Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

Το αρχαίο Άργος Ορεστικόν και η Διοκλητιανούπολη

        Το Άργος Ορεστικόν αποτελεί μια από τις ελάχιστες πόλεις της Ορεστίδας που μνημονεύονται από τους αρχαίους συγγραφείς. Αρχικά, αναφέρεται από τον Στράβωνα ο ιδρυτικός μύθος της πόλης από τον Ορέστη, γιο του Αγαμέμνονα[1]. Ακόμη, ο Αππιανός μιλάει για το ‘’Άργος εν Ορεστεία’’ απ’ όπου κατάγονται οι Αργεάδες Μακεδόνες[2] και ο Στέφανος Βυζάντιος απαριθμεί 11 πόλεις με το όνομα Άργος, εκ των οποίων δύο με το συνοδευτικό Ορεστικόν, το ένα στην Ήπειρο και το άλλο στην Ορεστίδα[3]. Το όνομα Άργος (= πεδίο) είναι αρκετά παλιό και πιθανώς έχει πελασγικές ρίζες, μνημονεύεται δε πρώτη φορά στα Ομηρικά Έπη. Το προσωνύμιο Ορεστικόν αναφέρεται είτε σύμφωνα με την μυθολογία στον Ορέστη, είτε είναι τοπογραφικός προσδιορισμός για το έδαφος των Ορεστών, που είναι και το πιθανότερο. Η πόλη αυτή εικάζεται από τους νεότερους ερευνητές ότι ήταν η πρωτεύουσα του βασιλείου της Ορεστίδας και έδρα του κοινού των Ορεστών κατά την Ρωμαϊκή Εποχή, χωρίς όμως να υπάρχει κάποια σχετική αναφορά από την Αρχαιότητα. Επίσης, για την χρονολογία ίδρυσής της δεν υπάρχει καμία άλλη πληροφορία, παρά μόνο αν δεχθούμε ότι υπάρχει ιστορικό υπόβαθρο στον μύθο για τον Ορέστη, που μας πηγαίνει στα χρόνια μετά τον Τρωϊκό Πόλεμο, τον 12ο αι. π.Χ. Όμως, προβληματίζει η απουσία της πόλης από κάθε συγγραφικό έργο μέχρι τα χρόνια του Στράβωνα (63 π.Χ – 23 μ.Χ), ειδικά στον Ηρόδοτο που μνημονεύει μόνο την πόλη Λεβαία στην ευρύτερη περιοχή[4].
        Η θέση του αρχαίου Άργους της Ορεστίδας δεν έχει ταυτιστεί ακόμη με κάποια συγκεκριμένη θέση, παρά τις πολλές προτεινόμενες θέσεις από τους σύγχρονους ερευνητές. Ο περιηγητής F. Pouqueville στις αρχές του 19ου αι. κάνει λόγο για την παράδοση των κατοίκων της Κρεπενής ότι το χωριό τους ήταν στη θέση του αρχαίου Άργους Ορεστικού[5], άποψη που αποδέχεται αργότερα και ο Μ. Δήμιτσας[6]. Ο αρχαιολόγος Ν. Παπαδάκης πρώτος υποθέτει πως η αρχαία πόλη βρισκόταν στην θέση Αρμενοχώρι, βόρεια του σημερινού Άργους[7]. Ο Α. Κεραμόπουλος μετά τις ανασκαφές που πραγματοποίησε την δεκαετία του ’30 στην περιοχή ανασκεύασε την αρχική του άποψη ότι το αρχαίο Άργος Ορεστικό βρισκόταν στην θέση Αρμενοχώρι[8] με το Δισπηλιό[9] . Επίσης, η θέση Τσάκονη της ΝΔ της Κορησού έχει προταθεί από τον Ι. Μπακάλη ως θέση της αρχαίας πρωτεύουσας της Ορεστίδος[10]. Μεταπολεμικά, η μεγάλη πλειοψηφία των ερευνητών που ασχολήθηκαν με το θέμα το τοποθετούν στην περιοχή Αρμενοχώρι, ενδεικτικά αναφέρουμε τους Π. Τσαμίση[11], F. Papazoglu[12] και Π. Σαμσάρη[13]. Τέλος, αρκετά πρόσφατες έρευνες των αρχαιολόγων Χ. Τσούγγαρη[14], Δ. Πλάντζου και Δ. Δαμάσκου[15], επηρεασμένες από το ανασκαφικό τους έργο, κάνουν νύξεις για την πιθανή ύπαρξη του αρχαίου Άργους λίγο βορειότερα από το Αρμενοχώρι στις θέσεις Παραβέλα, Πίκρη και Σοπότι.    
