγίδης, Ο Κώδικας της Μητροπόλεως Καστορίας 1665-1769, Θεσ/νίκη 1990, σ. 28
[20] Φ. Βαφείδης, Περι των εν τη επαρχία Καστοριάς ιερών μονών, Εκκλησιαστική Αλήθεια 20 (1900), Εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, σ. 318
[21] Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι πρόκειται για την Παναγία Κουμπελίδικη
[22] Εκτός αν αποτελεί διαφορετική ονομασία του σωζόμενου Αγ. Νικολάου Κασνίτζη
[23] Γ. Γκολομπίας, Τα σημειώματα των εκκλησιαστικών βιβλίων Καστοριάς, Μακεδονικά 25 (1985-86), Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών, σ. 319

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια με υβριστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο δεν θα δημοσιεύονται

Back to Top