* Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε με μικρές αλλαγές και στην εφημερίδα Ορεστίς, φ. 278 (Ιουν 2014), σ. 3-4 και φ. 279 (Ιουλ 2014), σ. 11, Μορφωτικός Σύλλογος '' Η Ορεστίς'' Άργους Ορεστικού
Η Εποχή του Χαλκού (3000-1100 π.Χ) δεν έχει τεκμηριωθεί σε ικανοποιητικό βαθμό ούτε αρχαιολογικά, ούτε ιστορικά, στην περιοχή της Καστοριάς. Υπάρχει ένα ιστορικό κενό με σχέση την νεολιθική και τις ιστορικές περιόδους, καθώς δεν είμαστε σίγουροι για το ποιοι κατοικούσαν εδώ, ούτε έχουμε αρκετά ίχνη κατοίκησης. Γενικότερα, όσο η έρευνα προχωράει προς την απώτερη Προϊστορική Εποχή, τόσο δυσκολότερο είναι να εξαχθούν βάσιμα συμπεράσματα. Ως επικρατέστερη άποψη, σύμφωνα με τους εθνολόγους, δεχόμαστε τη ύπαρξη ντόπιων προελληνικών πληθυσμών, που δημιούργησαν άλλωστε τους οικισμούς σε Δισπηλιό, Αυγή και Κολοκυνθού κατά τη Νεολιθική Εποχή, οι οποίοι συγχωνεύτηκαν με πελασγικά φύλα κατά την έλευσή τους στον ελλαδικό χώρο το 2900 π.Χ περίπου. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Πελασγοί δεν μιλούσαν ελληνικά[1] και στην Ιλιάδα αναφέρονται ως σύμμαχοι των Τρώων[2]. Σύγχυση προκαλεί η άποψη του Στράβωνα ότι ήταν Αρκάδες[3], δηλαδή πρωτοελληνικό φύλο, που μάλλον θεωρούμε ως εσφαλμένη, μιας και οι Αρκάδες (όπως και άλλα φύλα) αφομοίωσαν τους προϋπάρχοντες Πελασγούς κατά την εμφάνισή τους το 2000-1900 π.Χ. Τότε κάνουν την εμφάνισή τους και άλλα πρωτοελληνικά φύλα, μεταξύ των οποίων αιολικά, που εγκαταστάθηκαν αρχικά στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, πριν εξαπλωθούν σε νοτιότερες περιοχές[4]. Μάλιστα, γίνεται λόγος για ύπαρξη των Βοιοτών στην περιοχή του όρους Βόιο μέχρι περίπου το 1200 π.Χ[5]. Επίσης, ως βέβαιο πρέπει να θεωρούμε το πέρασμα των προϊστορικών Φρυγών (Βρηγών) από την περιοχή, στο πλαίσιο των περιπλανήσεών τους από την Ευρώπη ως την σύντομη εγκατάστασή τους στην κοιλάδα του Αξιού ποταμού, απ’ όπου εκδιώχθηκαν στην Μικρά Ασία. Έτσι, σύμφωνα με τα παραπάνω, μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα λιγοστά ευρήματα στην Άνω Μακεδονία από την Πρώιμη και Μέση Χαλκοκρατία προέρχονται από πελασγικές ή αιολικές εγκαταστάσεις. Στην περιοχή της μετέπειτα Ορεστίδας τέτοια ευρήματα έχουμε σε μερικές θέσεις γύρω από το Τσοτύλι, ελάχιστα ίχνη στο Δισπηλιό και στις οχυρώσεις στο νότιο άκρο της Μικρής Πρέσπας και την άμεση περιοχή της Καστοριάς (Αγ. Αθανάσιος, Ψαλίδα), αν και οι τελευταίες αμφισβητούνται από σύγχρονους ερευνητές.