Οι θέσεις αρχαιολογικού ενδιαφέροντος βόρεια του
σημερινού Άργους Ορεστικού
         Τελικά, η μόνη πραγματική πληροφορία που προσδιορίζει την θέση του Άργους της Ορεστίδας είναι η περιγραφή από τον Τίτο Λίβιο της εισβολής των Δαρδάνων στην περιοχή το 208 π.Χ: ‘’Εκεί προστρέχουν άλλοι αγγελιαφόροι προκαλώντας μεγαλύτερη ταραχή ότι οι Δάρδανοι ξεχύθηκαν στη Μακεδονία, ότι κρατούν ήδη την Ορεστίδα και ότι κατήλθαν στην Αργεσταία πεδιάδα’’[16].  Από το παραπάνω απόσπασμα προκύπτει ότι στην Ορεστίδα υπήρχε η Αργεσταία πεδιάδα, που προφανώς πήρε το όνομά της από το Άργος Ορεστικό. Δηλάδή η πόλη βρισκόταν σε κάποια πεδινή τοποθεσία της περιοχής και έδωσε το όνομά της στον γύρω κάμπο. Εκ των πραγμάτων αποκλείεται η θέση Τσάκονη της Κορησού ή το Μπουφάρι Απιδέας όπου εμφανίστηκαν σημαντικά αρχαία ευρήματα δηλώνοντας σαφώς την ύπαρξη οικιστικών κέντρων, αλλά βρίσκονται σε λοφώδεις περιοχές. Ακόμη, μνημονεύεται η Αργεσταία πεδιάδα και όχι η Αργεσταία λίμνη. Θα ήταν αδιανόητη η ύπαρξη της πρωτεύουσας δίπλα στη λίμνη και η παράλειψη αναφοράς της από τον Λίβιο, όπως έκανε με το Κέλετρο. Άρα η πόλη μάλλον βρισκόταν σε πεδινή έκταση μακριά από τις όχθες της λίμνης, πράγμα που αποκλείει την Κρεπενή, το Δισπηλιό, που έχουν προταθεί στο παρελθόν, και ακόμη την θέση της σημερινής Καστοριάς. Έτσι, περιοριζόμαστε στον μεγάλο κάμπο που εκτείνεται δυτικά του ποταμού Αλιάκμονα, από το σημερινό Άργος έως την Κορομηλιά, την Μεσοποταμία και την Πεντάβρυσο. Ως επικρατέστερη θέση φαντάζει σίγουρα η περιοχή βόρεια του Άργους όπου και βρέθηκε η τιμητική επιγραφή του κοινού των Ορεστών στον Καίσαρα Κλαύδιο. Στο Αρμενοχώρι δεν υπάρχουν βέβαια πολλά ευρήματα πριν το τέλος της Ρωμαϊκής Εποχής, οπότε ιδρύθηκε η Διοκλητιανούπολη, ενώ απουσιάζουν τελείως ίχνη της Αρχαϊκής και της Κλασσικής Εποχής. Το ενδιαφέρον στρέφεται σίγουρα βορειότερα στις θέσεις Παραβέλα, Πίκρη και Σοπότι που εντοπίστηκαν αρκετά ευρήματα προγενέστερα της Διοκλητιανούπολης εκατέρωθεν του ποταμού Αλιάκμονα. Ειδικά στην Παραβέλα αν το ανασκαφικό έργο αποδείξει τις εικασίες ότι το ρωμαϊκό αίθριο κτίριο με τα κτιστά έδρανα δεν στέγαζε ιερό όπως πιστεύεται μέχρι τώρα, αλλά βουλευτήριο, τότε θα έχουμε εντοπίσει την θέση της έδρας του κοινού των Ορεστών. Όμως, το πρόβλημα για τη θέση του αρχαίου Άργους Ορεστικού παραμένει καθώς δεν υπάρχουν στην περιοχή ευρήματα από την Αρχαϊκή και Κλασσική Εποχή, ενώ σε καμία αρχαία πηγή δεν αναφέρεται ρητά αυτό που λέει η λογική, ότι δηλαδή το Άργος ήταν η πρωτεύουσα του κοινού των Ορεστών. Συνεχή ευρήματα από την αρχαϊκή μέχρι την ρωμαϊκή περίοδο μέσα στα πλαίσια αυτού του κάμπου εμφανίζονται μόνο στην Πεντάβρυσο, μερικά από τα οποία είναι εξαιρετικής ποιότητας, γεγονός που δείχνει την ευμάρεια των κατοίκων του αρχαίου οικισμού εδώ, περιπλέκοντας ακόμη περισσότερο τις