Οι πρώτες
μαρτυρίες ανθρώπινης δραστηριότητας στην περιοχή της Καστοριάς ανάγονται πριν
από 7500 χρόνια περίπου, σύμφωνα με τα ευρήματα που βρέθηκαν στις ανασκαφές των
νεολιθικών οικισμών στο Δισπηλιό, την Αυγή και την Κολοκυνθού. Μεγάλο
επιστημονικό ενδιαφέρον προσελκύει ιδιαίτερα ο Λιμναίος Νεολιθικός Οικισμός του
Δισπηλιού, καθώς αποτελεί τον μοναδικό ανασκαμμένο του είδους του σε ολόκληρη
τη χώρα. Στο Δισπηλιό βρέθηκαν προϊστορικές πασσαλόπηκτες κατασκευές, όταν το
1932 ο αρχαιολόγος Α. Κεραμόπουλλος επισκέφθηκε την περιοχή μετά την τεχνητή
υποβάθμιση της στάθμης της λίμνης. Ακόμη, βρέθηκαν προϊστορικά μονόξυλα,
οστέινα εργαλεία και μουσικά όργανα, ειδώλια, κεραμικά σπαράγματα διαφόρων
περιόδων και μια τεράστιας σημασίας ξύλινη πινακίδα που μοιάζει να είναι
χαραγμένη με κάποιο προϊστορικό είδος γραφής. Σήμερα, όλα αυτά εκτίθενται στον
μικρό χώρο τεκμηρίωσης και το μοναδικό οικομουσείο με τις σύγχρονες
αναπαραστάσεις των καλυβών. Στην Αυγή υπάρχει επίσης ένα επισκέψιμο κέντρο
τεκμηρίωσης και τα σκάμματα των εξελισσόμενων εργασιών.
Η αναπαράσταση των λιμναίων νεολιθικών καλυβών στο Οικομουσείο του Δισπηλιού. |
Η υπόλοιπη προϊστορική περίοδος δεν τεκμηριώνεται επαρκώς στην περιοχή της Καστοριάς. Δηλαδή από τη Μυκηναϊκή Εποχή του Χαλκού δεν υπάρχουν πολλά ευρήματα (παρά μόνο λίγα στο Δισπηλιό και εικασίες για ύπαρξη τειχών στη χερσόνησο της λίμνης), ενώ δεν είμαστε σίγουροι για το ποιοι κατοικούσαν στην περιοχή. Περί το 1900 π.Χ. πρέπει να εμφανίστηκαν τα πρώτα πρωτοελληνικά φύλα, αρχικά Αιολών και αργότερα Δωριαίων.
Ακολουθώντας
την ιστορική συνέχεια, στην περιοχή εγκαταστάθηκαν ο βασιλικός οίκος των Αργεάδων
Μακεδνών, που μετοίκησαν αργότερα στην Κάτω Μακεδονία, και οι ηπειρώτικης καταγωγής
Ορέστες. Σύμφωνα με τις πηγές, το αρχαίο μακεδονικό βασίλειο της Ορεστίδας
ανήκε στην Άνω Μακεδονία, είχε πρωτεύουσά της το αρχαίο Άργος Ορεστικό και
κάλυπτε τις σημερινές περιοχές της Καστοριάς, του Βοΐου, των Πρεσπών και του
Δεβόλη στην Αλβανία. Από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (1100-550 π.Χ) έχουμε
αρκετά ευρήματα, αλλά κανένα ίχνος γραφής. Τα ευρήματα περιλαμβάνουν κυρίως
μεταλλικά όπλα και κοσμήματα, πήλινα σκεύη και αγαλματίδια, που προέρχονται από
νεκροπόλεις στην Κρεπενή, στη συνοικία Νταϊλάκη της Καστοριάς, και το Άργος
Ορεστικό. Κατά την Αρχαϊκή και Κλασική Εποχή (550-323 π.Χ.) οι Ορέστες
αποκόπηκαν από το Μολοσσικό Κοινό και συμμάχησαν με το Μακεδονικό Κράτος του Περδίκκα,
του Αρχέλαου, του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Από εκείνη την περίοδο
προέρχονται το μεγαλιθικό οχυρό του Δισπηλιού, το αγαλματίδιο του συμποσιαστή
από το ιερό του βουνού Αλεβίτσα, η μαρμάρινη ανάγλυφη στήλη και η μοναδική
σφίγγα της Πενταβρύσου, όπως και δεκάδες άλλες επιτύμβιες επιγραφές.
