Το Επταχώρι, φωλιασμένο στην κοιλάδα του Σαραντά- πορου ποταμού και ανάμεσα από τους ορεινούς όγκους Αρρένες και Βόιο, αποτελούσε έδρα ναχιγιέ στο τέλος της Οθωμανοκρατίας. |
Στις
τελευταίες δεκαετίες της Οθωμανοκρατίας η πόλη της Καστοριάς αποτελούσε έδρα
του ομώνυμου καζά, ο οποίος ανήκε στο Σαντζάκι Κορυτσάς και το Βιλαέτι
Μοναστηρίου. Μικρότερες διοικητικές υποδιαιρέσεις αποτελούσαν οι Ναχιγιέδες
Χρούπιστας (Άργους Ορεστικού), Κλεισούρας, Νεστραμίου (Νεστορίου),
Βουρβουτσικού (Επταχωρίου) και Κονομπλατίου (Μακροχωρίου)[1].
Περί τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αι. στον
Καζά της Καστοριάς ταξίδεψαν διαφόρων εθνικοτήτων περιηγητές και εθνογράφοι, που μνημονεύουν πληθυσμιακές
πληροφορίες για τους οικισμούς της περιοχής. Ενδεικτικά να αναφερθούν οι
Έλληνες Βασίλης Νικολαΐδης, Νικόλαος Σχινάς, Ζώτος Μολοσσός, Ανδρέας Αρβανίτης
και Αθανάσιος Χαλκιόπουλος, οι Άγγλοι Alan Wace και Maurice
Thomson, οι Γαλλοι Alexandre
Synvet και Victor
Berard, οι Γερμανοί Gustav
Weigand και Heinrich
Gelzer, οι βούλγαροι
Vasil Kanchov και Dimitar
Mishev (Brancoff) και ο Σέρβος Spiridon Gopcevic[2].
Παράλληλα, στα πρώτα έτη του 20ου αι. ο Huseyin Hilmi Pasa, γενικός επιθεωρητής των Βιλαετιών Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και Κοσόβου, διέταξε τη διενέργεια επίσημων απογραφών στις περιοχές της δικαιοδοσίας του. Όπως θα περίμενε εξάλλου κανείς, μεταξύ όλων των παραπάνω πηγών παρατηρούνται εντυπωσιακές διαφορές τόσο στα ίδια τα αριθμητικά δεδομένα όσο και στον ποσοστιαίο εθνολογικό διαχωρισμό. Τα φαινόμενο αυτό οφείλεται αφ’ ενός στις καθαρά τεχνικές παραμέτρους, δηλαδή την αδυναμία διενέργειας μιας συστηματικής και αξιόπιστης απαρίθμησης με τα μέσα της εποχής σε μια εθνολογικά μικτή περιοχή που παρατηρούνται συνεχείς μετακινήσεις πληθυσμών, και αφ’ ετέρου στις εθνικιστικές και πολιτικές σκοπιμότητες κάθε απογραφέα, που μάλλον αποτελούσε περισσότερο ένα εντεταλμένο όργανο κάποιας κυβέρνησης παρά έναν υποκειμενικό παράγοντα. Αντικείμενο της παρούσας μελέτης δεν αποτελούν τα στοιχεία των παραπάνω πηγών, αλλά αυτά των επίσημων απογραφών που διενεργήθηκαν στα πλαίσια του επίσημου ελληνικού κράτους, από την περίοδο της απελευθέρωσης μέχρι τις μέρες μας. Εξυπακούεται πως οι επίσημες ελληνικές απογραφές είναι περισσότερο ακριβείς, τουλάχιστον αναφορικά με τα αριθμητικά δεδομένα.
Παράλληλα, στα πρώτα έτη του 20ου αι. ο Huseyin Hilmi Pasa, γενικός επιθεωρητής των Βιλαετιών Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και Κοσόβου, διέταξε τη διενέργεια επίσημων απογραφών στις περιοχές της δικαιοδοσίας του. Όπως θα περίμενε εξάλλου κανείς, μεταξύ όλων των παραπάνω πηγών παρατηρούνται εντυπωσιακές διαφορές τόσο στα ίδια τα αριθμητικά δεδομένα όσο και στον ποσοστιαίο εθνολογικό διαχωρισμό. Τα φαινόμενο αυτό οφείλεται αφ’ ενός στις καθαρά τεχνικές παραμέτρους, δηλαδή την αδυναμία διενέργειας μιας συστηματικής και αξιόπιστης απαρίθμησης με τα μέσα της εποχής σε μια εθνολογικά μικτή περιοχή που παρατηρούνται συνεχείς μετακινήσεις πληθυσμών, και αφ’ ετέρου στις εθνικιστικές και πολιτικές σκοπιμότητες κάθε απογραφέα, που μάλλον αποτελούσε περισσότερο ένα εντεταλμένο όργανο κάποιας κυβέρνησης παρά έναν υποκειμενικό παράγοντα. Αντικείμενο της παρούσας μελέτης δεν αποτελούν τα στοιχεία των παραπάνω πηγών, αλλά αυτά των επίσημων απογραφών που διενεργήθηκαν στα πλαίσια του επίσημου ελληνικού κράτους, από την περίοδο της απελευθέρωσης μέχρι τις μέρες μας. Εξυπακούεται πως οι επίσημες ελληνικές απογραφές είναι περισσότερο ακριβείς, τουλάχιστον αναφορικά με τα αριθμητικά δεδομένα.
