Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013

Σύγχρονοι εικαστικοί καλλιτέχνες (μέρος 1ο)

                
Β. Παπαντίνας, Η οδός Καπετάν Λάζου στο Ντολτσό,
λάδι σε καμβά
       Για να ερευνηθεί περισσότερο σχολαστικά η τοπική ιστορία μιας περιοχής δεν αρκεί ο μελετητής να παραμείνει στην αναφορά ή την ανάλυση των ιστορικών γεγονότων. Αυτό γιατί τα ιστορικά γεγονότα, παρ’ ότι κατέχουν κυρίαρχο ρόλο στο σκοπό αυτό, δεν είναι ικανά από μόνα τους να προσφέρουν μια καλή θέαση της δομής των παρελθοντικών κοινωνιών, αλλά πρέπει να συνδυαστούν με την εντρύφηση σε διάφορες άλλες παραμέτρους. Ιστορία μιας περιοχής είναι η ηθογραφία και λαογραφία του παρελθόντος, είναι οι οικονομικές συνιστώσες και οι πολιτικές συμπεριφορές. Είναι η γλώσσα, η παιδεία, η εθνική συνείδηση, η κατά καιρούς εξουσία και η κοινωνική διαστρωμάτωση, είναι τα γραπτά και κτιστά μνημεία, η αρχιτεκτονική, η θρησκεία, το μεταβαλλόμενο φυσικό περιβάλλον και χίλια δυο ακόμη. Ιστορία είναι ο πολιτισμός, είναι και η τέχνη. Έτσι, στην προσπάθειά μας να επεκτείνουμε λιγάκι αυτή την έρευνα, μεταφερόμαστε σε ένα θέμα που δεν θα λέγαμε ότι συγκαταλέγεται στην κλασική θεώρηση της ιστορίας. Συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά όλοι μαζί και παρουσιάζονται οι βασικότεροι εικαστικοί καλλιτέχνες του 20ου αι, που κατάγονται από την περιοχή της Καστοριάς. Δεν θα αναφερθούμε στους μεταβυζαντινούς λαϊκούς καλλιτέχνες της Οθωμανοκρατίας, αλλά στους νεωτεριστές που παρήγαγαν έργα σύγχρονης τέχνης. Αν και η γειτονική Φλώρινα έχει (δικαιωματικά) τη ‘’φήμη’’ της πόλης των καλλιτεχνών, διαπιστώνει κανείς ότι και η περιοχή της Καστοριάς έχει να επιδείξει μια σειρά πολύ αξιόλογων καλλιτεχνών. Οι περισσότεροι από αυτούς σταδιοδρόμησαν μακρυά της και εισέπραξαν πανελλήνια ή και παγκόσμια αναγνώριση. Ίσως πολύ περισσότερη από αυτή που δέχτηκαν και συνεχίζουν να δέχονται στην πόλη που τους γέννησε.        






Νικόλαος (Κόλτσης) Παπαγιάννης (1870-1953) αγιογράφος, ζωγράφος
                Γεννήθηκε στην Κλεισούρα Καστοριάς το 1870. Από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1890 αγιογραφεί επιτοίχιες και φορητές εικόνες σε ναούς της γενέτειράς του και οικισμών της γύρω περιοχής στους Καζάδες Φλώρινας και Καστοριάς. Σε πιο ώριμη ηλικία στρέφεται στην κοσμική ζωγραφική και διακοσμεί τοίχους αρχοντικών στην Κλεισούρα, το Νυμφαίο και τη Θεσσαλονίκη. Αποτελεί έναν από τους πρωτοπόρους ζωγράφους της Δυτικής Μακεδονίας που στράφηκαν σε νεοκλασικές αναζητήσεις, ακολουθώντας το κυρίαρχο πνεύμα της νεοελληνικής ζωγραφικής του 19ου αι, που εμφανίστηκε αργοπορημένα στην περιοχή. Βέβαια, σε μια πιο απλοποιημένη, λαϊκότροπη εκδοχή τους, καθώς ο ζωγράφος δεν φοίτησε σε κάποια ακαδημαϊκή σχολή. Στην θεματολογία του περιλαμβάνει απεικονίσεις αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων, αντίγραφα έργων αναγεννησιακών ζωγράφων. Εντάσσει νεοκλασικά πλαίσια και διακοσμήσεις στις συνθέσεις του και χρησιμοποιεί έντονα χρώματα, όπως και χρυσές διακοσμήσεις. Ως πρότυπα χρησιμοποιούσε εικόνες από επιστολικά δελτάρια της εποχής. Τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του έζησε στη Θεσσαλονίκη, όπου και πέθανε το 1953[1].