Η Εποχή του Χαλκού (3000-1100 π.Χ) δεν έχει τεκμηριωθεί σε ικανοποιητικό βαθμό ούτε αρχαιολογικά, ούτε ιστορικά, στην περιοχή της Καστοριάς. Υπάρχει ένα ιστορικό κενό με σχέση την νεολιθική και τις ιστορικές περιόδους, καθώς δεν είμαστε σίγουροι για το ποιοι κατοικούσαν εδώ, ούτε έχουμε αρκετά ίχνη κατοίκησης. Γενικότερα, όσο η έρευνα προχωράει προς την απώτερη Προϊστορική Εποχή, τόσο δυσκολότερο είναι να εξαχθούν βάσιμα συμπεράσματα. Ως επικρατέστερη άποψη, σύμφωνα με τους εθνολόγους, δεχόμαστε τη ύπαρξη ντόπιων προελληνικών πληθυσμών, που δημιούργησαν άλλωστε τους οικισμούς σε Δισπηλιό, Αυγή και Κολοκυνθού κατά τη Νεολιθική Εποχή, οι οποίοι συγχωνεύτηκαν με πελασγικά φύλα κατά την έλευσή τους στον ελλαδικό χώρο το 2900 π.Χ περίπου. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Πελασγοί δεν μιλούσαν ελληνικά[1] και στην Ιλιάδα αναφέρονται ως σύμμαχοι των Τρώων[2]. Σύγχυση προκαλεί η άποψη του Στράβωνα ότι ήταν Αρκάδες[3], δηλαδή πρωτοελληνικό φύλο, που μάλλον θεωρούμε ως εσφαλμένη, μιας και οι Αρκάδες (όπως και άλλα φύλα) αφομοίωσαν τους προϋπάρχοντες Πελασγούς κατά την εμφάνισή τους το 2000-1900 π.Χ. Τότε κάνουν την εμφάνισή τους και άλλα πρωτοελληνικά φύλα, μεταξύ των οποίων αιολικά, που εγκαταστάθηκαν αρχικά στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, πριν εξαπλωθούν σε νοτιότερες περιοχές[4]. Μάλιστα, γίνεται λόγος για ύπαρξη των Βοιοτών στην περιοχή του όρους Βόιο μέχρι περίπου το 1200 π.Χ[5]. Επίσης, ως βέβαιο πρέπει να θεωρούμε το πέρασμα των προϊστορικών Φρυγών (Βρηγών) από την περιοχή, στο πλαίσιο των περιπλανήσεών τους από την Ευρώπη ως την σύντομη εγκατάστασή τους στην κοιλάδα του Αξιού ποταμού, απ’ όπου εκδιώχθηκαν στην Μικρά Ασία. Έτσι, σύμφωνα με τα παραπάνω, μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα λιγοστά ευρήματα στην Άνω Μακεδονία από την Πρώιμη και Μέση Χαλκοκρατία προέρχονται από πελασγικές ή αιολικές εγκαταστάσεις. Στην περιοχή της μετέπειτα Ορεστίδας τέτοια ευρήματα έχουμε σε μερικές θέσεις γύρω από το Τσοτύλι, ελάχιστα ίχνη στο Δισπηλιό και στις οχυρώσεις στο νότιο άκρο της Μικρής Πρέσπας και την άμεση περιοχή της Καστοριάς (Αγ. Αθανάσιος, Ψαλίδα), αν και οι τελευταίες αμφισβητούνται από σύγχρονους ερευνητές.
Ο μακεδόνας βασιλιάς Περδίκκας (700-678 π.Χ) |
Ο Ηρόδοτος πρώτος γράφει για τους τρεις αδερφούς Γαυάνη, Αέροπο και Περδίκκα, απόγονους του Τήμενου από το Άργος της Πελοποννήσου, οι οποίοι έφυγαν από το Άργος στους Ιλλύριους, από εκεί στην πόλη Λεβαία[6] και τέλος στην περιοχή των Αιγών, όπου ίδρυσαν το αρχαίο Μακεδονικό κράτος[7], ενώ σε παρόμοια πλαίσια κινείται και ο Θουκυδίδης[8]. Κατά μία άποψη του Διόδωρου, ο Κάρανος, κατά την μυθολογική παράδοση πρώτος βασιλιάς των Μακεδόνων πριν τον Περδίκκα, ήρθε