Κυριακή 17 Απριλίου 2011

Η οθωμανική κατάκτηση


Ο σουλτάνος Μουράτ Ι (1326-1389)
       Όπως, έχει προαναφερθεί άτακτοι Οθωμανοί έκαναν επιδρομές σε πολλές περιοχές των Βαλκανίων μετά την ήττα των Σέρβων ηγεμόνων Βουκασίν και Ουγλιέσα δίπλα στον πoταμό Έβρο (Μαρίτσα), το 1371. Ο νικητής σουλτάνος Μουράτ Ι, που είχε ήδη κάνει πρωτεύουσα την Ανδριανούπολη, άρχισε να εξαπλώνει την κυριαρχία του στην Ευρώπη, εγκαθιδρύοντας το Μπεηλερμπεηλίκι της Ρούμελης. Αρχικά, ανοργάνωτες επιδρομές στη Μακεδονία κάνουν οι οθωμανοί γαζήδες[1], λεηλατώντας εδάφη που εκείνο το διάστημα ανήκαν σε σέρβους άρχοντες. Συνέχεια παίρνουν συντονισμένες εκστρατείες υπό την ηγεσία του βεζύρη Καρα-Χαλίλ Χαϊρεντίν Πασά και του στρατηγού Γαζή Εβρενός Μπέη. Φανατισμένοι γαζήδες πολεμιστές, σπαχήδες ιππείς και γενίτσαροι επιτίθενται λυσσαλέα και κατακτούν στις δεκαετίες του 1380 και 1390 το σύνολο σχεδόν των εδαφών της βαλκανικής. Οι τελικές τύχες των χριστιανών κρίνονται στις μάχες του Κοσσυφοπεδίου (1389) και της Νικόπολης στο Δούναβη (1396), που νικηφόρα πέρασε ο οθωμανικός στρατός. Ο Μουράτ Ι σκοτώθηκε στο Κοσσυφοπέδιο[2] και οι πολεμικές επιχειρήσεις συνεχίστηκαν από τον Βαγιαζήτ Ι, ενώ ο Γαζή Εβρενός πέθανε το 1417 στα Γιαννιτσά, που αναδείχθηκε ως ιερή πόλη των Οθωμανών και φιλοξενεί μέχρι σήμερα το μαυσωλείο του[3]. Στις μνήμες των Τούρκων που μετοίκησαν στα Βαλκάνια ο Γαζή Εβρέν διατηρήθηκε ως ένα πρόσωπο με σχεδόν μυθικές ικανότητες, και οι μεταγενέστεροι Τούρκοι επαίρονταν ως ‘’παιδιά του Εβρενός’’. Η απόδοση σε αυτόν 129 χρόνων ζωής (1288-1417) και μάλιστα σε συνθήκες πολέμου, προφανώς οφείλεται στις υπερβολές τούρκικων λαϊκών παραδόσεων και τους οθωμανούς χρονογράφους του Μεσαίωνα, Εβλιγιά Τσελεμπή και Χατζή Κάλφα. Για την οθωμανική κατάκτηση της Μακεδονίας έκαναν μελέτες οι H. Inalcik[4] [5], Ε. Δημητριάδης[6], M. A Cook[7], Α. Βακαλόπουλος[8], C. Imber[9], Ι. Ψαράς[10], Π. Κατσώνης[11].
Ο αποκατεστημένος τάφος του Γαζή Εβρενός στα Γιαννιτσά
        Η κατάκτηση της Καστοριάς από τους Οθωμανούς δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως όσον αφορά τη χρονολογία και τις συνθήκες που επικρατούσαν, ενώ συγχέεται ακόμη και ο επικεφαλής των τουρκικών στρατευμάτων. Μια από τις πρώτες μαρτυρίες συναντούμε στο χρονικό του τούρκου περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή, ο οποίος δεν αναφέρει χρονολογία κατάκτησης, ενώ υποπίπτει σε αρκετά λάθη, μιας και αναφέρει αρχικά ως κατακτητή τον σουλτάνο Μουράτ ΙΙ[12], ενώ αργότερα υποστηρίζει ότι ο Γαζή Εβρενός κατέκτησε την πόλη από τους Βενετούς με τη βοήθεια των Ελλήνων[13]. Αντιθέτως, στην παράδοση των υπόδουλων Ελλήνων διατηρήθηκε ο μύθος της υποδούλωσης μετά από προδοσία, που αποτελεί παραλλαγή του λαϊκού μύθου του Κάστρου της Ωριάς[14]. Σύμφωνα με αυτόν η πολύμηνη πολιορκία της πόλης διασπάστηκε με δόλιο τρόπο, καθώς μια γερόντισσα σταλμένη από τους Τούρκους μπήκε στο κάστρο και το βράδυ άνοιξε το παραπύλι, απ’ όπου εισήλθαν οι κατακτητές. Ο ίδιος μύθος σώζεται και για την Αρμονία, τον οικισμό που φημολογείται ότι βρισκόταν στη θέση του σύγχρονου Άργους Ορεστικού[15] [16]. Φυσικά, όλο αυτό αποτελεί κατασκεύασμα των Ελλήνων της Τουρκοκρατίας στην προσπάθειά τους να τονίσουν την αποστροφή τους για τον κατακτητή, την ηρωική και παρά τη θέλησή τους υποταγή. Στη Σύγχρονη Εποχή ο Π. Τσαμίσης υποστήριξε την υποδούλωση από τον Γαζή Εβρενός και  την κτίση ενός μεγαλοπρεπούς τζαμιού στο όνομά του στη θέση του περίοπτου ναού της Παναγίας[17]. Επίσης, θεωρεί πως τα τοπωνύμια Γαζή Γερ και Τατάρ Ζαδέ στο Άργος Ορεστικό προήλθαν από την μάχη των Ελλήνων με τους Τούρκους πριν την υποδούλωση[18].