Βασίλειος Χατζής (1870-1915) ζωγράφος               
Β. Χατζής, Το λιμάνι της Καβάλας, 1913, λάδι σε καμβά 
       Ο Βασίλειος Χατζής είναι γεννημένος στην οθωμανοκρατούμενη Καστοριά το 1870 από οικογένεια ξυλεμπόρων με καταγωγή από τον οικισμό Γιαννοχώρι. Σε μικρή ηλικία μετοικεί με την οικογένειά του στην Πάτρα, όπου τελειώνει το σχολείο και αναπτύσσει μια στενή βιωματική σχέση με την θάλασσα και τα πλοία που άραζαν στο λιμάνι της πόλης. Tο διάστημα 1886-93 φοιτά στο Σχολείο Καλών Τεχνών της Αθήνας έχοντας ως καθηγητές τους Νικηφόρο Λύτρα και Κωνσταντίνο Βολανάκη. Τα πρώτα χρόνια του 20ου αι. ξεκινά να παρουσιάζει τα έργα του σε εκθέσεις της Αθήνας και της Αλεξάνδρειας, ενώ μαζί με τον ζωγράφο Ν. Αλεκτορίδη ανοίγουν το δικό τους εργαστήριο και ιδρύουν την Εταιρεία Καλλιτεχνών.Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων 1912-13 τοποθετείται επίσημα από την ελληνική κυβέρνηση σε πολεμικό πλοίο ώστε να αποτυπώσει ζωγραφικά τη νικηφόρο προέλαση του ελληνικού ναυτικού, καθώς τα σχετικά με τη θάλασσα και τη ναυσιπλοΐα έργα του είχαν γίνει γρήγορα γνωστά. Τέλος, πεθαίνει σε ηλικία 45 ετών στην Αθήνα.
                Ο ζωγράφος ασπάστηκε από τα πρώτα του βήματα τις καταβολές των καθηγητών του, βασικών εκπροσώπων του νεοελληνικού νεοκλασικισμού στη ζωγραφική και εντάχθηκε ουσιαστικά στο κυρίαρχο καλλιτεχνικό ρεύμα του 19ου αι., τον ακαδημαϊκό ρεαλισμό. Οι ρίζες του κινήματος αυτού ως γνωστόν έλκονται από την Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου, όπου σπούδαζαν οι περισσότεροι έλληνες ζωγράφοι του 19ου αι. μετά την εγκατάσταση του βασιλιά Όθωνα. Στα έργα του Χατζή εμφανίζονται όλα σχεδόν τα γνωρίσματα της λεγόμενης ‘’Σχολής του Μονάχου’’, το δραματοποιημένο και πομπώδες σκηνικό, η έντονη χρωματική παλέτα, η ρεαλιστική απόδοση των χαρακτηριστικών και η απεικόνιση σκηνών από την καθημερινή ζωή. Βέβαια, επειδή ασχολείται κυρίως με θαλασσογραφίες, τα περιγράμματά στα ώριμα έργα του είναι λιγότερο σαφή και οι μορφές αποτελούνται από μικρές πινελιές, που δηλώνουν πρόδρομα στοιχεία της ακολουθούμενης ιμπρεσιονιστικής τοπιογραφίας. Τα περισσότερα έργα του εκτίθενται σήμερα στην Εθνική Πινακοθήκη, την Πινακοθήκη της Λάρισας - Συλλογή Ι. Κατσίγρα και την Πινακοθήκη του Μουσείου Αβέρωφ στο Μέτσοβο[2].




Αριστοτέλης Ζάχος (1871-1939) αρχιτέκτονας, ζωγράφος               
Ο Αριστοτέλης Ζάχος (1871-1939)
            Γεννήθηκε στην πόλη της Καστοριάς το 1871 και ήταν γιός του σιατιστινού διδάσκαλου Αθανάσιου Ζάχου, ο οποίος είχε διοριστεί στο Αλληλοδιδακτικό Σχολείο Καστοριάς. Σε βρεφική ηλικία μετοικεί οικογενειακώς στα Βελεσσά και αργότερα ολοκληρώνει τις εγκύκλιες σπουδές του στο Μοναστήρι. Το 1890 μετακινείται για σπουδές στη Γερμανία, όπου φοιτά αρχιτεκτονική στα Πολυτεχνεία του Μονάχου, της Στουτγκάρδης και της Καρλσρούης. Εργάζεται παράλληλα ως βοηθός του καθηγητή J. Durm στην Κρατική Υπηρεσία Δημοσίων Έργων, συμμετέχοντας στον σχεδιασμό σημαντικών δημοσίων κτιρίων. Το 1906 επισκέπτεται μαζί με τον καθηγητή του την Ελλάδα, όπου και παραμένει διακόπτοντας τις σπουδές του. Εγκαθίσταται παροδικά στη Θεσσαλονίκη, απ΄όπου θα ξεκινήσει μια μακρά περιήγηση στις ελληνικές πόλεις (1909-10), σχεδιάζοντας και φωτογραφίζοντας, μαζί με τον ζωγράφο Ν. Φερεκίδη. Το 1913 εκπονεί πολεοδομική μελέτη για τη Θεσσαλονίκη, το 1917 συμμετέχει στη διεθνή επιτροπή υπό τον γάλλο E. Hebrard για την ανοικοδόμηση της πόλης μετά από την πυρκαγιά και το 1918 αναλαμβάνει την αποκατάσταση του κατεστραμμένου ναού του Αγίου Δημητρίου. Εν συνεχεία εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα και εκπονεί τα πολεοδομικά σχέδια της Μυτιλήνης και Τρίπολης και μελέτες δεκάδων ναών, δημοσίων κτιρίων και κατοικιών σε όλη τη χώρα. Το 1931 τιμάται για το έργο του με Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών και πεθαίνει το 1939.
               