Το κεφαλοχώρι Νεστόριο χωρίζεται μέχρι σήμερα σε δύο διακριτές συνοικίες. |
Μετά την
απελευθέρωση του 1912 η περιοχή της Καστοριάς συγκρότησε την ομώνυμη υποδιοίκηση που υπαγόταν στο Νομό Φλωρίνης με έδρα τη γειτονική πόλη της
Φλώρινας. Ο Νομός Φλωρίνης τετρατομήθηκε στις Υποδιοικησείς Φλωρίνης,
Καστοριάς, Πρεσπών και Σόροβιτς (Αμυνταίου). Τα πρώτα μεταβατικά έτη, στις «Νέες Χώρες», δηλαδή τις περιοχές της
Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Θράκης, της Κρήτης και των Νησιών του Βορείου
Αιγαίου, δεν εφαρμόστηκε το σύστημα διοικητικής διαίρεσης που ίσχυε στην
υπόλοιπη επικράτεια. Μόλις το 1918 ιδρύθηκαν οι 61 κοινότητες της Υποδιοίκησης
Καστοριάς[3],
έτσι κατά τη διενέργεια της πρώτης επίσημης απογραφής το 1913 αναφέρονται μόνο
οι ονομασίες των 106 οικισμών. Ο πραγματικός πληθυσμός της υποδιοίκησης στην
πρώτη απογραφή ήταν 61952 κάτοικοι, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι οικισμοί της
κοιλάδας των Κορεστίων που υπάγονταν για κάποιο διάστημα στις Πρέσπες. Στην
επόμενη απογραφή του 1920 καταργούνται οι Υποδιοικήσεις Πρεσπών και Σόροβιτς και ενσωματώνονται σε αυτή της Φλώρινας. Η Υποδιοίκηση Καστοριάς παρουσιάζει
μια σημαντική πληθυσμιακή μείωση της τάξεως του 10% και έχει πραγματικό
πληθυσμό 56081 κατοίκους. Η ελάττωση οφείλεται στην υπερπόντια μετανάστευση
αρκετών κατοίκων και την εθελούσια αμοιβαία ανταλλαγή πληθυσμών που προβλεπόταν
μεταξύ της Ελλάδας και της Βουλγαρίας στη Συνθήκη του Νεϊγύ (1919)[4].
Ακόμη, στο εξής υπάγονται διοικητικά στην περιοχή οι οικισμοί των Νότιων Κορεστίων,
εκτός το Μακροχώρι και τον Μελά που θα ενσωματωθούν το 1929[5].
Μεγάλες πληθυσμιακές μειώσεις παρατηρήθηκαν σε όλους τους μεγάλους οικισμούς με
εξαίρεση το Άργος Ορεστικό και την Κορησό. Η Καστοριά, το Νεστόριο, το
Βογατσικό και το Λέχοβο χάνουν ένα σημαντικό τμήμα των κατοίκων τους, ενώ
κατακρημνίζονται δημογραφικά κάτω από 50% οι άλλοτε ακμάζουσες κωμοπόλεις
Κλεισούρα και Βασιλειάδα, που δείχνουν να ακολουθούν στο εξής μια μη αναστρέψιμη
καθοδική πορεία.
Στην απογραφή
του 1928 κάνουν την εμφάνισή τους μεγάλες διαφορές σε σχέση με τις δύο
προηγούμενες. Σημαντικότερη είναι η de jure ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και
Τουρκίας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι γηγενείς μουσουλμάνοι αποπέμπονται
και δίνουν τη θέση τους σε χριστιανούς της Ανατολής που ήρθαν κυρίως από τις
περιοχές του Πόντου και της Προποντίδας[6].