Οθωμανός ιππέας (σπαχής)
           Αξιοποιώντας όλα τα παραπάνω και την θέση του Α. Βακαλόπουλου ότι η Καστοριά υποδουλώθηκε μετά την δεύτερη κατάληψη της Βέροιας[19], ως κατακτητή πρέπει να θεωρούμε τον Γαζή Εβρενός και ως πιθανότερη χρονολογία το 1385[20], καθώς η λογική προστάζει ότι η κατάκτηση της Δυτικής Μακεδονίας ολοκληρώθηκε πριν την πορεία των τουρκικών στρατευμάτων δυτικά και τη μάχη της Σαούρας (1385), έξω από το Βεράτι. Επίσης, βέβαιο θεωρείται ότι η πόλη βρισκόταν τότε στα χέρια της αλβανικής οικογένειας Μουζάκη. Αμφιβολίες υπάρχουν για το αν στην Καστοριά διεξήχθη μάχη ή όχι, καθώς έχει υποστηριχθεί ότι η ανοικοδόμηση τζαμιών πάνω σε εκκλησίες της πόλης δεν αποτελεί τεκμήριο μάχης[21]. Όμως, η αντίσταση των αλβανών αρχόντων συνασπισμένων με σέρβικα στρατεύματα ενάντια στους Οθωμανούς κατά τη μάχη της Σαούρας[22], δηλώνει τη μη παράδοσή τους στους Οθωμανούς. Παρομοίως, ίσως να υπερασπίστηκαν ασθενώς και την Καστοριά μαζί με τους ντόπιους ελληνικούς πληθυσμούς.
Τούρκος γενίτσαρος
     Μετά την οθωμανική κατάκτηση στα τέλη του 14ου και αρχές 15ου αι. εγκαθίστανται στην πόλη και τα χωριά της περιοχής περιφερόμενοι γιουρούκοι νομάδες και κόνιαροι έποικοι που ακολουθούν το στράτευμα. Γύρω στο 1430, ο αλβανικός αρχοντικός οίκος των Ζενεβισαίων, επωφελούμενος το κλίμα αναταραχής που επικρατούσε ακόμη στην ευρύτερη περιοχή, επιτίθεται στην πόλη, αλλά γνωρίζει την ήττα. Για τους πρώτους δύο αιώνες της Τουρκοκρατίας δεν έχουμε πολλά στοιχεία για την περιοχή, παρά λιγοστές πληροφορίες από οθωμανικά κατάστιχα. Το γεγονός ότι οι Οθωμανοί εκδίωξαν από τις οικίες τους αρκετούς ντόπιους και δήμευσαν τα καλλιεργήσιμα εδάφη θεωρείται βέβαιο. Η γη περιήλθε στα χέρια ανώτερων και κατώτερων τούρκων αξιωματούχων, όπως και στο μουσουλμανικό ιερατείο. Στα πεδινά της περιοχής εγκαταστάθηκαν τούρκοι έποικοι δημιουργώντας νέους οικισμούς ή κατοικώντας σε ήδη υπάρχοντες. Πολλοί κάτοικοι των πόλεων φοβούμενοι τις διώξεις και τις λεηλασίες των ανεξέλεγκτων κατακτητών μετακινούνται αλλού. Επικράτησαν δύο κυρίαρχες τάσεις, είτε η μετανάστευση προς το εξωτερικό και τον νότιο ελληνικό χώρο που λατινοκρατούνταν ακόμη, είτε η φυγή σε δυσπρόσιτους ορεινούς όγκους όπου δεν ήταν τόσο εμφανής η τουρκική κατάκτηση. Η παράδοση τότε τοποθετεί την ίδρυση πολλών μεγάλων οικισμών στα βουνά της περιοχής, όπως η Κλεισούρα, το Βογατσικό, η Βλάστη, η Εράτυρα, η Γαλατινή και η Σιάτιστα[23]. Τις περισσότερες φορές προέκυπταν ορεινά κεφαλοχώρια απο την συνένωση μικρότερων οικισμών για να τονωθεί το αίσθημα της ασφάλειας και να αντιμετωπιστούν οι ληστρικές επιδρομές κλεφτών. Όσον αφορά την θρησκευτική πολιτική των μουσουλμάνων, προσηλυτιστικό έργο αναλάμβαναν ο μουδίρης, ο μουεζίνης και οι δερβίσηδες των τεκέδων κάθε οικισμού. Γενικά, υπήρχε ένα αίσθημα ανοχής προς το θρήσκευμα των χριστιανών, μιας και το Κοράνι αναγνωρίζει τις άλλες δύο μονοθεϊστικές θρησκείες, τον Χριστιανισμό και τον Ιουδαϊσμό. Βέβαια, η έκφραση των υπόλοιπων θρησκευτικών πεποιθήσεων, πέραν του Μουσουλμανισμού, πολλές φορές τιθόταν υπό καταστολή, όπως μαρτυρούν οι μικρές και ταπεινές μεταβυζαντινές εκκλησίες της πόλης, οι κατα καιρούς δολοφονίες χριστιανών κληρικών, τα παιδομαζώματα των γενιτσάρων[24] και οι μαρτυρίες πώλησης ντόπιων ως σκλάβους. Εκτεταμένοι εξισλαμισμοί παρατηρούνται μόνο σε αλβανικούς πληθυσμούς και στην περίπτωση των Βαλαάδων των επαρχιών Ανασέλιτσας και Γρεβενών[25]. Πάντως, κατά τον 15ο , 16ο και 17ο αι. ο χριστιανικός πληθυσμός στην πόλη μειώνεται συνεχώς, ενώ αντίθετα παρατηρείται εντυπωσιακή αύξηση του ισλαμικού στοιχείου[26]
  