Μετά τον
θάνατο του Αλεξάνδρου, η Ορεστίδα κυριαρχείται από τους επιγόνους του και
δέχεται τις επιθέσεις Παιόνων, Δαρδάνων και Ιλλυρίων. Το έτος 197 π.Χ. οι
ρωμαϊκές λεγεώνες κατακτούν αναίμακτα την περιτειχισμένη πόλη Κέλετρο, που
εικάζεται ότι βρισκόταν στη σημερινή θέση της Καστοριάς, και για τον λόγο αυτό
παραχωρούν ένα καθεστώς αυτονομίας στους Ορέστες. Το επονομαζόμενο «Κοινό των Ορεστών», που ιδρύθηκε μάλλον κατά την Αρχαϊκή Εποχή συνέχισε να υφίσταται και
στα ρωμαϊκά χρόνια, όπως μας πληροφορούν η γνωστή τιμητική επιγραφή στον
Αυτοκράτορα Κλαύδιο και το μεγάλης σημασίας «Δόγμα των Βαττυναίων», δηλαδή η
ενεπίγραφη στήλη που βρέθηκε κοντά στο Κρανοχώρι Καστοριάς, όπου πιθανόν
βρισκόταν η αρχαία πόλη Βάττυνα. Εκτός τη Βάττυνα και το Κέλετρον, γνωστή είναι
η πόλη Λύκη στο νησάκι του Αγίου Αχιλλείου Πρεσπών, το Πέλλιον στην περιοχή της
Κορυτσάς και μια ακόμη άγνωστη κοντά στο Σισάνι. Η έδρα του «Κοινού των
Ορεστών» των ρωμαϊκών χρόνων πιθανότατα βρίσκεται στη θέση Παραβέλα στο Άργος
Ορεστικό, σύμφωνα με σύγχρονες απόψεις των αρμόδιων αρχαιολόγων. Ακόμη, σε
μικρή απόσταση από την Παραβέλα σώζονται τα τείχη και παλαιοχριστιανικές
βασιλικές της πόλης Διοκλητιανούπολη.
Ανεδειγμένο τμήμα του τείχους που περιέβαλε τη ρωμαϊκή πόλη Διοκλητιανούπολη, λίγο έξω από το Άργος Ορεστικό. |
Η ρωμαϊκή
Διοκλητιανούπολη, που αποτελούσε έδρα χριστιανικής επισκοπής της Θεσσαλίας,
δέχθηκε τις επιδρομές των Γότθων και περιέπεσε σταδιακά σε καθεστώς παρακμής. Ο
βυζαντινός Αυτοκράτορας Ιουστινιανός, βλέποντας το ευπρόσβλητο σημείο που ήταν
χτισμένη, μετέφερε τους κατοίκους στη φύσει οχυρωμένη χερσόνησο της λίμνης και
έτσι ίδρυσε την Καστοριά στα μέσα του 6ου αι. μ.Χ. Το όνομα της
πόλης, παρά τις κατά καιρούς αβάσιμες ετυμολογήσεις, το πιθανότερο είναι
προέρχεται από τη λέξη κάστρο ή μάλλον τη λατινική της προέλευση castrum. Για τα πρώτα χρόνια
ύπαρξης της Καστοριάς δεν διαθέτουμε πολλές πληροφορίες, αλλά γνωρίζουμε ότι
υπέστη επιδρομές από τους Αβάρους, τους Βουλγάρους και τους Πετσενέγγους μέχρι
την κατάληψή της από τον Αυτοκράτορα Βασίλειο Β’ Βουλγαροκτόνο το 1018 μετά την
πολιορκία του κάστρου Λογγάς. Στην οχυρωμένη καστροπολιτεία χτίστηκαν δεκάδες
βυζαντινές εκκλησίες και φαίνεται να ήταν τόπος κατοικίας σημαντικών βυζαντινών
αρχόντων, σύμφωνα με τις σωζόμενες τοιχογραφίες. Αποτελούσε δε έδρα ξεχωριστού
θέματος, ενώ η ομώνυμη μητρόπολη υπαγόταν στην Αρχιεπισκοπή Οχρίδας ως
πρωτόθρονη, δηλαδή πρώτη τη τάξει.