Α. Ζάχος, Η Μονή Καρέα, 1910,
υδατογραφία
        Σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από έντονες αναζητήσεις των δημιουργών στην αρχιτεκτονική και την τέχνη, ο Ζάχος θα θέσει το δικό του στίγμα για την ανανέωση των μορφών και θα αναδειχθεί σε έναν από τους πρωτοπόρους εκλεκτικιστές έλληνες αρχιτέκτονες. Ως σφοδρός πολέμιος του νεοκλασσικισμού του 19ου αι. θα πειραματιστεί σε πολλούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς, προσαρμόζοντάς τους  όμως στη νεοελληνική πραγματικότητα. Στα πρόδρομα έργα του συναντά κανείς στοιχεία της μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής (ρωμανικής και γοτθικής), του μακεδονικού και αιγαιοπελαγίτικου παραδοσιακού ρυθμού, του ρομαντισμού και της αρτ νουβώ. Στα μεταγενέστερα καταλήγει στην δημιουργική αναπαραγωγή βυζαντινών προτύπων συνδυασμένα με μια ελληνοκεντρική, ρομαντική διάθεση, δημιουργώντας τον λεγόμενο ‘’νεοβυζαντινό’’ ρυθμό, ο οποίος ρυθμός θα αντιγραφεί διαστρεβλωμένος και κατά συρροή μεταπολεμικά, αποτελώντας σχεδόν το μοναδικό σύγχρονο στυλ ναοδομίας. Πέρα από την αρχιτεκτονική, στους πίνακές και τα σχέδια του Αριστοτέλη Ζάχου διακρίνονται τα ιμπρεσιονιστικά και ρομαντικά στοιχεία της τοπιογραφίας και μια έκδηλη αφοσίωση στην εκκλησιαστική και λαϊκή παράδοση[3].
               




Λεωνίδας Παπάζογλου (1872-1918) φωτογράφος
Διακοσμητική επιγραφή του φωτογραφείου
των αδερφών Παπάζογλου
                Ο Λεωνίδας Παπάζογλου, πρωτότοκος γιος του Παναγιώτη και της Ρούσας, γεννήθηκε στην πόλη της Καστοριάς και μετοίκησε οικογενειακώς και σε μικρή ηλικία στην Κωνσταντινούπολη, όπου μαθήτευσε δίπλα σε άγνωστο φωτογράφο. Τα τελευταία χρόνια του 19ου αι. επιστρέφει στην Καστοριά και δημιουργεί μαζί με τον αδερφό του Παντελή το πρώτο φωτογραφείο της πόλης, παράλληλα με αυτό του Γιαννάκη Μανάκια[4] στα Ιωάννινα. Η καλλιτεχνική σταδιοδρομία του Παπάζογλου συνέπεσε χρονικά με σημαντικά ιστορικά γεγονότα, όπως ο Μακεδονικός Αγώνας, η επανάσταση των Νεότουρκων και η απελευθέρωση από τον ελληνικό στρατό. Έτσι, το έργο του αποτελεί την βασική οπτική πηγή των γεγονότων εκείνων στην περιοχή. Έζησε εργαζόμενος ως φωτογράφος μέχρι το τέλος σύντομης της ζωής του στην Καστοριά και πέθανε σε ηλικία 46 ετών από ισπανική γρίπη. Το πατρικό του σπίτι βρισκόταν στη συνοικία Δραγωτά, στη νότια παραλία της πόλης, και υπέστη μεγάλες ζημιές από ιταλική βόμβα κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο[5].
                Ο δημιουργός φωτογράφιζε είτε σε κλειστό είτε σε ανοιχτό χώρο, πολύ συχνά με φόντο έναν μεταφερόμενο μουσαμά - σκηνικό με ζωγραφιές δέντρων. Περιοριζόταν στην αποτύπωση μεμονωμένων προσώπων ή ομάδων ατόμων, πολλές φορές μαζί με ζώα, ενώ εκλείπουν τα τοπία στις σωζόμενες ‘’πλάκες’’ του. Φωτογράφιζε άτομα κάθε ηλικίας, κοινωνικής τάξης και εθνικότητας της οθωμανοκρατούμενης πόλης, ενώ φαίνεται να ‘’κυνηγούσε’’ τις ασυνήθιστες εικόνες. Χαρακτηριστικές για την ρεαλιστική ωμότητά τους οι φωτογραφίες με βασανισμένα πτώματα ελλήνων, κομμένα κεφάλια κομιτατζήδων ή ατόμων με δυσπλασίες. Γενικώς, αρεσκόταν σε μια θεατρική απεικόνιση των προσώπων, δίνοντας τους ένα ιδιαίτερο δραματικό ή γλαφυρό ύφος ανάλογα την περίσταση. Η τεχνική του είναι άξια θαυμασμού ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα, καθώς το αποτέλεσμα ήταν μια καθαρή φωτογραφία με ωραίο φωτισμό, η οποία είχε την φυσικότητα και ζωντάνια να σου διηγηθεί ένα γεγονός. Οι 2500 περίπου γυάλινες φωτογραφικές πλάκες του Παπάζογλου που σώθηκαν από τον ιατρό Γ. Γκολομπία ανήκουν σήμερα στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης.      
   