Η Υποδιοίκηση Καστοριάς, που είχε μετατραπεί ήδη σε Επαρχία, παρουσιάζει
πληθυσμιακή σταθερότητα παρά τις εκατέρωθεν μετακινήσεις και έχει πραγματικό
πληθυσμό 56596 άτομα. Άλλη σημαντική αλλαγή είναι η μετονομασία των
περισσοτέρων οικισμών της περιοχής το διάστημα 1926-28[7],
ώστε να αποκτήσουν ελληνοπρεπή και πιο εύηχα ονόματα[8].
Έτσι, ενώ στις δύο πρώτες απογραφές οι οικισμοί καταχωρούνται με τις παλιές
ονομασίες της Οθωμανοκρατίας, σε αυτή του 1928 εμφανίζονται με τα νέα ονόματα.
Στον παρακάτω επιμέρους αλλά και τον συγκεντρωτικό πίνακα που θα παρουσιαστεί στο επόμενο μέρος αναφέρονται οι νέες
ονομασίες, ώστε να γίνονται άμεσα κατανοητές. Μια ακόμη εξαιρετικά ενδιαφέρουσα
αλλά λιγότερο γνωστή μεταβολή είναι η παραχώρηση 14 μικτών εθνολογικά οικισμών
από το ελληνικό στο αλβανικό κράτος, έξι από τους οποίους προέρχονταν από την
Υποδιοίκηση Καστοριάς: Βερνίκι, Βίδοβα, Ζάγραδετς, Καπεστίτσα, Κορίλλα και
Τερστενίκ. Το ενδιαφέρον έγκειται στο
γεγονός ότι η κατακύρωση αυτών των 14 χωριών στην Αλβανία δεν έγινε κατά την
πρώτη χάραξη της διασυνοριακής γραμμής με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (1914),
αλλά 11 χρόνια αργότερα με την οριστική χάραξη. Αν και αποτελούσαν αναπόσπαστα τμήματα
της ελληνικής επικράτειας παραχωρήθηκαν πραξικοπηματικά από τις Μεγάλες
Δυνάμεις, χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις από την ασθμαίνουσα ελληνική κυβέρνηση[9].
Το 1928 η Επαρχία Καστοριάς περιλάμβανε τον Δήμο Καστοριάς και 73 κοινότητες[10].
Το Άργος Ορεστικό εξελίχθηκε μετά την απελευθέρωση στο δεύτερο μεγαλύτερο οικιστικό κέντρο της περιοχής. |
Μετά τις πολεμικές
επιχειρήσεις των δεκαετιών του 1910 και του 1920 και τις ανταλλαγές πληθυσμών η
κατάσταση στην επαρχία ομαλοποιείται και αρχίζουν να μπαίνουν ισχυρές
εκσυγχρονιστικές βάσεις. Η αναμόρφωση της αγροτικής παραγωγής με πιο αποδοτικές
καλλιέργειες όπως τα καπνά, τα αμπέλια και οι δενδροφυτείες, η ανάπτυξη της
βιοτεχνίας γούνας και της ταπητουργίας σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση
στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οδήγησαν στον περιορισμό της οικονομικής μετανάστευσης, την οικονομική πρόοδο των κατοίκων και επακόλουθα στη ραγδαία
πληθυσμιακή μεγέθυνση της επαρχίας[11].
Το 1940, στην απογραφή που διενεργήθηκε μόλις 12 ημέρες πριν το ξέσπασμα του
πολέμου, καταγράφεται μια εντυπωσιακή πληθυσμιακή αύξηση 20% σε σχέση με το
1928. Ο πραγματικός πληθυσμός της επαρχίας το 1940 ήταν 68237 άτομα, που
διανέμονταν σε ένα δήμο και 75 κοινότητες. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη τιμή που
πήρε από την απελευθέρωση μέχρι σήμερα. Η πόλη της Καστοριάς ξεπερνά τους 11000
κατοίκους και το Άργος Ορεστικό αναδεικνύεται ήδη από τα προηγούμενα χρόνια
στον δεύτερο ημιαστικό πυρήνα της επαρχίας. Όλοι σχεδόν οι οικισμοί της
επαρχίας παρουσιάζουν αύξηση για τελευταία φορά, εκτός από την Κλεισούρα και το
Βογατσικό που εξακολουθούν να φθίνουν. Μοναδική διοικητική μεταβολή από το 1928
είναι η πρόσκαιρη ενσωμάτωση του ορεινού οικισμού της Αετομηλίτσας από την
Επαρχία Κονίτσης[12].
Το Λέχοβο, στις ανατολικές πλαγιές του Βιτσίου, μέχρι το 1942 υπαγόταν στην Επαρχία Καστοριάς. |
Στην περίοδο της
κατοχής η περιοχή της Καστοριάς συμπεριελήφθη στο ιταλικό τμήμα και τον Ιούνιο
του 1941 εγκαταστάθηκαν στην πόλη και το Άργος Ορεστικό ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις.