ως σύμμαχος του βασιλιά της Ορεστίδας κατά των Εορδών, όπου και σχημάτισε το κράτος του εδώ. Οι Τημενίδες αποτέλεσαν τον βασιλικό οίκο των Αργεαδών, ενός μακεδονικού υπόφυλου, που δημιούργησε μετέπειτα το πανίσχυρο και ξακουστό κράτος του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Όλα τα παραπάνω κινούνται βέβαια στα πλαίσια της μυθολογίας, καθώς οι νεότεροι ερευνητές δεν αποδέχονται την καταγωγή των Αργεαδών βασιλέων από τους Τημενίδες και κρίνουν αυτές τις μαρτυρίες ως προσπάθεια σύνδεσης των Μακεδόνων με έναν βασιλικό οίκο της νότιας Ελλάδας και τους Ηρακλειδείς, τους απογόνους του Ηρακλή, ώστε να προσδώσουν περισσότερη αίγλη. Όμως, αυτή η προσπάθεια δείχνει και την πεποίθηση των αρχαίων Μακεδόνων ότι είναι ελληνικό φύλο και έχουν κοινή καταγωγή με τα φύλα που κατοίκησαν στον νότιο ελλαδικό χώρο. Οι Αργεάδες Μακεδνοί φαίνεται να ήταν η ισχυρότερη ανάμεσα στις μακεδονικές φυλές, που στο τέλος της Χαλκοκρατίας εντοπίζονται στην Πίνδο (όρος Λάκμος) και την περιοχή της Καστοριάς, που τότε ονομαζόταν Μάκετα[9]. Με την εμφάνιση των Ορεστών εκτοπίζονται στην περιοχή του Βοΐου ή της Ελιμειώτιδας, απ’ όπου εγκαταστάθηκαν τελικώς στην Ημαθία και πήραν την τελική ονομασία Μακεδόνες[10]. Η μεγάλη πλειοψηφία των σύγχρονων ερευνητών ενστερνίζεται την άποψη του Αππιανού[11] και θεωρεί πως ορμητήριο των Αργεαδών ήταν το Άργος Ορεστικό στην Ορεστίδα και όχι της Πελοποννήσου. Χρονολογικά, αν πάρουμε ως δεδομένο τα χρόνια της βασιλείας του Περδίκκα (700-678 π.Χ) η μετακίνησή τους από την Άνω στην Κάτω Μακεδονία πρέπει να έγινε στα τέλη του 8ου αι. π.Χ. Φυσικά, αν δεχθούμε όμως την άποψη ιστορικών ότι εκτοπίστηκαν νοτιότερα από τους Ορέστες, πρέπει να εγκατέλειψαν την περιοχή της Καστοριάς περί το 1100 π.Χ. Τέλος, όπως γίνεται αντιληπτό, όλα τα παραπάνω δεν έχουν τεκμηριωθεί ανασκαφικά και αποτελούν απόψεις ιστορικών, εθνολόγων και άλλων σύγχρονων επιστημόνων, που περιμένουν την αρχαιολογική σκαπάνη η οποία θα ενισχύσει ή θα απορρίψει τις θέσεις αυτές.
Οι Ορέστες ήταν ένα αρχαίο ελληνικό φύλο που εγκαταστάθηκε στην ευρύτερη περιοχή της Καστοριάς, των Πρεσπών, της κοιλάδας του Άνω Δεβόλη και της σημερινής επαρχίας Βοϊου, μάλλον κατά τη διάρκεια των γενικότερων εθνολογικών μετακινήσεων μετά το τέλος του Τρωϊκού Πολέμου, τον 12ο αι. π.Χ. Το βασίλειό τους ονομάστηκε Ορεστίς (ακόμη Ορεστία και Ορεστιάς[12]) και θεωρούνται σύμφωνα με τον Θουκυδίδη ένα από τα ‘’ξύμμαχα και υπήκοα’’ έθνη του Μακεδονικού Κράτους[13]. Το όνομα Ορεστίδα προέκυψε σύμφωνα με την μυθολογία από τον γιό του Αγαμέμνονα Ορέστη, που ήρθε στην περιοχή μαζί με το γιό του Πενθίλο μετά την δολοφονία της μητέρας του Κλυταιμνύστρας και ίδρυσε το Άργος Ορεστικό[14], πρωτεύουσα του βασιλείου. Κατά την