Νικόλαος Δόντας (1882-1940) αγιογράφος, ζωγράφος, φωτογράφος
                Γεννήθηκε στο Άργος Ορεστικό το 1882 και μαθήτευσε αγιογραφία στο Άγιο Όρος για 10 έτη. Μετοίκησε στην Καρδίτσα, όπου ήρθε σε επαφή με τον ζωγράφο Δ. Γιολδάση και αγιογράφησε πολλούς κεντρικούς ναούς της πόλης. Εκτός από την αγιογραφία ασχολήθηκε με προσωπογραφίες και αργότερα με τη φωτογραφία. Πέθανε το 1940 στην Καρδίτσα[6], ενώ έργα του εκτίθενται σήμερα στη Δημοτική Πινακοθήκη της πόλης.




Ζωή Χαλβατζή - Παπαϊωάννου (1918-1980) γλύπτρια, ζωγράφος
                Η Ζωή Χαλβατζή - Παπαϊωάννου γεννήθηκε το 1918 στον Γέρμα Καστοριάς, παντρεύτηκε τον Εμμανουήλ Χαλβατζή και διέμεινε στην Κοζάνη αρκετά χρόνια. Γιός της είναι ο βουλευτής και ιστορικό στέλεχος του ΚΚΕ Σπύρος Χαλβατζής. Εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα και ξεκινά την συστηματική ενασχόλησή της με την τέχνη σε μεγαλύτερη ηλικία τη δεκαετία του ’70, οπότε παρουσίασε τα έργα της σε αρκετές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις. Επέλεξε ανθρωποκεντρικά θέματα στα έργα της, αποδίδοντας άλλοτε ρεαλιστικά και άλλοτε εξπρεσιονιστικά τις μορφές. Τα γλυπτά της είναι πολύ συχνά αναφορικά με στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής των αγροτών. Πέθανε το 1980 στην Αθήνα[7].     




Αντώνης Φωτίου (1919-2002) ζωγράφος
Α. Φωτίου, Το εσωτερικό της οικίας του,
λάδι σε καμβά
        Ο Αντώνης Φωτίου γεννήθηκε το 1919 στο Άργος Ορεστικό. Στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ και φυλακίστηκε από τους κατακτητές το διάστημα 1942-43 για αντιστασιακή δράση. Φοίτησε στη Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1946-52) με δάσκαλους τους Δ. Μπισκίνη, Π. Μαθιόπουλο και Α. Γεωργιάδη. Ανήκε πολιτικά στον χώρο της αριστεράς και φυλακίστηκε για 4 χρόνια στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Μετά την αποφυλάκισή του εγκαταστάθηκε μόνιμα στην γενέτειρά του, όπου και ανέπτυξε έντονη πνευματική δράση[9]. Φιλοτέχνησε αρκετούς πίνακες, διακόσμησε αντικείμενα και εσωτερικούς χώρους. Η θεματολογία του περιλαμβάνει τοπία (αρκετά από το Άργος Ορεστικό), προσωπογραφίες, απόψεις εσωτερικών χώρων και αντικείμενα της νεκρής φύσης. Επιλέγει την ρεαλιστική απόδοση των λεπτομερειών και τα ζωηρά χρώματα σε συνδυασμό με μια λυρική διάθεση που μεταδίδει πνευματική γαλήνη στον θεατή. Απεβίωσε το 2002 στον τόπο που γεννήθηκε. Η πλούσια βιβλιοθήκη του φυλάσσεται σήμερα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Άργος Ορεστικού και η πατρική του οικία σώζεται στο κέντρο της πόλης.