Τοιχογραφία από τον βυζαντινό ναό των Αγίων Αναργύρων στο Απόζαρι της Καστοριάς. Οι δωρητές άρχοντες Άννα Ραδηνή και Θεόδωρος Λημνιώτης ενώπιον της Βρεφοκρατούσας. |
Στα τέλη του
11ου αι. η Καστοριά καταλήφθηκε προσωρινά από τους Νορμανδούς και
επανακαταλήφθηκε από Αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄Κομνηνό. Στην περίοδο της
Λατινοκρατίας μετά το 1204 επικρατούσε μια ρευστή κατάσταση με διαδοχικές
καταλήψεις από τους Νορμανδούς, τους Βουλγάρους, το Δεσποτάτο της Ηπείρου και
την Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Τελικά, μετά την καθοριστική μάχη της Πελαγονίας
το 1259 καταλαμβάνεται από την Αυτοκρατορία της Νίκαιας και επιστρέφει στο
βυζαντινό Κράτος. Το 1342 καταλαμβάνεται οριστικά από τους Σέρβους του Στέφανου
Δουσάν και στη συνέχεια περιέρχεται στο προσωρινό κράτος του ηγεμόνα Μάρκο
Κράλιεβιτς. Περί το 1372 την πόλη κατέχει πλέον ο αρχοντικός αλβανικός οίκος
Μουζάκη και το 1385 καταλαμβάνεται οριστικά από τον Οθωμανό Τούρκο στρατηγό
Γαζή Εβρέν.
Τον 15ο
αι. η πόλη της Καστοριάς ήταν πληθυσμιακά η τρίτη μεγαλύτερη πόλη ολόκληρης της
βαλκανικής χερσονήσου μετά τη Θεσσαλονίκη και τα Σκόπια. Ο πληθυσμός πλέον
αποτελούνταν από ελληνόφωνους χριστιανούς, μουσουλμάνους αλβανικής και
τουρκικής καταγωγής και Εβραίους, που χωρίζονταν στα τρία αντίστοιχα μιλέτια.
Στις αρχές του 18ου αι. ξεκινά η μεγάλη περίοδος ακμής της πόλης,
χάρη στα έσοδα των εμπόρων που παροικούσαν σε πόλεις της Κεντρικής και
Ανατολικής Ευρώπης. Η γουνοποιία εμφανίζεται ως ένας κλάδος που αποφέρει μεγάλα
κέρδη και έτσι στην πόλη κτίζονται εκπληκτικές αρχοντικές οικίες, δεκάδες από
τις οποίες σώζονται έως σήμερα. Το πνευματικό υπόβαθρο της Καστοριάς και της
βλαχόφωνης Κλεισούρας αναπτύσσεται σε μεγάλο βαθμό, καθώς ελληνικά
εκπαιδευτήρια ιδρύονται ήδη το 1705 και αναδεικνύονται σημαντικοί λόγιοι όπως ο
Σεβαστός Λεοντιάδης, ο Θωμάς Μανδακάσης, ο Ιωάννης Νικολίδης, ο Δημήτριος
Δάρβαρις και ο Αθανάσιος Χριστόπουλος. Επίσης, το θρησκευτικό συναίσθημα των
κατοίκων είναι ιδιαίτερα έντονο με αποτέλεσμα διάφορα μοναστήρια να
ανοικοδομηθούν και πολλά ιερά πρόσωπα που κατάγονταν ή σχετίστηκαν με την
Καστοριά να ανακηρυχθούν ως Άγιοι σε μεταγενέστερες εποχές.