ορθολογική άποψη η λέξη παράγεται από το όρος, λόγω της πληθώρας των βουνών στην εγγύς περιοχή. Επιπλέον, η προέλευση των Ορεστών διχάζει τους αρχαίους συγγραφείς και τους σύγχρονους ιστορικούς, καθώς μνημονεύονται διάφορες απόψεις. Ο Στράβωνας αναφέρει μεν ότι η Πελαγονία ονομαζόταν πρωτύτερα Ορεστίδα, υπονοώντας ότι οι Ορέστες κατήλθαν από εκεί, σε άλλο σημείο όμως τους εντάσσει στις ηπειρώτικες φυλές: ‘’Ηπειρώται δ’ εισί και Αμφιλόχιοι, και οι υπερκείμενοι και συνάπτοντες τοις Ιλλυρικοίς όρεσι, τραχείαν χώραν οικούντες, Μολοττοί τε και Αθαμάνες και Αίθικες και Τυμφαίοι και Ορέσται, Παρωραίοι τε και Αντιτάνες, οι μέν πλησιάζοντες τοις Μακεδόσι μάλλον, οι δε τω Ιονίω Κόλπο’’[15]. Ένα απόσπασμα του Εκαταίου που διασώζεται από τον Στέφανο Βυζάντιο αναφέρει: ‘’Ορέσται Μολοσσικόν Έθνος. Εκαταίος Ευρώπη’’[16], όπως ένα ακόμα του Διονυσίου Περιηγητή: ‘’Ορέσται έθνος εισίν Ευρωπαίον, Μολοσσικόν, από Αγαμενονίδου Ορέστου καλούμενοι’’[17]. Ακόμη επιγραφή από την Δωδώνη μαρτυρούν την κοινή δράση των Ορεστών με τα υπόλοιπα ηπειρώτικα φύλα[18]. Με βάση τα παραπάνω πρέπει να θεωρούμε ως αρχική κοιτίδα και τόπο προέλευσης των Ορεστών την περιοχή της Ηπείρου. Όμως, η στενή σχέση των Αργεάδων Μακεδνών με τους Ορέστες περιπλέκει κάπως τα πράγματα ως προς την κατάταξή τους στα ηπειρώτικα ή τα μακεδονικά φύλα.
Η Άνω Μακεδονία χωρίς την βόρεια Λυγκήστιδα κατά Ριζάκη-Τουράτσογλου (σχέδιο Ι. Σβώλος) |
Κάνοντας μια προσπάθεια περιγραφής των εδαφών και των ορίων της αρχαίας Ορεστίδας θα λέγαμε ότι καταλαμβάνουν το σύνολο της λεκάνης του άνω ρου του Αλιάκμονα ποταμού, την λεκάνη των Πρεσπών και τμήματα των κοιλάδων του Δεβόλη και του Σαραντάπορου ποταμού, κοντά στις πηγές τους. Η Ορεστίδα σύμφωνα με τις πηγές ανήκει στην Άνω Μακεδονία μαζί με την Ελιμειώτιδα, την Εορδαία, την Λυγκήστιδα, την Τυμφαία (και ίσως την Δερρίοπο, την Αντιτανία και την Πελαγονία, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη[19]), δηλαδή τις σύγχρονες περιοχές της Κοζάνης, της Πτολεμαϊδας, της Φλώρινας - Μοναστηρίου, των Γρεβενών και περιοχές σε τμήματα της Π.Γ.Δ.Μ. και της Αλβανίας. Μερικοί ερευνητές δεν συμπεριλαμβάνουν την Τυμφαία ή την ενσωματώνουν στην Ελιμειώτιδα, άλλοι δεν συμπεριλαμβάνουν την Δερρίοπο, την Αντιτανία και την Πελαγονία, ενώ βέβαιη είναι η διοικητική εξάρτηση της Εορδαίας από την Κάτω Μακεδονία. Ως όρια της περιοχής πρέπει να θεωρούμε στις περισσότερες περιπτώσεις ένα φυσικό εμπόδιο, όπως κορυφογραμμές βουνών, ποτάμια, λίμνες ή στενά περάσματα, όπου συναντούμε πολλές φορές αρχαία φρούρια. Ξεκινώντας από ανατολικά, θεωρείται βέβαιο σύνορο με την Λυγκήστιδα και την Εορδαία η κορυφογραμμή της οροσειράς Βαρνούντα - Βέρνου - Άσκιου. Τα ΝΑ σύνορα με την Ελιμειώτιδα ορίζονται διαφορετικά