Τον Ιούλιο του ίδιου έτους ιδρύθηκε από την κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου ο
Νομός Καστοριάς, που αποσχίστηκε από αυτόν της Φλώρινας[13].
Η λειτουργία της νομαρχίας, του δήμου και των κοινοτήτων συνεχίστηκαν, μόνο που
τώρα οι τοπικοί άρχοντες διορίζονταν από τις κατοχικές δυνάμεις. Οι Ιταλοί
κήρυξαν το Νομό Καστοριάς ως zona
reservata, δηλαδή ως ζώνη υπό δέσμευση και όχι απλά υπό κατοχή, μαζί με
τους Νομούς Ιωαννίνων, Θεσπρωτίας και Άρτας. Με άλλα λόγια οι Ιταλοί
προσπάθησαν να προσαρτήσουν μόνιμα αυτές τις περιοχές στο προτεκτοράτο της
Αλβανίας όπως συνέβη με την Βόρεια Ήπειρο, ανεξάρτητα από την έκβαση του Β’
Παγκοσμίου Πολέμου. Παράλληλα, ο δήμαρχος της γειτονικής αλβανικής Βίγλιστας
οργάνωσε στην Καστοριά συγκέντρωση υπογραφών για την ενσωμάτωση της περιοχής
στην Αλβανία. Τότε υπέγραψαν μια ομάδα δοσίλογων της πόλης, αλλά το σχέδιο δεν
ευοδώθηκε[14]. Τον Σεπτέμβριο του 1943, μετά τη
συνθηκολόγηση της Ιταλίας, οι Γερμανοί ανέλαβαν την εξουσία στην πόλη μέχρι τον
Οκτώβριο του 1944, οπότε αποχώρησαν οριστικά. Το διάστημα αυτό εκτοπίστηκαν από
την πόλη 763 άτομα της εβραϊκής κοινότητας, τα οποία μεταφέρθηκαν στην Πολωνία
και εξοντώθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Έτσι, συντελέστηκε και η τελευταία
εθνολογική ανακατάταξη στην περιοχή, που στο εξής κατοικούνταν αποκλειστικά από
χριστιανικούς πληθυσμούς. Το 1942 ολόκληρη η περιοχή των Πρεσπών και των Βoρείων Κορεστίων με 20
κοινότητες εντάσσονται στον Νομό Καστοριάς, αλλά η απόφαση ανακαλείται μόλις
δύο έτη μετά[15].
Επίσης, μεταφέρθηκαν από τον ιταλοκρατούμενο Νομό Καστοριάς στον
γερμανοκρατούμενο της Φλώρινας οι οικισμοί Κλεισούρα, Λέχοβο και Βαρικό, ώστε
να ελέγχουν οι γερμανικές δυνάμεις το στρατηγικής σημασίας πέρασμα Νταούλι. Η
Κλεισούρα βέβαια επανεντάχθηκε στην Καστοριά το 1950[16].
Ο οικισμός Δενδροχώρι στο Μάλι-Μάδι ερημώθηκε παντελώς στο τέλος του Εμφυλίου Πολέμου και επανοικίστηκε το 1958 |
Με την αποχώρηση
των γερμανικών στρατευμάτων η περιοχή ελέγχονταν για παροδικό διάστημα από τις
δυνάμεις του ΕΑΜ, όπως η υπόλοιπη χώρα. Τους μήνες αυτούς η άσκηση της τοπικής
διοίκησης χαρακτηρίζεται από ασαφές καθεστώς, και γινόταν φυσικά από άτομα που
επρόσκειντο στο κίνημα αυτό. Μετά την Εαμοκρατία, που υπήρχαν διώξεις πολιτικά
δεξιών ατόμων, εγκαταστάθηκαν οι νέοι τοπικοί και άρχοντες και άρχισαν οι
αντίστροφες διώξεις εναντίον ατόμων της αριστεράς. Το 1945 διατάχθηκε από το
Υπουργείο Εξωτερικών η διενέργεια μια ανεπίσημης μυστικής απογραφής στους
Νομούς Καστοριάς, Φλωρίνης, Κοζάνης και Πέλλης, στην οποία θα καταγράφονταν
αναλυτικά οι σλαβόφωνοι κάτοικοι σε κάθε οικισμό. Η απαρίθμηση αυτή δεν
δημοσιεύθηκε ποτέ επίσημα από το ελληνικό κράτος και σώζεται στο αρχείο του
τοπικού πολιτικού Φίλιππου Δραγούμη. Τα χρόνια που ακολούθησαν ξεσπά ο Εμφύλιος
Πόλεμος και η περιοχή βρίσκεται στο επίκεντρο των αιματοκυλισμένων πολεμικών
