Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Μικρές ιστορίες 5 : Τα πυργόσπιτα της Καστοριάς

               
Σχέδιο της ανατολικής όψης
της οικίας Γουλιωτίδη
      Στην υπάρχουσα βιβλιογραφία για την αρχιτεκτονική της πόλης της Καστοριάς, συνήθως συναντούμε μελέτες για τους πολυάριθμους αρχοντικούς οίκους της οθωμανικής περιόδου ή τις 61 σωζόμενες βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες της. Ελάχιστα γίνεται λόγος για τα κτίρια της πόλης, που ανεγέρθηκαν κατά τον 20ο αι., κυρίως σε μελέτες του Π. Τσολάκη[1]. Στα μεταγενέστερα αυτά κτίρια παρατηρούνται μεγάλες αλλαγές στον αρχιτεκτονικό ρυθμό και τον τρόπο δόμησης σε σχέση με το κατεστημένο μακεδονίτικο στυλ που κυριάρχησε για δυόμιση περίπου αιώνες στην πόλη. Κατά το μεταίχμιο του 19ου αι. με τον 20ο αι. έλαβαν χώρα οι πρώτες αλλαγές στην μορφή των κτιρίων. Τα σαχνισιά και οι τσατμάδες εγκαταλείφθηκαν, οι φόρμες απλοποιήθηκαν και άρχισε η χρήση των οπτόπλινθων. Το μεταβατικό αυτό στυλ παρουσιάστηκε ως ο πρόδρομος του νεοκλασικισμού στην πόλη, που εμφανίστηκε έναν περίπου αιώνα αργότερα από τη Νότια Ελλάδα, όπως και στις υπόλοιπες υπόδουλες περιοχές της Μακεδονίας[2]. Το νεοκλασικό στυλ επιβλήθηκε πλήρως στην πόλη κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αι. και διατηρήθηκε μέχρι το 1940. Εκατοντάδες κατοικίες με ορθογώνια κάτοψη και πλούσιο διάκοσμο στις όψεις ανεγέρθηκαν τότε στην Καστοριά, οι περισσότερες από τις οποίες διατηρούνται έως σήμερα και έχουν κηρυχθεί ως διατηρητέα μνημεία από τους αρμόδιους φορείς. Η δόμηση γίνεται κυρίως με λίθους και συμπαγείς οπτόπλινθους, ενώ αρκετά περιορισμένη είναι ακόμη η χρήση των μεταλλικών δοκαριών και του σκυροδέματος. Ψευδοπεσσοί, αψίδες, παραστάδες, πλαίσια, ταινίες, ρόδακες και απομιμήσεις κιονοκράνων στολίζουν πλέον το κονίαμα.

                Μετά το 1920, παρουσιάστηκαν και αρκετά δείγματα οικιών που ξεφεύγουν από το καθαρό νεοκλασικό στυλ. Τα κτίσματα αυτά θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε ως εκλεκτικιστικά, καθώς συναρμονίζουν μορφές από διάφορους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς, όπως ο νεοκλασικισμός, ο ιστορισμός, η art-nouveau, το μπαρόκ και το ροκοκό, τα ρομαντικά και νεο-γοτθικά στοιχεία. Στο παρόν άρθρο θα κάνουμε αναφορά μονάχα σε μια υποενότητα των εκλεκτικιστικών κτιρίων της πόλης, που εμφανίζουν πυργοειδή διάταξη με νεο-γοτθικές αναφορές, του λεγόμενου «ελληνοελβετικού ρυθμού». Κοινά στοιχεία των κατοικιών αυτών είναι η αλληλοδιαδοχή ασύμμετρων όγκων και στεγών, οι εξωτερικές διακοσμήσεις και η ύπαρξη ενός ή περισσότερων πύργων με οξύκορφες στέγες στα πρότυπα των πυργόσπιτων της συνοικίας των «Εξοχών» της Θεσσαλονίκης[3].