υποθέσεις. Σ’ αυτό το σημείο μπορούν να διατυπωθούν μια σειρά από ενδιαφέροντα ερωτήματα: υπάρχει περίπτωση το Άργος Ορεστικόν να ιδρύθηκε κατά την Ελληνιστική Εποχή, οπότε χρονολογούνται τα παλαιότερα ευρήματα από την περιοχή του Αρμενοχωρίου - Παραβέλας - Πίκρης - Σοποτίου; Και αν ναι που και ποια ήταν τότε η πρωτεύουσα του βασιλείου σε προγενέστερες εποχές; Μπορούμε να υποθέσουμε την τοποθέτηση του αρχαίου Άργους στην Πεντάβρυσο, όπου μιλάμε για έναν ακμαίο οικισμό που κατοικήθηκε κατά μια μακρά περίοδο της Αρχαιότητας και ίσως περιλάμβανε ακρόπολη όπως εικάζουν οι αρχαιολόγοι; Ταυτίζονται η έδρα του αρχαίου βασιλείου της Ορεστίδας με αυτήν του κοινού των Ορεστών κατά τη ρωμαϊκή περίοδο ή μήπως μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα όπως έγινε στο Μακεδονικό Κράτος από τις Αιγές στην Πέλλα; Η εξαγωγή συμπερασμάτων σαφώς είναι εξαιρετικά δύσκολη και όλα τα παραπάνω είναι σίγουρα απλές υποθέσεις που μπορούν να απαντηθούν μόνο από το μελλοντικό ανασκαφικό έργο, μιας και λείπουν οι αρχαίες λόγιες πηγές.    
Τμήμα αγάλματος, μάλλον της θεάς
Αρτέμιδας, από το Αρμενοχώρι
     Πάντως η περιοχή βόρεια του σημερινού Άργους μέχρι την Ποριά, εκατέρωθεν του ποταμού, περιλαμβάνει αρκετά ευρήματα από την Ρωμαϊκή Εποχή ώστε να υποστηρίξουμε την ύπαρξη οικισμού σε εκείνο το χρονικό διάστημα. Αρχικά, από το Αρμενοχώρι, πριν την ίδρυση της Διοκλητιανούπολης, προέρχονται μια σειρά από επιγραφές που βρέθηκαν κυρίως εντοιχισμένες σε μεταγενέστερη χριστιανική βασιλική. Για την επιγραφή του κοινού είναι συγκεγχυμένες οι πληροφορίες όσον αφορά τη θέση εύρεσης, άλλες πηγές αναφέρουν το Αρμενοχώρι, άλλες τάφους στην Παραβέλα και άλλες  το Σοπότι. Επίσης, μερικά επιτύμβια ανάγλυφα και νομίσματα βρέθηκαν στους ειδωλολατρικούς τάφους έξω από τη ΝΔ πλευρά των τειχών, όπως και ένα τμήμα αγάλματος της θεάς Άρτεμης, που μας κάνει να υποθέσουμε την ύπαρξη ρωμαϊκού ιερού[17]. Στην θέση Παραβέλα, 1 χλμ. βορειότερα του Αρμενοχωρίου, βρέθηκε το ορθογώνιο κτίσμα με το αίθριο που προαναφέρθηκε και μερικοί ρωμαϊκοί τάφοι. Οι διαστάσεις της αίθουσας είναι 18Χ12 μ. και έχει κτιστά έδρανα κατά μήκος των δύο τοίχων της. Ίσως, το βάθρο του αγάλματος (από το οποίο σώζονται μόνο κάποια ακροδάχτυλα να κρατάνε ένα κλαδί ελιάς) και η ημικυκλική κόγχη στην κορυφή να οδήγησαν στην αρχική ερμηνεία του χώρου ως ιερό[18]. Όμως, ένα ιερό δεν μπορεί να δικαιολογήσει το πολύ μεγάλων διαστάσεων αίθριο με περιστύλιο ακριβώς δίπλα του(52Χ33 μ. περίπου). Πρόσφατα, προτάθηκε ότι το κτίσμα ίσως φιλοξενούσε τις συνελεύσεις του κοινού και ότι το διπλανό αίθριο παραπέμπει σε χώρο αγοράς[19], σύμφωνα με τα ρωμαϊκά πρότυπα. Αν μάλιστα ισχύει ότι η επιγραφή του κοινού προέρχεται από εδώ, τότε κατά πάσα πιθανότητα η έδρα του κοινού, κατά την ρωμαϊκή τουλάχιστον περίοδο, ήταν στην Παραβέλα. 