επιχειρήσεων. Το 1947 χιλιάδες κάτοικοι ορεινών χωριών υποχρεώνονται από τον
εθνικό στρατό να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να εγκατασταθούν στη
συνωστισμένη Καστοριά και το Άργος Ορεστικό, ελάχιστοι από τους οποίους επέστρεψαν πίσω. Με το πέρας
του πολέμου τον Αύγουστο του 1949 χιλιάδες κάτοικοι των οικισμών του Γράμμου,
του Μάλι-Μάδι και του Βιτσίου καταφεύγουν με τα ηττημένα στρατεύματα του
Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Ένα σημαντικό
ποσοστό από αυτούς είχε εκφράσει τα φιλοβουλγαρικά ή αυτονομιστικά «μακεδονικά» αισθήματά του τόσο στο
διάστημα της κατοχής με την ένταξη στο Αξονοβουλγαρομακεδονικό Κομιτάτο, την
ΟΧΡΑΝΑ και το ΣΝΟΦ, όσο και στην περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου με την οικειοθελή
στρατολόγηση στο ΝΟΦ ή τα γιουγκοσλαβικά τμήματα Παρτιζάνων και το
αυτονομιστικό Τάγμα Γκότσε. Όμως, το μεγαλύτερο ποσοστό μάλλον αποτελούνταν από
απολιτικοποιημένους δίγλωσσους ή αποκλειστικά σλαβόφωνους χωρικούς οι οποίοι εξαναγκάστηκαν να
ακολουθήσουν τον ΔΣΕ. Παράλληλα, χιλιάδες παιδιά από τους ίδιους οικισμούς
εκπατρίστηκαν από τον ΔΣΕ σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης ή μεταφέρθηκαν σε
παιδουπόλεις της Νότιας Ελλάδας από τον κυβερνητικό στρατό[17].
Όλα τα παραπάνω γεγονότα του Εμφυλίου Πολέμου είχαν δραματικό αντίκτυπο στη
δημογραφική εικόνα του νομού. Στην επόμενη επίσημη καταμέτρηση του 1951 ο Νομός
Καστοριάς χάνει το 1/3 περίπου του πληθυσμού του και απογράφονται μόλις 46407
κάτοικοι. Ολόκληρα χωριά, όπως το Βαψώρι, ο Αγ. Δημήτριος, η Ιεροπηγή, το
Δενδροχώρι, ο Πολυάνεμος, η Κορφούλα, η Τσούκα, η Κάτω Πτεριά, το Λιβαδοτόπι,
το Γιαννοχώρι, το Μονόπυλο, η Σλήμνιτσα, το Γλυκονέρι, η Περιστέρα, ο
Μυροβλήτης, το Πριόνιο και το Κάτω Περιβόλι εξαφανίζονται κυριολεκτικά από τον
χάρτη και εμφανίζουν μηδενικό ή σχεδόν μηδενικό πληθυσμό. Τα περισσότερα από
αυτά δεν επανοικίστηκαν ποτέ και χαρακτηρίζονται μέχρι σήμερα ως
εγκαταλελειμμένα χωριά - φαντάσματα.
Ο ιδιαίτερα ορεινός οικισμός Βαψώρι ή Ποιμενικό. Η πολίχνη του δυτικού Βιτσίου αφανίστηκε κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο και παραμένει έως σήμερα ερειπωμένη (πίνακας Δ. Καλαμάρα). |
Οι μεγαλύτεροι οικισμοί στην Υποδιοίκηση / Επαρχία /
Νομό Καστοριάς
σε συνάρτηση με το υψόμετρο [πραγματικός (de facto) πληθυσμός][18]
|
||||||
ΕΤΟΣ
ΑΠΟΓΡΑΦΗΣ
|
||||||
Α/Α
|
1913
|
1920
|
1928
|
1940
|
1945
|
1951
|
1.
|
Καστοριά 7800
|
Καστοριά 6280
|
Καστοριά 10308
|
Καστοριά 11121
|
Καστοριά 6250
|
Καστοριά 9468
|
2.
|
Κλεισούρα 3200
|
Άργος Ορεστικό
3603
|
Άργος Ορεστικό
3605
|
Άργος Ορεστικό
4215
|
Άργος Ορεστικό
4100
|
Άργος Ορεστικό
4196
|
3.
|
Άργος Ορεστικό
2918
|
Νεστόριο 1979
|
Νεστόριο 1898
|
Νεστόριο 2677
|
Νεστόριο 2000
|
Νεστόριο 2731
|
4.
|
Νεστόριο 2731
|
Κορησός 1921
|
Βογατσικό 1601
|
Κορησός 1627
|
Μεσοποταμία 1643
|
Βογατσικό 2693
|
5.