Βασίλης Παπαντίνας (1920-1995) ζωγράφος               
Β. Παπαντίνας, Το αρχοντικό Μπασάρα
στο Ντολτσό, λάδι σε καμβά
          Ο Βασίλης Παπαντίνας γεννήθηκε στην Καστοριά το 1920, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Σπούδασε στη Νομική Σχολή και την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Επέστρεψε στην Καστοριά, όπου άσκησε για πολλές δεκαετίες επιτυχώς το επάγγελμα του δικηγόρου. Παράλληλα, φιλοτέχνησε δεκάδες ζωγραφικούς πίνακες με εικόνες από τα παραδοσιακά κτίσματα και τα στενά σοκάκια της πόλης, αποτελώντας τον πλέον αντιπροσωπευτικό εικονογράφο της πόλης. Παρ΄όλο που επιδιώκει το ρεαλιστικό αποτέλεσμα, οι πίνακές του χαρακτηρίζονται από ιμπεριονιστικά στοιχεία της τοπιογραφίας. Η σύνθεση γίνεται με χιλιάδες μικρές πινελιές με παχιές στρώσεις χρώματος, δεν υπάρχουν σαφή περιγράμματα και το μαύρο απουσιάζει. Επιλέγει θερμούς και ζωηρούς τόνους που φωτίζουν τον πίνακα, ενώ χειρίζεται καλά την προοπτική, την αίσθηση του βάθους, τη σκίαση και το φυτικό περιβάλλοντα χώρο. Έργα του έχουν εκτεθεί σε πολλές ομαδικές εκθέσεις στην Καστοριά και το 2006 έγινε προς τιμήν του μια μεγάλη αναδρομική έκθεση στη Θεσσαλονίκη με συνοδευτικό κατάλογο έργων, που επιμελήθηκε ο Γ. Γκολομπίας. [8].






Δημήτρης Χατζής (Dimitri Hadzi) (1921-2006) γλύπτης               
D. Hadzi, Propylaea, 1982, έγχρωμοι γρανίτες
     Αν και γεννήθηκε στο Greenwich και μεγάλωσε στο Brooklyn της Νέας Υόρκης τον συμπεριλαμβάνουμε στον κατάλογο των καστοριανών καλλιτεχνών, καθώς οι γονείς του ήταν καστοριανοί που μετανάστευσαν στις Η.Π.Α πριν τη γέννησή του. Μαθήτευσε σε αρχικά σε ελληνικό σχολείο, ερχόμενος σε επαφή με την ελληνική γλώσσα, ιστορία και μυθολογία που επηρέασαν καταλυτικά το μελλοντικό του έργο. Αργότερα, σπουδάζει χημεία στο Τεχνικό Λύκειο και Πολυτεχνείο του Brooklyn. Κατά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, το διάστημα 1942-46, υπηρετεί στην Αμερικανική Αεροπορία σε ένα απομονωμένο νησί του Ειρηνικού Ωκεανού και επιστρέφει στις Η.Π.Α αποφασίζοντας να ακολουθήσει καλλιτεχνικές σπουδές. Το 1950 αποφοιτά από την διάσημη Σχολή Τεχνών της Cooper Union και συνεχίζει τις σπουδές του στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο της Αθήνας και τη Σχολή Καλών Τεχνών της Ρώμης. Στη Ρώμη θα νυμφευθεί και θα παραμείνει για περίπου 25 χρόνια, καθώς του προσφέρθηκε καλλιτεχνικό στούντιο της Αμερικανικής Ακαδημίας. Εκεί, θα διαπρέψει στα καλλιτεχνικά δρώμενα της πόλης, εκθέτει τα γλυπτά του σε πολλές γκαλερί, κάνει γνωριμίες με σημαντικούς δημιουργούς, εκπροσωπεί επανειλημμένα τις Η.Π.Α στην Έκθεση Biennale της Βενετίας και αποσπά διεθνή βραβεία και συνεργασίες με τα κορυφαία μουσεία του κόσμου. Το 1975 επιστρέφει στις Η.Π.Α και αναλαμβάνει θέση καθηγητή στο Harvard University, την οποία διατήρησε μέχρι το 1989[10]. Έπειτα, δημιουργεί το εργαστήριό του στο Cambridge της Μασσαχουσέτης, όπου συνεχίζει να δημιουργεί μέχρι τον θάνατό του το 2006[11].
D. Hadzi, Asine, 1995,
έγχρωμοι γρανίτες
                 Από τα πρώτα δημιουργικά του χρόνια στις αρχές της δεκαετίας του ’60 αρέσκεται στην μεταμόρφωση του μαλακού χαλκού σε μικρά αφηρημένα γλυπτά με λίθινη έδραση, με τα οποία θα συνεχίσει να ασχολείται αδιάλειπτα. Λιγότερο συχνά είναι τα εξ’ ολοκλήρου λίθινα και τα κεραμικά έργα μικρής κλίμακας, με τα οποία ασχολήθηκε σε πιο ώριμη ηλικία. Όμως, τα έργα που είναι περισσότερο αντιπροσωπευτικά του καλλιτέχνη και γνωστά στο κοινό είναι τα μνημειακής κλίμακας δημόσια γλυπτά. Η εξελικτική πορεία που ακολουθεί από τις σπουδές και τα προπλάσματα έως το full scale γλυπτό είναι μια ιεροτελεστία συνεχούς εργασίας και βελτίωσης. Στα δημόσια γλυπτά του άλλοτε χρησιμοποιεί τον χαλκό με πάτινα και άλλοτε έγχρωμους φυσικούς λίθους, όπως γρανίτες, μάρμαρα, βασάλτες και δολομίτες. Άλλοτε είναι καμπυλόμορφα και δυναμικά, άλλοτε μονολιθικά και στιβαρά, όμως πάντοτε αφαιρετικά και αφηρημένα. Υπάρχει μια αντιθετική αρμονία μεταξύ πλήρους και κενού, οριζόντιου και κατακόρυφου, γωνίας και καμπύλης, στιλπνότητας και τραχύτητας. Οι μορφές του δημιουργού ακολουθούν κατά βάση τις επιταγές του αφαιρετικού εξπρεσιονισμού στη γλυπτική, που μερικές φορές εντάσσουν υποψίες κλασσικών ή μπαρόκ στοιχείων, ενώ συχνά συνοδεύονται από την παρουσία νερού. Η θεματολογία του είναι σχεδόν πάντα αναφορική με την αρχαία ελληνική ή λατινική μυθολογία σε μια σύγχρονη, συμβολική εκδοχή της. Σήμερα, πολυάριθμα έργα του Hadzi κοσμούν κεντρικά δημόσια σημεία αμερικανικών πόλεων και πανεπιστημίων, ως μια παρακαταθήκη στο παγκόσμιο κοινό.   