Οικία Γουλιωτίδη (1925)               
Η οικία Γουλιωτίδη που κατεδαφίστηκε το 1972
       Το εμβληματικό αυτό πυργόσπιτο ανεγέρθηκε από τον μικρασιάτη φαρμακοποιό Θεόδωρο Γουλιωτίδη και η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 1925. Το σχέδιο είναι του βογατσιώτη πολιτικού μηχανικού Τριαντάφυλλου Νάτση και κατασκευαστής ήταν ο κάλφας Κώστας Βαφειάδης. Βρισκόταν ανάμεσα από τις οδούς XV Μεραρχίας και Αγίου Αθανασίου, σε ένα ιδιαίτερα περίοπτο σημείο, έτσι εμφανίζεται σε όλες σχεδόν τις μεσοπολεμικές φωτογραφίες της βόρειας πλευράς της πόλης. Καθώς η κλίση του εδάφους στο σημείο είναι ιδιαίτερα μεγάλη, από την πλευρά της οδού Μεραρχίας είχε 2 ορόφους και από την άλλη είχε 4 ορόφους. Η βασική είσοδος γινόταν από την πάνω πλευρά μέσω ενός προστώου με τοξωτά ανοίγματα. Τα ανοίγματα ήταν ορθογώνια και τοξωτά, ενώ ενδιαφέρον παρουσίαζαν τα διάφορα μπαλκόνια και το δώμα. Διέθετε δύο αλληλοτεμνόμενες δίρριχτες στέγες και δύο πύργους με τετράρριχτες στέγες, καλυπτόμενες με φύλλα μετάλλου. Οι διακοσμήσεις του κονιάματος περιλάμβαναν οριζόντιες σκοτίες, ρόδακες κάτω από τις στέγες, πλαίσια γύρω από τα ανοίγματα και τονισμό των κλειδιών. Μετά το 1955 το κτίσμα διαμορφώθηκε έτσι ώστε να στεγάσει διαφορετικές οικογένειες. Ιδιαίτερο στοιχείο ήταν οι τοιχογραφίες του λαϊκού ζωγράφου Θεμιστοκλή Θεοχάρη στη σάλα και την καλή κάμαρα. Δυστυχώς, το μοναδικό αυτό κτίσμα κατεδαφίστηκε το 1972 και στη θέση του στέκει μια πολυώροφη οικοδομή. Είναι το μοναδικό από τα πυργόσπιτα της περιοχής, για το οποίο υπάρχει διαθέσιμη βιβλιογραφία[4].


Οικία Λάκα (1934)               
        Το μοναδικό πυργόσπιτο της συνοικίας Καλλιθέα είχε αρχικό ιδιοκτήτη τον Δημητρίο (Τζίμη) Λάκα και ανεγέρθηκε το 1934 με μηχανικό τον καστοριανό πολιτικό μηχανικό Ναούμ Στρέζο. Το κτίσμα ανοικοδομήθηκε όταν υπήρχαν μονάχα τα μικρά προσφυγικά σπίτια στην πλαγιά του βουνού και έτσι ξεχώριζε εύκολα. Αποτελείται από τρία επίπεδα, το κατώτερο από τα οποία δομήθηκε από εμφανή λιθοδομή και τα ανώτερα με οπτόπλινθους. Ο βασικός όγκος του αποτελείται από ένα ορθογώνιο με τετράρριχτη στέγη από το οποίο ξεπροβάλει μια πολυγωνική προεξοχή με εξώστη στον όροφο. Στον χώρο της κεντρικής εισόδου υπάρχει ένα προστώο που καταλήγει σε εξώστη. Βασικά στοιχεία της σύνθεσης είναι οι δύο πύργοι, ένας οκταγωνικός και ένας τετράγωνης κάτοψης στην πίσω όψη. Οι διακοσμήσεις είναι ιδιαίτερα λιτές και περιλαμβάνουν μονάχα κάποιες λωρίδες και ορθογώνια σχήματα που δημιουργήθηκαν μεταγενέστερα κάτω από το γείσο του οκταγωνικού πύργου. Πολύ σύντομα μετά την ανέγερσή του, το προνομιακό οικόπεδο με το κτίσμα περιήλθαν στην ιδιοκτησία του Ελληνικού Στρατού και στεγάζει έκτοτε το διοικητήριο της XV Μεραρχίας (η Μεραρχία υποβιβάστηκε τις τελευταίες δεκαετίες σε Ταξιαρχία και σήμερα λειτουργεί ως Σύνταγμα). Πλάι του έχουν δημιουργηθεί διάφορα μεταγενέστερα βοηθητικά κτίσματα και στέγαστρα.