Κάτοψη του ρωμαϊκού κτίσματος και της μεταγενέστερης παλαιοχριστιανικής
βασιλικής στην  Παραβέλα (σχέδιο Χ. Κωτσίδου)
        Στην απέναντι όχθη του Αλιάκμονα και λίγο πιο ΒΔ, στην θέση Πίκρη, εντοπίστηκαν πρόσφατα τα θεμέλια και υπόκαυστα, που παραπέμπουν σε ένα ρωμαϊκό λουτρό μιας πολυτελούς ίσως έπαυλης[20]. Ακόμη πιο βόρεια, στην θέση Σοπότι Ποριάς είχαν εντοπιστεί στο παρελθόν ίχνη ρωμαϊκών κατοικιών, τείχους, ένα επιδαπέδιο ψηφιδωτό, αρχιτεκτονικά μέλη και μια μαρμάρινη κεφαλή[21]. Πρόσφατα, ανασκάφηκε καμαροσκεπής τάφος και βρέθηκε επιτύμβια επιγραφική πλάκα, ενώ υποστηρίχθηκε πως η σήραγγα στον κοντινό νερόμυλο ‘’του Σκόη’’ αποτελεί τμήμα ενός ρωμαϊκού υδραυλικού έργου[22]. Συμπερασματικά, σε όλες τις παραπάνω θέσεις εντοπίστηκαν ρωμαϊκά ευρήματα αρκετά πριν την ίδρυση της Διοκλητιανούπολης, που βεβαιώνουν την ύπαρξη μιας ή περισσοτέρων εγκαταστάσεων. Τίποτα ακόμα δεν έχει ταυτιστεί, όμως δεν αποκλείουμε το ενδεχόμενο κάποια από αυτές να κρύβει τα ερείπια της έδρας του κοινού των Ορεστών ή ακόμη και του αρχαίου Άργους Ορεστικού.
Αεροφωτογραφία της περιοχής του Αρμενοχωρίου, όπου διακρίνονται
τα ίχνη των τειχών (φωτ. Γ. Κυριάζος)
    Σε αντίθεση με το αρχαίο Άργος, για την ίδρυση και τη θέση της Διοκλητιανούπολης τα στοιχεία σαφώς είναι πληρέστερα, καθώς το ανασκαφικό έργο από νωρίς έδωσε απαντήσεις. Κατ’ αρχήν η πρώτη εμφάνιση της Διοκλητιανούπολης γίνεται τα χρόνια του Ιουστινιανού στον Συνέκδημο του Ιεροκλέους, ένα σύγγραμμα με όλες τις πόλεις της αυτοκρατορίας, που μνημονεύει την Διοκλητιανούπολη ως 11η στην τάξη επισκοπή της Επαρχίας Θεσσαλίας[23]. Επόμενη αναφορά και αυτή στα χρόνια του Ιουστινιανού γίνεται από τον Προκόπιο, που εξιστορεί την μεταφορά της πόλης από την Διοκλητιανούπολη στην Καστοριά τα χρόνια του Ιουστινιανού[24] και το παρουσιάζουμε στην ανάρτηση για την ίδρυση της Καστοριάς. Επειδή η περιοχή υπέφερε από τις επιδρομές των Γότθων και των Ούνων, ο Ιουστινιανός θεώρησε πως η άμυνα θα επιτυγχάνονταν καλύτερα αν μετέφερε το κέντρο της περιοχής από την κατεστραμμένη Διοκλητιανούπολη που βρισκόταν σε πεδινή τοποθεσία στον λαιμό της χερσονήσου της λίμνης, ιδρύοντας την Καστοριά. Αργότερα, αναφέρεται στο Παρισινό Τακτικό του 8ου αι. ως η 15η επισκοπή της Θεσσαλίας και τελευταία χρονολογικά μνεία γίνεται από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ’ Πορφυρογέννητο ως πόλη της Επαρχίας Μακεδονίας υπό κονσιλάριον κατά τον 10ο αι[25]. Αυτό δηλώνει πως μετά την καταστροφή της πόλης από τους Γότθους στα τέλη του 4ου και 5ου αι., αυτή συνέχισε να υπάρχει υπό καθεστώς παρακμής τουλάχιστον μέχρι τον 10ο αι. Έκτοτε, τα ίχνη της χάνονται για άγνωστη αιτία, ίσως λόγω των βουλγαρικών επιδρομών, και δεν είμαστε σίγουροι αν στη θέση της δημιουργήθηκε κάποιος μικρός βυζαντινός οικισμός μέχρι την ίδρυση της Χρούπιστας, δηλαδή του σύγχρονου Άργους Ορεστικού, από τους Τούρκους τον 15ο αι..