|
Βογατσικό 2693
|
Βογατσικό 1701
|
Κορησός 1468
|
Μεσοποταμία 1552
|
Κορησός 1552
|
Κορησός 1731
|
6.
|
Βασιλειάς 2320
|
Κλεισούρα 1477
|
Κλεισούρα 1346
|
Βογατσικό 1509
|
Βογατσικό 1390
|
Μεσοποταμία 1271
|
7.
|
Κορησός 1731
|
Λέχοβο 1172
|
Λέχοβο 1292
|
Λέχοβο 1477
|
Μαυροχώρι 1305
|
Μαυροχώρι 1177
|
8.
|
Λέχοβο 1691
|
Βασιλειάς 1105
|
Μεσοποταμία 1083
|
Μαυροχώρι 1272
|
Γέρμας 1224
|
Γέρμας 1032
|
9.
|
Λιθιά 1297
|
Μαυροχώρι 1062
|
Μαυροχώρι 1065
|
Βασιλειάς 1247
|
Βασιλειάς 1136
|
Οινόη 1003
|
10.
|
Δενδροχώρι 1207
|
Μεσοποταμία 1021
|
Γέρμας 1024
|
Κλεισούρα 1194
|
Μακροχώρι 1031
|
Κωσταράζι 941
|
πηγές εικόνων
αρχείο Μορφωτικού Συλλόγου «Η Ορεστίς» Άργους Ορεστικού
αρχείο Πολιτιστικού Συλλόγου Νεστορίου «Νέστωρ»
αρχείο Ζ. Γακίδη
αρχείο Π. Φίτζιου
L. Pop-Janevski, Kosturskoto Selo D'mbeni, Aurora, Skopje, 1996
[1]
T. Sezen, Osmanli yer adlari (Alfabetik Sirayla), T.C. Basbakanlik Devlet Arsivleri Genel Murdurlugu, Ankara, 2006, σ. 89, 239, 301, 314, 317, 382. Στα τελευταία χρόνια της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διοικητικές υποδιαιρέσεις σε μειούμενη κλίμακα
αποτελούσαν το Βιλαέτι (Vilayet), το Σαντζάκι (Sancak), ο Καζάς
(Kaza) και ο Ναχιγιές (Nahiye).
Συγκριτικά με τα σύγχρονα δεδομένα, το πρώτο περιλάμβανε την έκταση μιας
γενικής διοίκησης, το δεύτερο μιας περιφέρειας, το τρίτο ενός νομού ή μιας
επαρχίας και το τέταρτο ενός δήμου.
[2]
B. Nicolaidy, Les Turcs et la Turquie contemporaine,
t. 2, F. Sartorius, Paris, 1859 /
Ν. Σχινάς, Οδοιπορικές σημειώσεις
Μακεδονίας, Ηπείρου, νέας οροθετικής γραμμής και Θεσσαλίας, τ. 1-2, τύποις Messager d’ Athenes, Εν Αθήναις, 1886 /
Β. Ζώτος, Δρομολόγιον της ελληνικής
χερσονήσου: αρχαιολογικόν, ιστορικόν, γεωγραφικόν, στρατιωτικόν, κριτικόν, γλωσσολογικόν, στατιστικόν και εμπορικόν, τομ. Δ’
Μακεδονία και Σερβία, τευ. Γ’, Εκ των καταστημάτων Κων. Αντωνιάδου, Εν Αθήναις,
1887 / Α. Αρβανίτης, Η Μακεδονία εικονογραφημένη, Εκ των
καταστημάτων του τυπογραφείου της «Αυγής»,
Εν Αθήναις, 1909 / Α. Χαλκιόπουλος, Η
Μακεδονία: Εθνολογική στατιστική Βιλαετιών Θεσσαλονίκης Μοναστηρίου, Εκ του τυπογραφείου Νομικής, Εν Αθήναις, 1910
/ A.J.B. Wace - M.S. Thompson,
The nomads of the Balkans, Methuen
& Co. Ltd., London, 1914 / A. Synvet, Les
Grecs de l’ Empire Ottoman: Etude statistique et ethnographique, L’ Orient
Illustre, Constantinople, 1878 / V. Berard, La
Turquie et l’ Hellenisme contemporain, Felix Alcan, Paris, 1893 / G.
Weigand, Die Aromunen: ethnographisch -
philologisch - historische Untersuchungen, τ. 1, Johann Ambrosius Barth, Liepzig, 1895 / H.