Οικία Καϊτέρη (1936)           
Το σπίτι του Αλ. Καϊτέρη στη Νότια Παραλία

     Το σπίτι του επί χρόνια δημοτικού σύμβουλου και προσωρινού δημάρχου Αλέξανδρου Καϊτέρη ανοικοδομήθηκε το 1936 με σχέδια του Ναούμ Στρέζου δίπλα στις όχθες της λίμνης, στη συνοικία Ντολτσό. Στέκει μέχρι σήμερα σε καλή κατάσταση στη διασταύρωση των οδών Ορεστιάδος 45 (Νότια Παραλία) και Βυζαντίου. Στο άμεσο περιβάλλον του υπήρχαν πολλοί αρχοντικοί οίκοι της Οθωμανοκρατίας, των οποίων η αυλή (αβγατή) έφθανε στις όχθες της λίμνης και περιλάμβανε ένα ξύλινο γεφύρι που βοηθούσε την πρόσβαση στις βάρκες. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 η στάθμη της λίμνης υποβιβάστηκε τεχνητά και έτσι αποκαλύφθηκαν τα δύο παραλιακά μέτωπα της πόλης. Στην ουσία, η οικία Καϊτέρη ανεγέρθηκε στην αβγατή του αρχοντικού Παπαμόσχου τα πρώτα χρόνια μετά την υποτίμηση των υδάτων. Το κτίσμα αποτελείται από υπερυψωμένο ισόγειο και όροφο και έχει κάτοψη σχήματος Γ και έναν κεντρικό εξαγωνικό πύργο. Μια μικρή εξωτερική κλίμακα οδηγεί στον καμπύλο εξώστη του ισογείου και την κεντρική εξώθυρα. Από πάνω υπάρχει δεύτερος καμπύλος εξώστης. Οι στέγες είναι δίρριχτες, εκτός από αυτή του πύργου, που είναι εξαγωνική οξύκορφη σκεπασμένη με φύλλα μετάλλου. Τα ανοίγματα είναι ορθογώνια και τοξωτά με τονισμό του κλειδιού. Οι διακοσμήσεις είναι λιτές και περιλαμβάνει ορθογώνια με ρόδακες κάτω από το γείσο του πύργου και κάποιες λωρίδες ή πλαίσια. Μεταγενέστερα έχει προστεθεί μια διώροφη προσθήκη με δίρριχτη στέγη και μικρό εξώστη στη βόρεια πλευρά και στο πίσω τμήμα μια ακόμη άστοχη προσθήκη με δώμα και μια εξωτερική κλίμακα με εξώστη. Η κατοικία αυτή, καθώς βρίσκεται σε μια από τις πιο ειδυλλιακές περιοχές της πόλης, κατοικείται χωρίς διακοπή μέχρι σήμερα.


Η οικία Καϊτέρη στις μέρες μας
           

Οικία Καραβέλη (1937)
               
Η οικία Καραβέλη
       Στην οδό Χριστοπούλου 22 στέκει μέχρι σήμερα ένα διώροφο πυργόσπιτο που ανεγέρθηκε από τον Αθανάσιο Καραβέλη κατά το έτος 1937. Μετέπειτα αποτέλεσε οικία του καθηγητή Αντώνη Καλαφατίδη, ενώ σήμερα στεγάζει ένα φροντιστήριο ξένων γλωσσών. Το κτίσμα δομήθηκε κυρίως με λιθοδομή που είναι εμφανής μόνο σε τμήματα της πρόσοψης. Η τοξωτή κεντρική είσοδος βρίσκεται στο ισόγειο του μοναδικού τετράγωνου πύργου και είναι προσβάσιμη από μια μικρή κλίμακα. Στα υπέρθυρα των ανοιγμάτων της πρόσοψης υπάρχουν τόξα με τονισμένο το κλειδί. Οι υπόλοιπες διακοσμήσεις αφορούν λωρίδα κάτω από το γείσο της στέγης και πλαίσια στα παράθυρα. Ιδιαίτερα περίτεχνα είναι το μικρά ξύλινα φουρούσια στο γείσο των στεγών και η σφαίρα στην κορυφή του πύργου. Οι μικροί μπετονένιοι εξώστες και η προσθήκη στο πίσω μέρος συμπληρώνουν τη σημερινή εικόνα του κτιρίου.