Άποψη του αποκατεστημένου ΝΔ τμήματος των τειχών
      Η ίδρυση της πόλης ανάγεται στην Υστερορωμαϊκή Εποχή, στα χρόνια βασιλείας του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ) και προφανώς πήρε το όνομα προς τιμήν του, φαινόμενο πολύ συχνό στην Ρωμαϊκή και την Πρώιμη Βυζαντινή Εποχή. Κτίστηκε σε μια πεδινή έκταση στην ανατολική όχθη του Αλιάκμονα 1 χλμ. περίπου βόρεια του σημερινού Άργους Ορεστικού, στην θέση Αρμενοχώρι. Μερικοί ερευνητές πιστεύουν την επανίδρυση της πόλης στην θέση του αρχαίου Άργους άλλοι ότι δημιουργήθηκε εκ του μηδενός, όμως τα μέχρι στιγμής προγενέστερα ευρήματα δεν είναι πολλά μέσα στην περιτειχισμένη έκταση, όπως προαναφέραμε. Η πόλη οχυρώθηκε λοιπόν με ένα τείχος πάχους 2,40-2,80 μ., το οποίο περιλαμβάνει μικρούς ορθογώνιους και κυκλικούς πύργους ανά 55-80 μ. Εντοπίστηκαν δύο πύλες στην πορεία που ακολουθεί ο σημερινός ασφαλτοστρωμένος δρόμος Άργους – Μανιάκων και ένα μικρό παραπύλι στα βόρεια. Το μήκος των τειχών προσδιορίστηκε σε 2700 μ. και η καταλαμβανόμενη έκταση, σχήματος τραπεζίου, σε 45 Ha[26]. Ο Κεραμόπουλος πρώτος έκανε μια πρόχειρη ανασκαφή φέρνοντας στο φως μερικούς τάφους έξω από το ΝΔ τείχος και τέσσερις κατοικίες στο ΝΑ τμήμα με ευρήματα από τον 4ο έως το 8ο αι., οι οποίες σήμερα δεν διακρίνονται[27]. Ο Θ. Παπαζώτος προσδιόρισε το μήκος των τειχών και εντόπισε μια σειρά από ειδωλολατρικούς και χριστιανικούς τάφους, τρεις παλαιοχριστιανικές βασιλικές μέσα και έξω από τα τείχη, το ρωμαϊκό κτίσμα στην Παραβέλα και μια ακόμη κατοικία στο δυτικό τμήμα του οικισμού. 
Χάλκινο δηνάριο του αυτοκράτορα
Κομμόδου (180-192 μ.Χ)
      Οι ανασκαφές στα ΝΔ τείχη συνεχίστηκαν τα τελευταία χρόνια από τον Α. Πέτκο, που εντόπισε ακόμη δύο οικίες με πολλά νομίσματα και μικροαντικείμενα μέσα στην περιτειχισμένη ζώνη[28] [29], ενώ στην Παραβέλα λαμβάνει χώρα ανασκαφή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, με επικεφαλείς τους Δ. Δαμάσκο και Δ. Πλάντζο. Καθώς, η ίδρυση της Διοκλητιανούπολης συμπίπτει περίπου με την εποχή καθιέρωσης του Χριστιανισμού στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, είναι αναμενόμενη η εύρεση ειδωλολατρικών και χριστιανικών μνημείων στον ίδιο χώρο. Η πρώτη τρίκλιτη βασιλική βρέθηκε κατά την κατασκευή των σφαγείων της πόλης, κοντά στην πηγή του Αρμενοχωρίου. Διακρίνονται δύο χρονολογικές φάσεις (Α1-Α2), πιθανώς λόγω καταστροφής του αρχικού, που κατά τη δεύτερη ο ναός περιορίστηκε σε μικρότερο πλάτος. Σώζονται κάποια τμήματα ψηφιδωτών, ενώ βρέθηκαν και πολλές μεταγενέστερες ταφές ακόμη και στο εσωτερικό του ναού. 