Αναπαράσταση τμήματος της πόλης με τις οχυρώσεις στα τέλη του 19ου αι. από τον Νικ. Μουτσόπουλο. |
Ενώ ήδη από
τα πρώτα χρόνια της Οθωμανοκρατίας είχαν εκδηλωθεί κάποια μεμονωμένα
επαναστατικά κινήματα στην περιοχή, στα χρόνια του Ρήγα Φεραίου εμφανίζονται
πιο έντονες διεργασίες. Τα αδέρφια Ιωάννης και Παναγιώτης Εμμανουήλ αποτελούν
άμεσους συνεργάτες του Ρήγα που τον ακολουθούν στον θάνατο. Την ίδια περίοδο
εκδηλώνονται πολλές εξεγέρσεις, γνωστές ως Ορλωφικά, και επικρατεί ένα γενικό
κλίμα αναταραχών. Τότε, καταστράφηκαν από τους Τουρκαλβανούς τα πολυπληθή και
πλούσια βλαχοχώρια Γράμμουστα, Λινοτόπι και Νικολίτσα στις πλαγιές του όρους
Γράμμος. Στις αρχές του 19ου αι. ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων επεκτείνει
την κυριαρχία του στην Καστοριά και αναμορφώνει τα παλιά βυζαντινά τείχη του
Ιουστινιανού. Το 1822, στην ελληνική επανάσταση της Νάουσας συμμετείχε και καστοριανό
σώμα υπό τον οπλαρχηγό Ιωάννη Παπαρέσκα.
Μετά τις
οθωμανικές μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ στα μέσα του 19ου αι.,
κτίζονται στην πόλη και τους οικισμούς της πολλά εκπαιδευτήρια, είτε οθωμανικά
είτε ελληνικά. Η πόλη ανήκει πλέον στη δικαιοδοσία του Σαντζακίου Κορυτσάς και
του Βιλαετιού Μοναστηρίου. Επίσης, τα περισσότερα σωζόμενα αρχοντικά και μεταβυζαντινές εκκλησίες που βλέπουμε σήμερα στις παραδοσιακές συνοικίες του Ντολτσό και του
Απόζαρι προέρχονται από εκείνη την εποχή.
Η μεγαλοπρεπής Ελληνική Σχολή της Καστοριάς (μετέπειτα 2ο Δημοτικό Σχολείο) σε μεταπολεμική φωτογραφία. Το κτίριο στεκόταν στην οδό Αγ. Μηνά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950. |
Το 1870
ιδρύεται η Βουλγαρική Εξαρχία και ξεκινά η αντιπαλότητα Ελλήνων, Βουλγάρων και
λιγότερο Ρουμάνων, που θα οδηγήσει στις ένοπλες συγκρούσεις, τον γνωστό μας
Μακεδονικό Αγώνα. Αρχικά, ο δάσκαλος Αναστάσιος Πηχιών με τους συνεργάτες του
και αργότερα ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης με τον καπετάν-Κώττα και
άλλους ντόπιους οπλαρχηγούς θα προσπαθήσουν να περιορίσουν τη βουλγαρική
επιρροή στην περιοχή, που βασιζόταν στη σλαβόφωνη ομιλία πολλών κατοίκων της
επαρχίας. Το 1903 εκδηλώθηκε το αποτυχημένο επαναστατικό κίνημα των εξαρχικών
της περιοχής, γνωστό ως Επανάσταση του Ίλιντεν, με τραγικά αντίποινα εκ μέρους
των Οθωμανών. Το 1904 καταφθάνει ο Παύλος Μελάς στην περιοχή και σκοτώνεται στο
χωρίο των Κορεστίων Στάτιστα. Έκτοτε καταφθάνουν στην περιοχή πολλοί Έλληνες
αξιωματικοί και εθελοντές, όπως ο Γεώργιος Κατεχάκης, ο Γεώργιος
Τσόντος-Βάρδας, ο Ευθύμιος Καούδης, ο
Γεώργιος Δικώνυμος-Μακρής, ο Δούκας Γαϊτατζής, ο Παύλος Γύπαρης, ο Ιωάννης
Καραβίτης, ο Γεώργιος Βολάνης, ο Αντώνιος Βλαχάκης, ο Ζαχαρίας Παπαδάς και ο
Νικόλαος Τσοτάκος, αναλαμβάνοντας δράση εναντίον των εξαρχικών. Μαζί τους οι
ντόπιοι οπλαρχηγοί Παύλος Κύρου, Δημήτριος Νταλίπης, Νικόλαος Νταϊλάκης,
Λάζαρος Αποστολίδης, Ναούμ Σπανός, Φιλόλαος Πηχιών, Κωνσταντίνος Ντόγρας,
Απόστολος Μαργαρίτης, Ισίδωρος Σιδέρης και Ιωάννης Νακίτσας με τους άνδρες
τους. Πολλές μάχες πραγματοποιήθηκαν το διάστημα 1904-1908 στα Κορέστια, το
Βίτσι, την Πόπολη, τα Καστανοχώρια και το Νεστόριο, έως το τέλος του αγώνα και
την Επανάσταση των Νεότουρκων.