                



Οικία Σέκρου (1938)
Η οικία Σέκρου, όταν στέγαζε
τις εγκαταστάσεις του Ο.Τ.Ε.
                Το τελευταίο χρονικά σπίτι με αυτό τον αρχιτεκτονικό ρυθμό που ανεγέρθηκε στην πόλη είναι η οικία του Ζήση Σέκρου, που σώζεται μέχρι σήμερα στη συμβολή των οδών Αγίου Αθανασίου 30 και Σαχίνη. Μηχανικός και εδώ ήταν ο Ναούμ Στρέζος. Το εντυπωσιακό αυτό κτίσμα περιελάμβανε αρχικά δύο ορόφους και ημιυπόγειο, ενώ πρόσφατα έχει προστεθεί ακόμη ένα επίπεδο ως σοφίτα. Το σχήμα της κάτοψης ομοιάζει αρκετά με την οικία Καϊτέρη καθώς έχει σχήμα Γ και διαθέτει έναν εξάγωνο κεντρικό πύργο. Η κεντρική εξωτερική κλίμακα οδηγεί ομοίως σε έναν εξώστη και την κεντρική είσοδο, ενώ από πάνω υπάρχει ακόμη ένας καμπύλος εξώστης. Σε μια μακρά μεταπολεμική περίοδο το κτίριο στέγασε τις εγκαταστάσεις του Ο.Τ.Ε., ενώ τις τελευταίες δεκαετίες λειτουργούσε μετά από ριζική ανακαίνιση ως ξενοδοχείο. Έχει υποστεί πολλές μετατροπές και προσθήκες τόσο κατ’ επέκταση όσο και καθ’ ύψος. Επίσης, το ύφος του σήμερα είναι αλλαγμένο σε σχέση με το αρχικό, καθώς έχουν προστεθεί πολλές σύγχρονες διακοσμήσεις.



Η οικία Σέκρου σήμερα μετά την μετατροπή της σε ξενοδοχείο


Οικία Ζάχου (1920)    
Το σπίτι των Ιωάννη και Μιχάλη Ζάχου
στο Άργος Ορεστικό
Κατ’ εξαίρεση θα αναφερθούμε και σε ένα ιδιαίτερο πυργόσπιτο εκτός της πόλης, που βρίσκεται στο Άργος Ορεστικό επί της οδού Τυπάδη 9. Η οικία αυτή ανήκε στον ιατρό, βουλευτή και δήμαρχο Ιωάννη Ζάχο και ανεγέρθηκε το 1920 με πιθανό μηχανικό τον Τριαντάφυλλο Νάτση. Μετέπειτα πέρασε στην ιδιοκτησία του υιού του, του επίσης γιατρού και δημάρχου Μιχάλη Ζάχου. Το σπίτι του Ζάχου βρίσκεται πάνω σε μικρό λόφο και ήταν περίοπτο μέχρι την μαζική ανέγερση των πολυκατοικιών στην πόλη. Το αρχικό μεγαλύτερο οικόπεδο διχοτομήθηκε και το μισό δωρήθηκε από τον ιδιοκτήτη για την ανέγερση του 2ου Δημοτικού Σχολείου της πόλης. Αποτελείται από τρία επίπεδα και έχει περίπου τετράγωνη κάτοψη. Εδώ υπάρχει μια ευρηματική αλληλοδιαδοχή των όγκων και των δίρριχτων στεγών, που συνδυάζονται αρμονικά με νεοκλασικά, ρομαντικά, ροκοκό και γοτθικά στοιχεία. Η μικρή κλίμακα οδηγεί στο προστώο και την περίτεχνη κεντρική τοξωτή εξώθυρα. Η διακόσμηση είναι πλούσια με ημικυκλικά τόξα, σκοτίες, περιμετρικές λωρίδες και ταινίες, και ολοκληρώνεται με περίτεχνα ξυλόγλυπτα σχέδια στο προστώο και τη βεράντα του ορόφου. Το χρώμα της ώχρας που υπάρχει σήμερα πιθανολογούμε ότι ήταν και το αρχικό. Ένα ακόμη ιδιαίτερο στοιχείο είναι ένα μεγάλο μετάλλιο κάτω από το γείσο της στέγης με τα αρχικά του ιδιοκτήτη. Μεταγενέστερα έχουν γίνει κάποιες μικρές προσθήκες στο πίσω μέρος, ενώ μετά το θάνατο της τελευταίας ιδιοκτήτριας παραμένει κενό μαζί με τον εκτεταμένο κήπο του.