Ανδρέας (Λάκης) Χατζηαθανασίου (1922-; ) γλύπτης, ζωγράφος
                Κατάγεται από την Κορησό Καστοριάς, όπου γεννήθηκε το 1922. Σε ηλικία 28 ετών μετανάστευσε στη Ρουμανία και αποφοίτησε από το Institutul de Arte Plastice ‘’N. Grigorescu’’ το 1959. Μέχρι το 1970 εργαζόταν και παρουσίαζε τα έργα του σε εκθέσεις στο Βουκουρέστι, απ’ όπου μεταφέρθηκε στη Γερμανία. Το 1975 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα. Ασχολήθηκε ενδελεχώς με τη ζωγραφική, την υαλουργία και την κεραμική, όμως τα πλέον χαρακτηριστικά έργα του καλλιτέχνη είναι τα γλυπτά από φυσικό ξύλο. Χειρίστηκε το ξύλο όχι ως υλικό, αλλά ως οντότητα, αφού χρησιμοποιεί ολόκληρες ρίζες ή τμήματα από κορμούς δέντρου και σκαλίζει πάνω μορφές ανθρώπων και ζώων. Ο φλοιός δίνει μια βιολογική διάσταση στις συνθέσεις του με ενδιαφέροντα αποτελέσματα[12].





Νικόλαος Πιστικός (1925-2019) μακετίστας, μινιατουρίστας
Ο Ν. Πιστικός με την πρώτη μακέτα
του ''Ψαράδικα'' το 1950

         Γεννήθηκε στην πόλη της Καστοριάς το 1925, όπου και τελείωσε τα εγκύκλια μαθήματά του. Εργάστηκε για τρεις δεκαετίες ως κουρέας και μετέπειτα ως έμπορος έργων λαϊκής τέχνης. Αυτοδίδακτος, ναΐφ καλλιτέχνης, είχε ιδιαίτερη έφεση στη χειροτεχνία από μικρή ηλικία. Στα τέλη της δεκαετίας του ’40 ξεκίνησε να κατασκευάζει αρχικά διακοσμημένα μικροαντικείμενα και στη συνέχεια ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την κατασκευή μακετών, συνήθως σε αρχιτεκτονικές κλίμακες 1:25 ή 1:50. Η θεματολογία των μακετών του περιλαμβάνει αποκλειστικά καστοριανά κτίσματα (εκκλησίες, αρχοντικά) ή τοπία. Παράγει ρεαλιστικά έργα με ιδιαίτερη έμφαση στη μορφολογική και κατασκευαστική λεπτομέρεια των κτιρίων. Ως βασικά υλικά χρησιμοποιoύσε γύψο, γουταπέρκα (ρητίνη) ή πολυεστέρα, τα οποία χρωματίζε και συμπλήρωνε με ξύλινο ή φυτικό διάκοσμο. Τα έργα του εκτίθενται σε αίθουσα του Μουσείου Κέρινων Ομοιωμάτων, Λαογραφίας & Προϊστορίας Μαυροχωρίου Καστοριάς [13].  