Gelzer, Vom Heiligen Berge und aus
Makedonien: Reisebilder aus den Athosklostern und dem Insurrektionsgebiet,
Teubner, Leipzig, 1904 / V. Kanchov, Makedonija:
Etnografia i statistika, Sofia, 1900 / D.M. Brancoff, La Macedoine et sa population chretienne, Librairie Plon, Paris,
1905 / S. Gopcevic, Makedonien und
Alt-Serbien, L.W. Seidel & Sohn, Wien, 1889
[3]
ΦΕΚ 259/Α’/29.12.1918
[4]
Για τις μετακινήσεις πληθυσμών από τους οικισμούς της περιοχής στη Βουλγαρία
βλέπε: Α. Πάλλης, Στατιστική μελέτη περί
των φυλετικών μεταναστεύσεων Μακεδονίας και Θράκης κατά την περίοδο 1912-1924,
Αθήναι, 1925 / Ι. Μιχαηλίδης, Σλαβόφωνοι
μετανάστες και πρόσφυγες από τη Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη (1912-1930),
διδακτορική διατριβή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ, Θεσ/νίκη, 1992
[5]
ΦΕΚ 39/Α’/ 15.02.1920 και ΦΕΚ 351/Α’/21.09.1929. Για όλες τις διοικητικές
μεταβολές των οικισμών της Ελλάδος βλέπε: Μ. Χουλιαράκης, Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971,
τ. Α’-Γ’, Εθνικόν Κέντρον Κοινωνικών Ερευνών, Αθήναι, 1973-76 / ΚΕΔΚΕ - ΕΕΤΑΑ, Λεξικό Διοικητικών Μεταβολών των Δήμων και
Κοινοτήτων, τ. Α’-Β’, Αθήνα, 2002. Επίσης, μπορούν να αναζητηθούν
διαδικτυακά: eetaa.gr (ιστότοπος
της Ε.Ε.Τ.Α.Α. Α.Ε. - Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης)
[6]
Για τους προσφυγικούς πληθυσμούς που εγκαταστάθηκαν στους οικισμούς της Καστοριάς βλέπε: Ε. Πελαγίδης, Η αποκατάσταση των προσφύγων στη Δυτική
Μακεδονία (1923-1930), Κυριακίδη, Θεσ/νίκη, 1994, σ. 76, 77, υποσημείωση
175
[7]
. Με το ΦΕΚ 413/Α’/22.11.1926 μετονομάστηκαν 35 οικισμοί της περιοχής, με το
ΦΕΚ/179/Α’/30.08.1927 5 οικισμοί, με το ΦΕΚ 206/Α’/28.09.1927 21 οικισμοί και
με το ΦΕΚ 156/Α’/08.08.1928 28 οικισμοί. Επίσης, ένας μικρός αριθμός οικισμών
άλλαξε επίσημη ονομασία μεταπολεμικά: με το ΦΕΚ/39/Α’/09.02.1950 μετονομάστηκαν
τρεις οικισμοί, με το ΦΕΚ 101/Α’/24.05.1954 ένας οικισμός και με το ΦΕΚ
287/Α’/10.10.1955 άλλοι τρεις. Συνολικά, άλλαξε η ονομασία σε 96 οικισμούς της
περιοχής της Καστοριάς. Στον ιστότοπο του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Ερευνών
υπάρχουν καταχωρημένες όλες οι μετονομασίες των οικισμών της Ελλάδας (pandektis.ekt.gr)
[8]
Η μετονομασία των ξενικών τοπωνυμίων της επικράτειας επιβλήθηκε με σχετικό
Βασιλικό Διάταγμα του 1909, οπότε καταρτίστηκε ειδική επιτροπεία από
σημαίνοντες λόγιους της εποχής, όπως οι: Ν. Πολίτης, Κ. Άμαντος, Γ.
Βερναρδάκης, Ι. Βογιατζίδης, Δ. Καμπούρογλου, Β. Κολοκοτρώνης, Σ. Κουγέας, Σ.
Κυριακίδης, Σ. Λάμπρος και Γ. Χατζηδάκης. Παράλληλα, σε κάθε κοινότητα και
νομαρχία συστηνόταν επιτροπές που έκαναν προτάσεις για την αλλαγή
ονοματοδοσίας, οι οποίες εγκρίνονταν ή απορρίπτονταν από την κεντρική
επιτροπεία. Για το θέμα της μετονομασίας των οικισμών βλέπε: Ν. Πολίτης, Γνωμοδοτήσεις περί μετονομασίας συνοικισμών
και κοινοτήτων, Επιτροπεία των Τοπωνυμιών της Ελλάδος, Τυπογραφείον Δημ. Μ.