Χάρτης με τα χωριά των Βαλαάδων, των βίαια εξισλαμισθέντων Ελλήνων, λίγο νότια της Καστοριάς στις σύγχρονες περιοχές των Γρεβενών και της Επαρχίας Βοϊου 

         Μέσα στην πόλη, την οποία οι Τούρκοι ονόμαζαν Kesriye ως παραφθορά του ελληνικού Καστοριά, εκδιώχθηκαν οι χριστιανοί από το κάστρο και τη θέση τους πήραν Οθωμανοί, ενώ η φρουρά εγκαταστάθηκε στον πύργο της κεντρικής πύλης. Ο Πούκεβιλ ονομάζει αργότερα ως ακρόπολη τον πύργο[27], πράγμα που δηλώνει ότι η παλιά βυζαντινή ακρόπολη στην κορυφή του λόφου εγκαταλείφθηκε. Μέσα στην πόλη κατεδαφίστηκαν πολλοί ναοί και κτίστηκαν επιβλητικά τζαμιά σε περίοπτα σημεία. Οι ελληνικοί πληθυσμοί μετακινήθηκαν ανατολικά προς τη χερσόνησο της λίμνης και τους επιβλήθηκε στο εξής βαριά φορολογία που πλήρωναν στον ιεροδίκη και μοιράζονταν μεταξύ των οθωμανών διοικητικών, στρατιωτικών και εκκλησιαστικών αρχόντων της πόλης, ενώ ένα τμήμα της στέλνονταν στον σουλτάνο. Για την διοίκηση και φορολογία κατά την Τουρκοκρατία θα αναφερθούμε εκτενέστερα αλλού. Ακόμη, στην πόλη υπήρχαν ήδη από τον 10ο αι. μερικοί Εβραίοι Ρωμανιώτες, αλλά στα τέλη του 15ου εισρέουν πολλοί πληθυσμοί ακόμη από την Ισπανία, μετά από ενθάρρυνση του σουλτάνου για τόνωση του εμπορίου. Βέβαια, η εμπορική άνθηση εμφανίστηκε τον 17ο και 18ο αι., μετά την μετανάστευση καστοριανών σε παροικίες της Πόλης, της Κεντρικής και της Δυτικής Ευρώπης.