Με την
κήρυξη των Βαλκανικών Πολέμων οι Καστοριανοί καταλαβαίνουν πως πλησιάζει το
τέλος των 527 ετών υποδούλωσης. Έτσι, μετά τη συνδρομή και τις μάχες των Κρητών
εθελοντών, την 11η Νοεμβρίου 1912 απελευθερώνονται η πόλη της Καστοριάς και το Άργος Ορεστικό από τμήμα του Ελληνικού Ιππικού υπό τον Ιωάννη
Άρτη. Κατά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο εξαλείφονται επίσης οι βουλγαρικές ομάδες
που δρούσαν στην περιοχή.
Η πόλη της Καστοριάς γύρω στα 1900 και ο πολιούχος Άγιος Μηνάς. Φωτογραφική σύνθεση. |
Στον Α’
Παγκόσμιο Πόλεμο στην περιοχή εγκαταστάθηκαν γαλλικές δυνάμεις που πολεμούσαν
στο Μακεδονικό Μέτωπο και μετά τον πόλεμο αποχώρησαν πολλοί κάτοικοι για τη
Βουλγαρία. Βέβαια, η μεγάλη αλλαγή συντελέστηκε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Τότε, ανταλλάχθηκαν οι περίπου 14000 μουσουλμάνοι της επαρχίας με περίπου 8000
πρόσφυγες κυρίως από τον Πόντο και τα παράλια της Προποντίδας. Η αποκατάσταση
των προσφύγων ήταν μια μακρά διεργασία που διήρκεσε από τα μέσα της δεκαετίας
του 1920 έως το 1940. Τα οθωμανικά μνημεία καταστράφηκαν και έγινε προσπάθεια αναμόρφωσης
της εικόνας της πόλης και των οικισμών στα δυτικά πρότυπα. Εκατοντάδες
νεοκλασικές και εκλεκτικιστικές οικίες πήραν τη θέση των παραδοσιακών
μακεδονίτικων σπιτιών, αλλάζοντας ριζικά την εικόνα της πόλης. Παράλληλα,
πραγματοποιήθηκαν μεγάλα έργα υποδομής, όπως η υποβάθμισης της λίμνης Ορεστιάδα,
η χάραξη νέων δρόμων και η κατασκευή σχολείων και εκκλησιών, κυρίως μέσω της
συνδρομής του βενιζελικού Υπουργού Ιωάννη Βαλαλά. Επιπλέον, ο πληθυσμός
αυξήθηκε ραγδαία και αναπτύχθηκαν κωμοπόλεις όπως το Άργος Ορεστικό, το
Νεστόριο, το Βογατσικό, η Κορησός και η Μεσοποταμία.
Μεσοπολεμική άποψη του βορειοδυτικού τμήματος της πόλης. Στην πλαγιά του βουνού διακρίνονται τα σπίτια του προσφυγικού συνοικισμού της Καλλιθέας. |
Με την
έναρξη του Ελληνο-ιταλικού Πολέμου την 28η Οκτωβρίου 1940, τις
πρώτες επιθέσεις δέχθηκαν τα βουνά του Γράμμου. Ο ηρωικός Συνταγματάρχης
Κωνσταντίνος Δαβάκης απέκρουσε επιτυχώς στην περιοχή του Επταχωρίου τις
ιταλικές σφοδρότατες επιθέσεις. Το Έπος του 1940 γράφτηκε με χρυσά γράμματα στα
βουνά της περιοχής. Στις 16 Απριλίου 1941 η Καστοριά καταλαμβάνεται από τις
γερμανικές μεραρχίες μετά τις μάχες της Κλεισούρας και του Άργους Ορεστικού. Ο
νεότευκτος Νομός Καστοριάς περιέρχεται
στο ιταλικό κατοχικό τμήμα για περισσότερο από δύο έτη και έπειτα στο γερμανικό,
μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας. Στις συνθήκες της δύσκολης Κατοχής,
αναδείχθηκε και το αντιστασιακό κίνημα με πρωτεργάτη τον Επταχωρίτη Γεώργιο
Γιαννούλη που ύψωσε την ελληνική σημαία στο Νεστόριο. Δυστυχώς όμως, μετά την
επική νίκη στον Φαρδύκαμπο Σιάτιστας των συνανασπιμένων αριστερών και
εθνικόφρονων αντιστασιακών, ξεκίνησαν οι εμφύλιες συγκρούσεις ήδη από τον
Απρίλιο του 1943. Την άνοιξη του 1944 συμβαίνουν δυο τραγικά γεγονότα στην
περιοχή: η εκτόπιση και η εξόντωση του συνόλου των Εβραίων της Καστοριάς και το Ολοκαύτωμα της Κλεισούρας.