πηγές εικόνων
συλλογή Εθνικής Πινακοθήκης - Μουσείου Αλέξανδρου Σούτζου, Αθήνα
συλλογή Τελλόγλειου Ιδρύματος Τεχνών, Θεσσαλονίκη
αρχείο Ν. Πιστικού
αρχείο Μορφωτικού Συλλόγου '' Η Ορεστίς'' Άργους Ορεστικού
Ε. Φεσσά - Εμμανουήλ / Ε. Μαρμαράς, 12 έλληνες αρχιτέκτονες του Μεσοπολέμου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Αθήνα, 2005
Λ. Παπάζογλου (επιμ. Γ. Γκολομπίας / Κ. Αντωνιάδης), Φωτογραφικά πορτραίτα από την Καστοριά και την περιοχή της την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, Θεσ/νίκη, 2005
Γ. Γκολομπίας / Β. Παπαντίνας, Διαδρομές στην παλιά Καστοριά, Δήμος Θεσσαλονίκης, Θεσ/νίκη, 2006
dimitrihadzi.com
panoramio.com



[1]  Κ. Μακρής, Επιδράσεις του νεοκλασικισμού στην ελληνική λαϊκή ζωγραφική 1880-1930, Παρατηρητής, Θεσ/νίκη, 1986, σ. 13, 26, 29
    Ε. Μηλιατζίδου - Ιωάννου, Ο κλεισουριώτης ζωγράφος του Νυμφαίου, Μακεδονική Ζωή 132 (1978), σ. 4-7
[2]  Κ. Χασιώτης, Η καταγωγή και το έργο του ζωγράφου Β. Χατζή, Φλώρινα, 1972
    Σ. Λυδάκης, Οι έλληνες ζωγράφοι. Η ιστορία της νεοελληνικής ζωγραφικής (16ος - 20ος αι), Μέλισσα, Αθήνα, 1976, σ. 98, 137, 165, 166
    Τ. Σπητέρης, Τρεις αιώνες νεοελληνικής τέχνης 1660-1967, τ. Γ, Πάπυρος Εκδοτικός Οργανισμός, Αθήνα, 1979, σ. 308, 309
    Μ. Βλάχος, Η ελληνική θαλασσογραφία, Ολκός, Αθήνα, 1993, σ. 181, 182, 231-236, 242, 255
    Ν. Μισιρλή, Ελληνική ζωγραφική 18ος - 19ος αι, Αδαμ, Αθήνα, 1993, σ. 188, 189, 216, 217
    Συλλογικό (επιμ. Δ. Κομίνη-Διαλέτη / Ε. Ματθιόπουλος / Λ. Ορφανού / Α. Ραγιά), Λεξικό ελλήνων καλλιτεχνών: ζωγράφοι, γλύπτες, χαράκτες (16ος - 20ος αι), τ. 4, Μέλισσα, Αθήνα, 1997, σ. 443, 444
[3]  Δ. Φιλιππίδης, Νεοελληνική αρχιτεκτονική, Μέλισσα, Αθήνα, 1984, σ. 138-140, 158, 159,  175, 176, 205-208
    Χ. Παπαδημητρίου-Ζιρώ, Ο αρχιτέκτων Αριστοτέλης Ζάχος (1872-1939), Θέματα σύγχρονης αρχιτεκτονικής 3 (1988), Αθήνα
    Ε. Φεσσά - Εμμανουήλ / Ε. Μαρμαράς, 12 έλληνες αρχιτέκτονες του Μεσοπολέμου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Αθήνα, 2005, σ. 3-45    
    Ε. Φεσσά - Εμμανουήλ, Αριστοτέλης Ζάχος & Josef Durm. Η αλληλογραφία ενός πρωτοπόρου αρχιτέκτονα με τον μέντορά του 1905 - 1914, Ποταμός, Αθήνα, 2013 
[4]  Ο Ιωάννης (Γιαννάκης) (1878-1954) και ο Μίλτος (1882-1964) Μανάκια (Μανάκη) ήταν πρωτοπόροι φωτογράφοι από την Αβδέλλα Γρεβενών. Αποτελούν δε τους πρώτους κινηματογραφιστές στον βαλκανικό χώρο, καθώς η πρώτη τους κινηματογραφική λήψη έγινε το 1905 στην Αβδέλλα με θέμα υφάντρες του χωριού. Αρχικά, ο Γιαννάκης Μανάκια φοίτησε στο Μοναστήρι και εγκαταστάθηκε στα Ιωάννινα ως καθηγητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ άνοιξε το δικό του φωτογραφείο. Σύντομα μετοικεί μαζί με τον αδερφό του Μίλτο στο Μοναστήρι, όπου μεταφέρουν το φωτογραφείο τους και λειτουργούν κινηματογράφο. Το ανεκτίμητης αξίας φωτογραφικό και κινηματογραφικό τους αρχείο βρίσκεται σήμερα στην Κρατική Ταινιοθήκη των Σκοπίων.