από τους ερευνητές, άλλοι τα τοποθετούν στο στενό ανατολικά της Σιάτιστας (Καραγιαννίων)[20], άλλοι ανάμεσα από την Σιάτιστα και την Εράτυρα[21], ενώ άλλοι στη συμβολή του ποταμού της Πραμόριτσας με τον Αλιάκμονα και τα στενά μεταξύ της Εράτυρας και του Πελεκάνου[22] [23] [24] . Εμείς ακολουθούμε την τρίτη άποψη, καθώς είναι δύσκολο να παραβλέψουμε την μεγάλη πύκνωση των αρχαίων οχυρωμάτων σε εκείνη την περιοχή (Κτίσματα, Σκαφιδάκι, Μαγούλα, Αγ. Γεώργιος Πέλκας, Ριζό, Δρυόβουνο). Ίσως τα όρια εντοπίζονται στο μικρό ποταμάκι Μύριχος, που κατεβαίνει από το Σισάνι, και τα δυτικά φρούρια εντάσσονται στην Ορεστίδα, ενώ τα ανατολικά στην Ελιμειώτιδα. Το σύνολο ακόμη των ερευνητών (εκτός την F. Papazoglu) τοποθετεί τα νότια σύνορα με την Τυμφαία στον ρου της Πραμόλιτσας, βόρεια του σημερινού Αγ. Γεωργίου Γρεβενών. Στα ΝΔ τα όρια με την Παραυαία είναι επίσης συγκεχυμένα, με άλλους ερευνητές να τα τοποθετούν στο Βόϊο, άλλους δυτικότερα. Πιθανότερο είναι να εντοπίζονται στα στενά μεταξύ Γράμμου και Σμόλικα, εντάσσοντας τα πρώϊμα κεραμικά της Ζούζουλης στην Ορεστίδα. Δυτικά, πιθανότερα σύνορα με την Δασσαρήτιδα είναι η κορυφογραμμή του Γράμμου και του Μοράβα, μέχρι το στενό Τσαγγόν, όπως εξάλλου δέχεται και η πλειονότητα των ερευνητών. Βέβαια, πολύ πιθανό είναι το ενδεχόμενο το βασίλειο να επεκτεινόταν κατά καιρούς και δυτικά στην κοιλάδα της Κορυτσάς. Τέλος, βόρεια μπορούμε είτε να δεχτούμε ως όριο την λίμνη Μεγάλη Πρέσπα, είτε να τα μεταφέρουμε λίγο πιο πάνω, εντάσσοντας το σύνολο των Πρεσπών στην περιοχή[25].
Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (1100 – 550 π.Χ)
Στην Ορεστίδα οι σκοτεινοί αιώνες της Εποχής του Σιδήρου διαρκούν πολύ περισσότερο σε σχέση με την νότια Ελλάδα, όπως γίνεται εξ’αλλου σε όλες τις περιοχές της Άνω Μακεδονίας. Αν και εντάσσονται στα πρωτοϊστορικά και όχι τα προϊστορικά χρόνια, δεν υπάρχουν επιγραφικές μαρτυρίες από αυτή την περίοδο, μάλιστα συνηθίζεται ολόκληρη η εποχή να χαρακτηρίζεται με το προσωνύμιο Πρώιμη. Έχει δε και πολλά κοινά με το τέλος της Χαλκοκρατίας, καθώς συνεχίζεται η άβαφη και αμαυρόχρωμη χειροποίητη κεραμική και η χρήση του χαλκού στα κοσμήματα, με την προσθήκη βέβαια του σιδήρου στην οπλουργία. Τα ευρήματα της περιόδου προέρχονται κυρίως από νεκροταφεία ή μεμονωμένα όστρακα και κεραμικά, ενώ υπάρχουν και αρκετά κάστρα, τα οποία δηλώνουν απερίφραστα την κατά καιρούς εχθρική διάθεση ανάμεσα στα γειτονικά φύλα της Άνω Μακεδονίας και την απομόνωση του κράτους. Το κράτος σαφώς αποτελεί βασίλειο, όμως δεν υπάρχουν μαρτυρίες ονομάτων βασιλέων ούτε πόλεων. Έμμεσα μόνο, ίσως μπορούμε να θεωρήσουμε την ύπαρξη του Άργους Ορεστικού στον ευρύτερο πεδινό κάμπο γύρω από τη λίμνη και της Λεβαίας στην περιοχή του Τσοτυλίου.