Δελή, Αθήναι, 1920 / Β. Κολοκοτρώνης, Μελέτη
περί εξελληνισμού των ξένων τοπωνυμίων της Μακεδονίας, Ελληνική Γεωγραφική
Εταιρεία, Εν Αθήναις, 1925 / Σ. Κυριακίδης, Οδηγίαι
δια την μετονομασίαν κοινοτήτων και συνοικισμών εχόντων τουρκικόν ή σλαβικόν
όνομα, Υπουργείον Εσωτερικών - Διεύθυνσις Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, Εν
Αθήναις, 1926 / Μ. Χουλιαράκης, Γεωγραφική,
διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971, τ. Α’-Γ’,
Εθνικόν Κέντρον Κοινωνικών Ερευνών, Αθήναι, 1973-76 / Δ. Βαγιακάκος, Σχεδίασμα περί των τοπωνυμικών και
ανθρωπονυμικών σπουδών εν Ελλάδι 1833-1962 (επανέκδοση), Σύλλογος προς
Διάδοσιν Ωφέλιμων Βιβλίων, Αθήνα, 2005 / Ε. Κυραμαργιού, «Καινούργια ονόματα -
Καινούργιος χάρτης: οι μετονομασίες των οικισμών της Ελλάδας, 1909-1928», Τα Ιστορικά 52 ( Ιουν 2010) 3-26
[9]
Το θέμα των 14 οικισμών είναι μονάχα μια μικρή παράμετρος του Βορειοηπειρωτικού
Ζητήματος. Η Βόρεια Ήπειρος, αν και είχε συνεκτικούς ελληνικούς πληθυσμούς και
απελευθερώθηκε τρεις φορές από τα ελληνικά στρατεύματα, κατακυρώθηκε οριστικά
το 1921 στο αλβανικό κράτος. Τα γεωπολιτικά συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων
αγνόησαν επιδεικτικά τον αγώνα για την αυτονομία (1914) και τη διακήρυξη
ενσωμάτωσης στην Ελλάδα. Για την τελική χάραξη της ελληνο-αλβανικής μεθορίου
βλέπε: Η. Δημητρακόπουλος, Τα χερσαία
σύνορα της Ελλάδος, Institute
for Balkan Studies, Αθήνα, 1991
[10]
Η Κοινότητα Καστοριάς μετατράπηκε σε δήμο το 1929: ΦΕΚ 139/Α’/09.04.1929
[11]
Για την υπερατλαντική μετανάστευση των κατοίκων της περιοχής βλέπε: B. Gounaris, «Emigration from Macedonia in the
Early Twentieth century», Journal of Modern Greek Studies 7 (1989) 133-153 / C. Mandatzis, «Emigration from the district of
Kastoria, 1922-1930», Balkan Studies 37.1 (1996) 107-131
[12]
ΦΕΚ 327/Α’/16.08.1939. Ο οικισμός επανεντάχθηκε στην Επαρχία Κονίτσης του Νομού
Ιωαννίνων το 1950 με το ΦΕΚ 262/Α’/09.11.1950
[13]
ΦΕΚ 257/Α’/31.07.1941
[14]
Λ. Συνόπουλος, Απομνημονεύματα ενός
καστοριανού παιδιού της πιάτσας (1937-1957), Καστοριά, 1998, σ. 81-83 / Π.
Τσολάκης, Σελίδες μνήμης από το προσωπικό
ημερολόγιο του πατέρα μου, Θεσ/νίκη, 2009, σ. 61, 63
[15]
ΦΕΚ 269/Α’/20.10.1942 και ΦΕΚ 54/Α’/13.03.1944
[16]
ΦΕΚ 160/Α’/23.06.1942 και ΦΕΚ 188/Α’/28.08.1950
[17] Ρ.
Αλβανός, Κοινωνικές συγκρούσεις και
πολιτικές συμπεριφορές στην περιοχή της Καστοριάς (1922-1949), ανέκδοτη
διδακτορική διατριβή, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ, Θεσ/νίκη, 2005, σ. 429-438 / mmkm.kcl.ac.uk
[ιστότοπος Mapping
Migration in Kastoria, Macedonia - Refugee Studies Centre, University of Oxford
& Department of Digital Humanities (formerly Centre for Computing in
Humanities), King’s College London]
[18]
Το πράσινο χρώμα αντιστοιχεί στους πεδινούς οικισμούς μέχρι 750 μ. υψόμετρο, το
πορτοκαλί χρώμα αφορά τους ημιορεινούς οικισμούς από 750 έως 1000μ. υψόμετρο
και το καφέ στους ορεινούς οικισμούς με υψόμετρο άνω των 1000 μ. Λήφθηκε υπ’ όψιν
ο μέσος σταθμικός υψομέτρου κάθε οικισμού από το επίπεδο της θάλασσας, όπως
δημοσιεύθηκε στην απογραφή του 2001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια με υβριστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο δεν θα δημοσιεύονται