Βλέπε σχετικά: Χ. Χριστοδούλου, Τα φωτογενή Βαλκάνια των αδερφών Μανάκια, Παρατηρητής, Θεσ/νίκη, 1989    
[5]  Λ. Παπάζογλου (επιμ. Γ. Γκολομπίας / Κ. Αντωνιάδης), Φωτογραφικά πορτραίτα από την Καστοριά και την περιοχή της την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, Θεσ/νίκη, 2005,σ. 9-15 
[6]  Φ. Βογιατζής, Η Θεσσαλική ζωγραφική (1500-1980), Αθήνα, 1980, σ. 201-203
    Ν. Κάτοικος, Οι ζωγράφοι της Καρδίτσας, Έξαρχος, Καρδίτσα, 1992
    ο.π, Συλλογικό, Λεξικό, τ. 1, 1997, σ. 380     
[7] Σ. Λυδάκης, Οι έλληνες γλύπτες - Η νεοελληνική γλυπτική: ιστορία - τυπολογία - λεξικό γλυπτών, τ. Ε, Μέλισσα, Αθήνα, 1981, σ. 492
    ο.π, Συλλογικό, Λεξικό, τ. 4, 1997, σ. 407
[8]  Δ. Μαργαρίτης, Β. Παπαντίνας - Ν. Πιστικός. Δύο εικαστικοί που διασώζουν στο έργο τους την καστοριανή παράδοση, εφ. Η Καθημερινή, περ. Επτά Ημέρες (3.12.95), σ. 29
   Γ. Γκολομπίας / Β. Παπαντίνας, Διαδρομές στην παλιά Καστοριά, Δήμος Θεσσαλονίκης, Θεσ/νίκη, 2006
[9]  ο.π, Συλλογικό, Λεξικό, 1997, τ. 4, σ. 397     
[10]  ο.π, Λυδάκης, Οι έλληνες γλύπτες, 1981, σ. 499
    C. Christou, Greek artists abroad, Ministry of Foreign Affairs / Department for Greeks Abroad, Athens, 1988, σ. 231-233
    P.H Selz / A.E Elsen / J. Masheek / D.B Balken, Dimitri Hadzi, Hudson Hills Press, New York, 1996
    ο.π, Συλλογικό, Λεξικό, 1997, τ. 4, σ. 444, 445     
    H. Cooper (ed), Dimitri Hadzi, Victoria Munroe Fine Art / Estate of Dimitri hadzi, Boston, 2008, σ. 24-26
    εφ. Οδός (Καστοριάς), φ. 637 (12.4.2012)
    www.dimitrihadzi.com
[11]   εφ. The New York Times (1.5.2006)
[12]  ο.π, Λυδάκης, Οι έλληνες γλύπτες, 1981, σ. 499
     ο.π, Συλλογικό, Λεξικό, 1997, τ. 4, σ. 431     
[13]  Δ. Μαργαρίτης, Β. Παπαντίνας - Ν. Πιστικός. Δύο εικαστικοί που διασώζουν στο έργο τους την καστοριανή παράδοση, εφ. Η Καθημερινή, περ. Επτά Ημέρες, φ. 3.12.95, σ. 29 

4 σχόλια:

  1. ο σημαντικότερος;

    http://en.wikipedia.org/wiki/Lucas_Samaras

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Στο δεύτερο μέρος που έχει ήδη γραφτεί..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Τυχαίο που αν όχι όλοι οι περισότεροι ήταν... μετανάστες και μεγάλωσαν σε άλλες πόλεις ?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Άποψή μας καθόλου τυχαίο, το λέμε και στο τέλος της πρώτης παραγράφου. Όποιος μένει στην πόλη σπάνια θα αναγνωριστεί, σε οποιονδήποτε τομέα όχι μόνο στα εικαστικά. Όταν γίνει διάσημος αλλού, τότε ίσως αναγνωριστεί και στην Καστοριά. Ακόμη και σήμερα αν ρωτήσουμε στην πόλη η τεράστια πλειοψηφία δεν ξέρει κανέναν ή ελάχιστους από αυτούς που αναφέρουμε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σχόλια με υβριστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο δεν θα δημοσιεύονται

Back to Top