Αργυρό νόμισμα του Λικίνιου
 (308-324 μ.Χ)
         Η δεύτερη βασιλική βρίσκεται 0,5 χλμ. δυτικά έξω από τα τείχη και περιλαμβάνει ομοίως με την προηγούμενη δύο φάσεις (Β1-Β2)[30]. Αρχικά, υπήρχε εδώ καμαροσκέπαστος τάφος, όπου κτίστηκε πάνω του η πρώτη μικρή βασιλική. Οι ιδιομορφίες του ναού μας οδηγούν στην υπόθεση ότι πρόκειται για μαρτύριο ενός χριστιανού, ίσως πάνω από τον τάφο του[31]. Η δεύτερη μεγαλύτερη βασιλική κτίστηκε πάνω της και τα ίχνη φωτιάς μαρτυρούν την καταστροφή της αρχικής από πυρκαγιά. Η τρίτη τρίκλιτη βασιλική που εντοπίστηκε, κτίστηκε πάνω στο μεγάλο ρωμαϊκό κτίσμα στην θέση Παραβέλα, 1 χλμ. ΒΔ των τειχών. Λόγοι που έχουν να κάνουν μάλλον με τον εξαγνισμό του μέρους οδήγησαν τους χριστιανούς να κτίσουν πάνω στα ερείπια ενός ειδωλολατρικού κτιρίου. Γύρω από τον ναό ανακαλύφθηκαν αρκετοί τάφοι και ένα μικρό κτίσμα, μάλλον κενοτάφιο, που ενσωματώθηκε σε αυτόν. Γενικά, όσο κρίνουμε από τη διασπορά των τάφων, οργανωμένο νεκροταφείο σε συγκεκριμένο χώρο δεν φαίνεται να υπήρχε στη πάροδο των ετών. Τέλος, εκτός τα θρησκευτικά κτίρια, αναφέραμε μερικές κατοικίες που ήρθαν στο φως, ενώ βάσει αεροφωτογραφιών γίνεται λόγος από τους αρχαιολόγους και για μεγάλα δημόσια κτίρια, που δεν έχουν ανασκαφεί ακόμη.   


Τοπογραφικό της περιοχής Αρμενοχωρίου - Παραβέλας
       


πηγές εικόνων

αρχείο Γ. Κυριάζου
Χ. Τσούγγαρης, Νέες αρχαιολογικές μαρτυρίες πριν τη Διοκλητιανούπολη, Ορεστίδος Ιστορία, ΔΕΠΟΚΑΟ, Θεσ/νίκη, 2001
Θ. Παπαζώτος, Ανασκαφή Διοκλητιανουπόλεως. Οι πρώτες εκτιμήσεις, ΑΔ 43 (1988),Μελέτες
Α. Πέτκος, Διοκλητιανούπολη, Δήμος Ορεστίδος, Άργος Ορεστικό, 2005
προσωπικό αρχείο

[1] Στράβωνος Γεωγραφικά, Ε’, 7.8
[2] Αππιανός, Συριακή, 11.10.63
[3] Στέφανος Βυζάντιος, FGrH, Ι.107
[4] Ηροδότου Ιστορίαι, H’, 137
[5] F. C. H. L  Pouqueville, Voyage dans la Grece, τομ. ΙI , Paris, 1820, σ. 360
[6] Μ. Δήμιτσας, Η μακεδονία εν λίθοις φθεγγομένοις και μνημείοις σωζομένοις, Αθήνα, 1896, σ. 233
[7] Ν. Παπαδάκις, Εκ της Άνω Μακεδονίας, Αθηνά 25 (1913), σ. 440, 441
[8] Α. Κεραμόπουλος, Ορεστικόν Άργος – Διοκλητιανούπολις – Καστοριά, BNJ 9 (1932-33), σ. 55-63
[9] Α. Κεραμόπουλος, Ανασκαφή εν Καστοριά, Πρακτικά Αρχαιολογικής Εταιρίας 95 (1940)
[10] Ι. Μπακάλης, Τουριστικός οδηγός Καστοριάς, Δούκης, Καστοριά, 1951, σ. 124
[11] Π. Τσαμίσης, Η Καστοριά και τα μνημεία της, τύποις Αλευρόπουλου, Αθήνα, 1949, σ.