Έλληνες στρατιώτες στα βουνά της περιοχής, κατά την νικηφόρα αντεπίθεση εναντίον των Ιταλών το 1940-41. |
Η αποχώρηση
των Γερμανών από την Καστοριά έγινε την 11η Σεπτεμβρίου 1944, αλλά
το φίλημα της ελευθερίας δεν κράτησε για πολύ. Ακολούθησε η μικρή πεντάμηνη
περίοδος της ΕΑΜοκρατίας με διώξεις πολιτών δεξιών φρονημάτων. Την «Ερυθρή
Τρομοκρατία» ακολούθησε η «Λευκή Τρομοκρατία», όταν άρχισαν να διώκονται οι
πολίτες αριστερών φρονημάτων. Ο Εμφύλιος Πόλεμος δεν άργησε να εκδηλωθεί με
δραματικά αποτελέσματα για τους κατοίκους της περιοχής. Από τον Απρίλιο του
1946 έως τον Αύγουστο του 1949 οι οικισμοί της περιοχής πλήρωσαν βαρύ τίμημα,
καθώς βρέθηκαν στο επίκεντρο των συγκρούσεων. Δεκάδες χωριά του Γράμμου και του
Βιτσίου εγκαταλείφθηκαν δια παντός με τους κατοίκους τους είτε να περιορίζονται
στην πόλη και άλλα αστικά κέντρα είτε να καταφεύγουν σε χώρες της Ανατολικής
Ευρώπης. Τα παιδιά αποτέλεσαν το μεγαλύτερο θύμα του πολέμου, καθώς χιλιάδες
από αυτά συγκεντρώθηκαν στις βασιλικές παιδουπόλεις ή στάλθηκαν σε
κομμουνιστικές χώρες. Το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου βρήκε την Καστοριά και τους
οικισμούς της μισοκατεστραμμένη, εξαθλιωμένη οικονομικά και πληθυσμιακά αιμορραγούσα.
Άνδρες του Δημοκρατικού Στρατού κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο
στην απόκρημνη τοποθεσία Τσουγγάρια Αρρένας στο νότιο Γράμμο.
|
Κατά τη μεταπολεμική περίοδο ξεκίνησε η αργή ανάπτυξη
και ανοικοδόμηση της περιοχής. Στη δεκαετία του 1960 μεγάλο τμήμα του πληθυσμού
κατέφυγε στη δυτική Ευρώπη για εύρεση εργασίας. Την επόμενη όμως δεκαετία η
βιοτεχνία της γούνας γνώρισε πολύ μεγάλη ακμή και οι διεθνείς εξαγωγές
κατέστησαν την Καστοριά μια από τις πλουσιότερες ελληνικές πόλεις. Περί το 1990
η γουνοποιία άρχισε να παρακμάζει και ο πληθυσμός παραμένει στάσιμος ή
μειώνεται. Η ανακήρυξη του παραδοσιακού τμήματος και εκατοντάδων κατοικιών ως
διατηρητέων μνημείων, σε συνδυασμό με την εξυγίανση της λίμνης και την
αξιοποίηση των οικισμών και του ορεινού τοπίου, έστρεψε τα τελευταία χρόνια τους κατοίκους στους
τομείς του πολιτισμού και του τουρισμού.
Γουνεργάτες και γουνεργάτριες σε μεταπολεμικές μεταποιητικές βιοτεχνίες γούνας. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια με υβριστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο δεν θα δημοσιεύονται