Αινιγματικό μεταλλικό μικροαντικείμενο με μορφή αιγάγρου από το νεκροταφείο στο Νταηλάκι |
Στο οροπέδιο της Καστοριάς νεκροταφεία της Εποχής του Σιδήρου έχουμε στην Κρεπενή, στη Φωτεινή, στην Άνω Πτεριά και το Νταηλάκι. Ειδικότερα, για την τελευταία θέση που βρίσκεται ανάμεσα στον πολεοδομικό ιστό και τα Α.Τ.Ε.Ι. της πόλης, έχουμε τα περισσότερα ευρήματα. Ανακαλύφθηκε τυχαία το 1996 και την ανασκαφή ανέλαβαν οι Α. Δούμα και Μ. Δούριου, όπου βρήκαν 40 περίπου τάφους, χωρίς προσανατολισμό σε βραχώδες έδαφος και έκταση 10 περίπου στρεμμάτων, που χρονολογούνται στο διάστημα μεταξύ 8ου και 6ου αι. π.Χ. Μερικοί τάφοι σκεπάζονται από λιθοσωρούς, φαινόμενο σύνηθες στη Μακεδονία, ενώ όλοι βρέθηκαν ασύλητοι. Μεταξύ των ευρημάτων έχουμε πληθώρα σιδερένιων όπλων : δόρατα, σπαθιά, ακόντια και μαχαίρια, πήλινα τροχήλατα ή χειροποίητα αγγεία και μπρούντζινα κοσμήματα, όπως χάντρες, πόρπες, διαδήματα και περίαπτα[26]. Απο το Αρμενοχώρι, βόρεια του σύγχρονου Άργους Ορεστικού, παραδόθηκε ένα αινιγματικό μεταλλικό ειδώλιο του 8ου αι. π.Χ. Φρούρια της εποχής σώζονται στον Γέρμα, την Κορησό, την Βέργα, το Μακροχώρι, ίσως το Δεντροχώρι, μαζί με τον πρώιμο λίθινο περίβολο του Δισπηλιού, στα οποία έχουμε αναφερθεί σε άλλες αναρτήσεις. Τέλος, κεραμικά ευρήματα έρχονται από τον Γράμμο στις θέσεις Αλεβίτσα[27], όπου πιθανολογείται η ύπαρξη ιερού, και Ζούζουλη[28].
Κεραμικό αγγείο από τάφο στο Νταηλάκι |
Το αρχαίο τείχος στα κτίσματα Εράτυρας |
Η κατοίκηση στην περιοχή του Βοΐου κατά την Χαλκοκρατία συνεχίζεται σε τοποθεσίες της Πλατανιάς, του Αξιόκαστρου, της Ομαλής και του Τσοτυλίου. Νεκροταφεία βρέθηκαν στην Γκούρα Ράχη Αηδονοχωρίου, το Αξιόκαστρο, το Μπουφάρι Απιδέας, την Ασπρούλα, στα Αμπελοτόπια Βροντής, στη θέση Δραγασιά Λευκοθέας, την Τραπεζίτσα και την γύρω περιοχή του Τσοτυλίου στο Σιανίστι και τις Σαράντα Γκορτσιές. Τα περισσότερα ευρήματα έρχονται από άμεση περιοχή του Τσοτυλίου (Αηδονοχώρι, Απιδέα, Αξιόκαστρο, Σιανίστι, Σαράντα Γκορτσιές), δηλώνοντας την ύπαρξη ενός πυκνού οικιστικού κέντρου εδώ. Περιλαμβάνεται μεγάλη ποικιλία χάλκινων κοσμημάτων, τα λεγόμενα ‘’Μακεδονικά χαλκά’’, μεταλλικά όπλα και ειδώλια, θραύσματα ή ολόκληρα αγγεία. Ακόμη, μεμονωμένα κεραμικά βρέθηκαν στον Αλιάκμονα, το Δαφνερό, την Δραγασιά, το Λευκάδιο, τις Λικνάδες, τη Μολόχα, την Ομαλή, τον Πεντάλοφο, την Περιστέρα, τη Στέρνα, την Πλατανιά και το Πολύλακκο [29]. Εντύπωση ίσως προκαλεί η μεγάλη συγκέντρωση ευρημάτων στο Βόιο σε σχέση με την Καστοριά, όπου βρισκόταν και η πρωτεύουσα. Αυτό όμως σίγουρα έχει να κάνει με την εξαιρετικά ελλιπή ανασκαφή στην δεύτερη, και όχι με την πυκνότητα του πληθυσμού κατά την Εποχή του Σιδήρου. Ακόμα, πρώιμες οχυρώσεις υφίστανται στον Αγ. Γεώργιο Πελεκάνου, το Καστρί και το Ριζό Δρυόβουνου και από την πλευρά της Εράτυρας, στις θέσεις Κτίσματα, Σκαφιδάκι και Μαγούλα. Για όλα αυτά τα οχυρά, όπως και άλλα στην Γαλατινή και τη Σιάτιστα, μελέτες έχει κάνει ο Α. Κεραμόπουλος[30].