Η εγκατάσταση των μουσουλμάνων στην περιοχή, τουλάχιστον όπως διαμορφώθηκε κατά τον 19ο αι. 
(Ανάμεσα στις κόκκινες ζώνες εξάπλωσης φυσικά υπήρχαν και διασκορπισμένα χωριά ντόπιων χριστιανών, όμως η καλλιεργήσιμη γη ανήκε σε τούρκους αξιωματούχους που τους είχαν στη δούλεψή τους. Το μέγεθος κάθε βούλας δείχνει αναλογικά τον οθωμανικό πληθυσμό κάθε οικισμού και όχι τον συνολικό. Τα όρια που παρουσιάζονται είναι τα σύγχρονα για απλό προσανατολισμό, όχι τα όρια του Καζά Καστοριάς)


πηγές εικόνων
Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, Βάνιας, Θεσ/νίκη, 1992
www.outflankers.com
www.panoramio.com
προσωπικό αρχείο  



[1]  Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, Βάνιας, Θεσ/νίκη, 1992, σ. 29
[2]  D. Cantemir, History of the Growth and Decay of the Osman Ottoman Empire, London, 1734
[3]  V. Demetriades,The tomb of Gazi evrenos Bey at Yenitsa and its inscription, Bulletin of the school of Oriental and African Studies 39 (1976), σ. 328-332
[4] H. Inalcik, The Ottoman Empire : The Classical Age 1300-1600, Weidenfeld and Nicolson, London, 1973
[5]  H. Inalcik, The Rise of the Ottoman Empire, The Cambridge History of Islam, vol 1,  Cambridge University Press , 1970, σ. 293-323
[6]  Ε. Δημητριάδης, Β. Δημητριάδης, Η Κεντρική και Δυτική Μακεδονία κατα τον Εβλιγιά Τσελεμπή, Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσ/νικη, 1973
[7]  M. A Cook, A History of the Ottoman Empire to 1730, Cambridge University Press, 1980
[8] Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, Βάνιας, Θεσ/νίκη, 1992
[9]  C. Imber, The Otttoman Empire 1300-1481, Isis Press, Istanbul, 1990
[10]  Ι. Ψαράς, Η Οθωμανική κατάκτηση της Μακεδονίας / Η νεότερη και σύγχρονη Μακεδονία. Οικονομία – Κοινωνία – Πολιτισμός, τ. 1, Παρατηρητής & Παπαζήσης, Θεσ/νίκη, 1992
[11] Π. Κατσώνης, Οθωμανικές κατακτήσεις στη βυζαντινή Μακεδονία. Η περίπτωση της Χριστούπολης (Καβάλας), Βυζαντινά 23 (2002-2003), KBE, σ. 181-208
[12]  Β. Δημητριάδης, Η Κεντρική και Δυτική Μακεδονία κατα τον Εβλιγιά Τσελεμπή, Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσ/νικη, 1973, σ. 21, 22
[13]  ο.π, σ. 163 - 165
[14]  Γ. Καψάλης, Λαογραφικά εκ Μακεδονίας, Λαογραφία 6 (1917), σ. 455
[15]  Θ. Καραγιάννης, Η πόλις Αρμονία, εφ. Ορεστίς, φ. 16 – 21 (1992 - 93)
[16] Λ. Παπαϊωάννου, Άργος πόλη Ορεστίδας, Μορφωτικός Σύλλογος Ορεστίς, Άργος Ορεστικό, 1996, σ. 75 - 78
[17]  Π. Τσαμίσης, Η Καστοριά και τα μνημεία της, τύποις Αλευρόπουλου, Αθήνα, 1949, σ. 172
[18]  ο.π, σ. 161
[19]  Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, Βάνιας, Θεσ/νίκη, 1992, σ. 42 -44
[20]  A. Cravari, Villes et villages de Macedoine occidentale, Realites Byzantines, Paris, 1989, υποσ. 178
[21]  Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, Βάνιας, Θεσ/νίκη, 1992, σ. 43
[22]   J. W Sedlar, East Central Europe in the Middle Ages, 1000-1500, University of Washington Press, Washington, σ. 385
[23]  Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, Βάνιας, Θεσ/νίκη, 1992, σ. 103, 104
[24]  Α. Βακαλόπουλος, Προβλήματα ιστορίας του παιδομαζώματος, Ελληνικά 13 (1954), ΕΜΣ, σ. 275
[25]  Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, Βάνιας, Θεσ/νίκη, 1992, σ. 346-356
[26]  M. Sokoloski, Le developpement de quelques villes dans le sud des Balkans au 15e et 17e sieclesBalcanica, 1970, σ. 94-97
[27]   F. C. H. L  Pouqueville, Voyage dans la Grece, τομ. ΙIΙ , Paris, 1826, σ. 7

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια με υβριστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο δεν θα δημοσιεύονται

Back to Top