πηγές εικόνων
αρχείο Π. Τσολάκη
αρχείο Γ. Γκολομπία
αρχείο Ν. Μουτσόπουλου
προσωπικό αρχείο



[1] Π. Τσολάκης, Πολεοδομικές και αρχιτεκτονικές έρευνες στην Καστοριά, University Studio Press, Θεσ/νίκη, 1996· Π. Τσολάκης, «Το αστικό σπίτι της Καστοριάς 1900-1940», Επιστημονική Επετηρίδα Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ 20, (2005-2007), Το Αίθριον, Θεσ/νίκη, σ. 43-67· Π. Τσολάκης, Η αρχιτεκτονική της παλιάς Καστοριάς, Eπίκεντρο, Θεσ/νίκη, 2008
[2] Για τη μετάβαση από τα παραδοσιακά στα νεωτεριστικά αρχιτεκτονικά πρότυπα στον βορειοελλαδικό χώρο βλέπε: Δ. Φιλιππίδης, «Επιδράσεις κλασικισμού στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική», Πρακτικά Πανελληνίου Συνεδρίου «Νεοκλασική πόλη και αρχιτεκτονική», Θεσσαλονίκη 2-4 Δεκεμβρίου 1983, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης - Σπουδαστήριο Ιστορίας Αρχιτεκτονικής, Θεσ/νίκη, 1983, σ. 237-240· Ν. Μουτσόπουλος, «Το τέλος της μεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής», Πρακτικά Πανελληνίου Συνεδρίου «Νεοκλασική πόλη και αρχιτεκτονική», Θεσσαλονίκη 2-4 Δεκεμβρίου 1983, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης - Σπουδαστήριο Ιστορίας Αρχιτεκτονικής, Θεσ/νίκη, 1983, σ. 276-278· Α. Καραδήμου-Γερόλυμπου, Μεταξύ Ανατολής και Δύσης: Θεσσαλονίκη και βορειοελλαδικές πόλεις στο τέλος του 19ου αι., University Studio Press, Θεσ/νίκη, 2004· Μ.Ε. Θεοδωρίδου-Σωτηρίου, Αρχιτέκτονες και αρχιτεκτονική πρακτική στον βορειοελλαδικό χώρο (1870-1912), ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, Αθήνα, 2006· Α. Οικονόμου, «Η αρχιτεκτονική της Φλώρινας κατά την Απελευθέρωση. Η μετάβαση από την Ανατολή στη Δύση» στο Κ. Φωτιάδης - Σ. Ηλιάδου-Τάχου - Β. Βλασίδης (επιμ), Η Δυτική Μακεδονία: Από την ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος έως σήμερα, Πρακτικά Γ’ Διεθνούς Συνεδρίου, Φλώρινα 8-11 Νεομβρίου 2012, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας - Επίκεντρο, Θεσ/νίκη, 2014, σ. 128 - 149
[3] Ν. Μουτσόπουλος, Αρχοντόσπιτα της Θεσσαλονίκης, ΕΜΣ, Θεσ/νίκη, 1976· Ξ. Σκαρπιά-Χόϊπελ, «Η δεύτερη κατοικία – το ελληνοελβετικό στυλ», Πρακτικά Πανελληνίου Συνεδρίου «Νεοκλασική πόλη και αρχιτεκτονική», Θεσσαλονίκη 2-4 Δεκεμβρίου 1983, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης - Σπουδαστήριο Ιστορίας Αρχιτεκτονικής, Θεσ/νίκη, 1983, σ. 297-303· Β. Κολώνας, Η Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών: Εικονογραφία της συνοικίας των Εξοχών (1885-1912), University Studio Press, Θεσ/νίκη, 2014
[4] Π. Τσολάκης, «Η οικία Θ. Γουλιωτίδη στην Καστοριά» στο Π. Τσολάκης, Πολεοδομικές και αρχιτεκτονικές έρευνες στην Καστοριά, University Studio Press, Θεσ/νίκη, 1996, σ. 75-92

1 σχόλιο:

  1. Καταπληκτικό άρθρο - μελέτη θα έλεγα για τα πυργόσπιτα της Καστοριάς . Μπράβο στον συντάκτη - μελετητή για την δουλειά του .

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σχόλια με υβριστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο δεν θα δημοσιεύονται

Back to Top