Η λεκάνη του Άνω Δεβόλη, γνωστή και ως κοιλάδα της Βίγλιστας - Πολόσκε, ανήκει σήμερα στην Αλβανία και περιλαμβάνει αρκετές θέσεις με οχυρώσεις της Χαλκοκρατίας[31]. Η ζωή εδώ συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της Εποχής του Σιδήρου με βάση πρόσφατες ανασκαφές στην λεκάνη της Κορυτσάς του προγράμματος KOBAS από τον Διεθνές Κέντρο για την Αλβανική Αρχαιολογία (ICAA). Εκ μέρους της Αλβανίας γίνεται μια έντεχνη προσπάθεια απόδοσης όλων των ευρημάτων σε εγκαταστάσεις των αρχαίων Ιλλυρίων, ενισχύοντας την προπαγάνδα του πανιλλυρισμού. Όμως, όπως υποστηρίζει ο διάκριτος N.G.L Hammond οι Ιλλυρίοι που είχαν εξαπλωθεί νότια κατά την Χαλκοκρατία και τις πρώτες ιστορικές περιόδους, αποτραβήχτηκαν βορειότερα το 650 π.Χ περίπου, δίνοντας τη θέση τους σε μακεδονικά και ηπειρώτικα φύλα. Μάλιστα, αναφέρει την περίπτωση του τύμβου στο Kuc-i-Zi κοντά στην Κορυτσά, όπου είναι διακριτή η διαφορά μεταξύ του πρώιμου και του μεταγενέστερου τάφου (Tumulus II), που πιστεύει ότι ανήκει σε κάποιο βασιλικό οίκο των Χαόνων (ηπειρώτικο φύλο)[32]. Παρόμοια, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι τα ευρήματα της κοιλάδας του Δεβόλη στο Tren, το Billist, το Ventrok και το Suec, τουλάχιστον μετά το 650 π.Χ ανήκουν στους Ορέστες, μιας και τα αποδεκτά όρια της Ορεστίδας επεκτείνονται στο στενό Τσαγγόν. Αυτό ενισχύεται από τις παρατηρήσεις του πρωτοπόρου αρχαιολόγου Ν. Παππαδάκη για τη σχέση ανάμεσα σε σφραγίσματα του Αγ. Αχιλλέιου της Μικρής Πρέσπας και του Τρεν[33] και του Α. Κεραμόπουλου για τους τάφους του Τρεμπενίστε (βόρεια της λίμνης Αχρίδας) με ανάλογους μακεδονικούς[34]. Επιφυλασσόμαστε ακόμη να επεκταθούμε και δυτικότερα στην κοιλάδα της Κορυτσάς, θεωρώντας πως τα εκεί ευρήματα αναφέρονται μάλλον στους Δασσαρήτες (χαονικό - ηπειρωτικό φύλο). Τέλος, ευρήματα της εποχής εκλίπουν από την περιοχή της Μικ. Πρέσπας. Αντίθετα, τα κεραμικά ευρήματα στο μικρό νησί της Μεγάλης Πρέσπας, Golem Grad, εντάσσονται με βεβαιότητα στην Ορεστίδα, σύμφωνα με τη διάκριτη σκοπιανή αρχαιολόγο V. Bitrakova-Grozdanova[35]. Επίσης, μια χάλκινη λάμα από εργαλείο που βρέθηκε στο παραλίμνιο Asamati ανήκει σε αυτή την εποχή.