[12] F. Papazoglu, Les villes de Macedoine a  l’ époque romaine, BCH Suppl., Paris, 1988, σ.
[13]Δ. Σαμσάρης, Ιστορική Γεωγραφία της Ρωμαϊκής Επαρχίας Μακεδονίας, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσ/νίκη, 1989, σ. 149
[14] Χ. Τσούγγαρης, Νέες αρχαιολογικές μαρτυρίες πριν τη Διοκλητιανούπολη, Ορεστίδος Ιστορία, ΔΕΠΟΚΑΟ, Θεσ/νίκη, 2001, σ. 46-48  
[15] Δ. Δαμάσκος, Τοπογραφικά ζητήματα της Ορεστίδος και η αναζήτηση της έδρας του κοινού των Ορεστών, ΑΕΜΘ 20 (2006), σ. 911-923
[16] Titus Livius, Historia Romana, βιβ. 28, 33
[17] Χ. Τσούγγαρης, Νέες αρχαιολογικές μαρτυρίες πριν τη Διοκλητιανούπολη, Ορεστίδος Ιστορία, ΔΕΠΟΚΑΟ, Θεσ/νίκη, 2001, σ. 43, 44  
[18] Θ. Παπαζώτος, Ανασκαφή Διοκλητιανουπόλεως. Οι πρώτες εκτιμήσεις, Αρχαιολογικόν Δελτίον 43 (1988),Μελέτες, σ. 215, 216
[19] Δ. Δαμάσκος, Τοπογραφικά ζητήματα της Ορεστίδος και η αναζήτηση της έδρας του κοινού των Ορεστών, ΑΕΜΘ 20 (2006), σ. 911-923
[20] Χ. Τσούγγαρης, Νέες αρχαιολογικές μαρτυρίες πριν τη Διοκλητιανούπολη, Ορεστίδος Ιστορία, ΔΕΠΟΚΑΟ, Θεσ/νίκη, 2001, σ. 45-47
[21] Π. Τσαμίσης, Η Καστοριά και τα μνημεία της, τύποις Αλευρόπουλου, Εν Αθήναις, 1949, σ. 71
[22] Χ. Τσούγγαρης, Ανασκαφικές έρευνες στον νομό Καστοριάς το 1997, ΑΕΜΘ 11 (1997), σ. 565-568
[23]  Ιεροκλής Γραμματικός, Συνέκδημος, 642.12
[24] Προκόπιος Καισαρεύς, Περί των του Δεσπότου Ιουστινιανού κτισμάτων, εκδ. Loeb classical library, τομ. 4, κεφ. 3, σελ. 273
[25]  Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περί θεμάτων, 2.2
[26] Θ. Παπαζώτος, Ανασκαφή Διοκλητιανουπόλεως. Οι πρώτες εκτιμήσεις, Αρχαιολογικόν Δελτίον 43 (1988),Μελέτες, σ. 203-205
[27] Α. Κεραμόπουλος, Έρευναι εν Δυτική Μακεδονία, Πρακτικά Αρχαιολογικής Εταιρείας 93 (1938), σ. 55, 56
[28] Α. Πέτκος, Ανασκαφή νοτιοδυτικού τμήματος τειχών Διοκλητιανουπόλεως στο Άργος Ορεστικό Καστοριάς, ΑΕΜΘ 14 (2000), σ. 581-590
[29] Α. Πέτκος, Διοκλητιανούπολη, Δήμος Ορεστίδος, Άργος Ορεστικό, 2005
[30] Θ. Παπαζώτος, Ανασκαφή Διοκλητιανουπόλεως. Οι πρώτες εκτιμήσεις, Αρχαιολογικόν Δελτίον 43 (1988),Μελέτες, σ. 195-216
[31]  Ο. Karagiorgou, Urbanism and Economy in Late Antique Thessaly (3rd - 7th century A.D.), vol. 1 Trinity College, Oxford, 2001, σ. 153

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια με υβριστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο δεν θα δημοσιεύονται

Back to Top