Η νησίδα Γκόλεμ Γκραντ στη Μεγ. Πρέσπα |
πηγές εικόνων
Θ. Ριζάκης – Γ. Τουρατσόγλου, Επιγραφές Άνω Μακεδονίας, τ. Α’, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα, 1985
Χ. Τσούγγαρης, Ανασκαφικές έρευνες στον νομό Καστοριάς το 1997, ΑΕΜΘ 11 (1997)
Γ. Καραμήτρου-Μεντεσίδη, Βόϊον-Νότια Ορεστίς, τ. 1, Θεσ/νίκη, 1999
εφημερίδα Ορεστίς
εφημερίδα Ορεστίς
panoramio.com
προσωπικό αρχείο
προσωπικό αρχείο
[1] Ηροδότου Ιστορίαι, Η’, 137
[2] Ομήρου Ηλιάς, ραψ. Β’, 681-684
[3] Στράβωνος Γεωγραφικά, Ε’, 2.4
[4] Μ. Σακελλαρίου, Εθνικές ομάδες, Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τομ. Α’, εκδ. Χριστοπούλου, 1980, Αθήνα, σ. 368, 369
[5] ο.π, σ. 364, 368, 376, 376
[6] Η πόλη Λεβαία αρχικά τοποθετήθηκε στην περιοχή της Εορδαίας, κοντά στο χωριό Λακκιά. Όμως, αυτή η θέση αμφισβητήθηκε και προτάθηκε στη θέση της η αρχαιολογική τοποθεσία στο Μπουφάρι Απιδέας, κοντά στη σύγχρονη Νεάπολη της Κοζάνης
[7] Ηροδότου Ιστορίαι, Η’, 137
[8] Θουκυδίδου Ιστορίαι, βιβ. Β’, 99
[9] Μαρσύας Μακεδών, FGrH, 135/6.10
[10] N.G.L Hammond, The Macedonian State, τ. ΙΙ, Paperback, 1989, σ. 3-14
[11] Αππιανός, Συριακή, 11.10.63
[12] Μ. Δήμιτσας, Αρχαία γεωγραφία της Μακεδονίας, μέρος β’ Τοπογραφία, Αθήνα, 1870, σ. 79
[13] Θουκυδίδου Ιστορίαι, βιβ. Β’, 99
[14] Στράβωνος Γεωγραφικά, Ζ’, 7.8
[15] ο.π
[16] Στέφανος Βυζάντιος, FGrH, Ι.107
[17] Ευστάθιος, FHG, II.339
[18] Δ. Ευαγγελίδης, Ηπειρωτικά χρονικά 10 (1935), Εν Ιωαννίνοις, σ. 248, 250
[19] Θουκυδίδου Ιστορίαι, βιβ. Β’, 99
[20] F. Papazoglu, Les villes de Macedoine a l’ époque romaine, BCH Suppl., Paris, 1988, σ. 244, 245
[21] Θ. Ριζάκης – Γ. Τουρατσόγλου, Επιγραφές Άνω Μακεδονίας, τ. Α’, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα, 1985, σ. 87
[22] Α. Κεραμόπουλος, Ανασκαφαί και έρευναι εν τη Άνω Μακεδονία, Αρχαιολογική Επετηρίς, Αθήνα, 1932, σ. 99
[23] N.G.L Hammond, A history of Macedonia, τ. 1, Clarenton Press, 1972 , σ. 112, 113
[24] Γ. Καραμήτρου-Μεντεσίδη, Βόίον-Νότια Ορεστίς, τ. 1, Θεσ/νίκη, 1999, σ. 83
[25] ο.π, σ. 82
[26] Χ. Τσούγγαρης, Ανασκαφικές έρευνες στον νομό Καστοριάς το 1997, ΑΕΜΘ 11 (1997), σ. 19-25
[27] Χ. Τσούγγαρης, Ανασκαφικές έρευνες στον νομό Καστοριάς κατά το 1999, ΑΕΜΘ 13 (1999), σ. 612
[28] Κ. Romiopoulou, Some pottery of the Early Ιron Αge from Western Macedonia, BSA 66 (1971), σ. 356
[29] Γ. Καραμήτρου-Μεντεσίδη, Βόίον-Νότια Ορεστίς, τ. 1, Θεσ/νίκη, 1999, σ. 142-150
[30] Α. Κεραμόπουλος, Ανασκαφαί και έρευναι εν τη Άνω Μακεδονία, Αρχαιολογική Εφημερίς 71 (1932), σ. 80-93
[31] G. Karaiskaj, 5000 vjet fortifikime ne Shqiperi, 8 Nentori, Tirane, 1981
[32] N.G.L Hammond, Illyris, Epirus and Macedonia, Cambridge Ancient History, vol. 3, p. 3, University of Cambridge, 1982, σ. 277
[33] Ν. Παπαδάκις, Εκ της Άνω Μακεδονίας, Αθηνά 25 (1913), σ. 450-453
[34] Α. Κεραμόπουλος, Περί των τάφων της Τρεμπενίστας και περί των κατά την Λύχνιδον λαών, Μακεδονικά 2 (1953), Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, σ.
[35] V. Bitrakova-Grozdanova, Golem Grad in Prespa, Macedonian Affairs (Dec 2006-Jan 2007), MIC, σ. 49-56
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια με υβριστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο δεν θα δημοσιεύονται