Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

Οι επιδρομές των Νορμανδών και η περίοδος της Λατινοκρατίας


Νορμανδοί ιππότες σε επιχρωματισμένη εικόνα.
Αντίγραφο από λιθογραφία του 11ου αι.
    Βρισκόμαστε στα τέλη του 11ου αι. και στο Βυζαντινό Κράτος επικρατεί μια σχετικά ειρηνική περίοδος μετά τις επιτυχείς πολεμικές επιχειρήσεις του Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου εναντίον των Βουλγάρων. Η ίδια η πόλη της Καστοριάς δέχτηκε το προηγούμενο διάστημα αλλεπάλληλες επιθέσεις μέχρι την εδραίωση της βυζαντινής κυριαρχίας το 1018 και την επίσημη ανακήρυξή της σε ανεξάρτητο στρατιωτικό Θέμα.  Οι Βούλγαροι είχαν αποσυρθεί βορειότερα και επιχειρούσαν περιοδικές ανεπιτυχείς επιδρομές, ενώ η βυζαντινή εξουσία είχε περάσει από τα χέρια των Μακεδόνων στους Κομηνούς και τους Δουκάδες. Τελικώς, δεν θα διαρκέσει αρκετά αυτή η ειρηνική περίοδος στην περιοχή, καθώς ήδη είχαν εμφανιστεί οι Νορμανδοί του Ροβέρτου Γουϊσκάρδου στα δυτικά εδάφη της Αυτοκρατορίας. Οι Νορμανδοί ήταν ένα Σκανδιναβικό φύλο Βίκινγκ, που περιπλανώμενοι εγκαταστάθηκαν στις βόρειες ακτές της Γαλλίας και την Αγγλία, όπου εκχριστιανίστηκαν. Πάλι περιπλανώμενοι, βρέθηκαν στην Νότια Ιταλία και τη Σικελία, κατακτώντας βυζαντινά εδάφη[1]. Εκεί, εγκαθίδρυσαν κράτος και επιχείρησαν διαδοχικές επιδρομές προς την Ήπειρο, τα νησιά του Ιονίου, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Αρχικά, ο Γουϊσκάρδος με τον στόλο του κατέπλευσε στον Αυλώνα και μετά στο Δυρράχιο, όπου με τη βοήθεια του κρατιδίου της Ραγούσας, νίκησε την βυζαντινή άμυνα του νέου αυτοκράτορα Αλέξιου Α’ Κομνηνού. Εκεί, είχε εγκατασταθεί ο εξόριστος στρατηγός Νικηφόρος Βρυέννιος ο πρεσβύτερος, που αυτομόλησε συντασσόμενος με τους Νορμανδούς[2].
Ο Βοημούνδος Α' Αντιόχειας (1054-1111).
Ελαιογραφία του γάλλου ζωγράφου
Marry-Joseph Blondel
     Στην Καστοριά οι Νορμανδοί εμφανίστηκαν την άνοιξη του 1082 και την κατέλαβαν εύκολα. Ο Γουϊσκάρδος έφυγε στην Ιταλία να αντιμετωπίσει τον στρατό του γερμανού βασιλιά Ερρίκου IV και άφησε υπεύθυνο του υπόλοιπου στρατεύματος τον γιο του Βουημούνδο. Εκείνος χρησιμοποιώντας ως ορμητήριο τη Καστοριά κατέλαβε τα Ιωάννινα, τα Σκόπια, τα Μογλενά, τα Τρίκαλα και πολιόρκησε ανεπιτυχώς τη Λάρισσα, επιστρέφοντας στην Καστοριά[3] [4]. Εν τω μεταξύ οι Νορμανδοί στρατιώτες παρέμεναν απλήρωτοι και δυσανασχετούσαν, έτσι ο Βουημούνδος εγκατέλειψε την Καστοριά και άφησε στη θέση του τον Κόμη της Βρυέννης Γκωτιέ Ι (Βρυέννιος)[5]. Ο Αλέξιος Κομνηνός προσπάθησε να αναδιοργανώσει τον βυζαντινό στρατό, εκμεταλλευόμενος την απουσία του, και εκστράτευσε εναντίον της νορμανδοκρατούμενης Καστοριάς τον Οκτώβριο του 1083, μαζί με το στρατηγό του Γεώργιο Παλαιολόγο. Επειδή όμως τα βυζαντινά τείχη του ισθμού καθιστούσαν αδύνατη την κατάληψη, επιχείρησε επιτυχώς την απόβαση με βάρκες στην πίσω πλευρά της χερσονήσου της λίμνης, περικυκλώνοντας την πόλη. Η απόβαση πρέπει να έγινε στο σημείο που ίδρυσε τη Μονή Μαυριώτισσας, μετά την απελευθέρωση της πόλης.  Η Άννα Κομνηνή στην Αλεξιάδα (βιογραφικό έργο για τον πατέρα της Αλεξίο Α’ Κομνηνό) περιγράφει παραστατικά την προσπάθεια κατάληψης της πόλης[6]: ‘Το μέντοι Βρυεννίου κατέχοντος τν Καστορίαν, καθάπερ νωθεν ερηται, τοτον κεθεν ξελάσαι κα τν Καστορίαν κατασχεν ατοκράτωρ σπουδάζων τ πλιτικν αθις νεκαλετο κα πλοις παντας καταφράξας πρς τειχομαχίαν κα τς κατ τος ξωθεν πολέμους συμπλοκς τς πρς τ κάστρον φερούσης εχετο. στι δ θέσις το τόπου τοιαύτη. Λίμνη τίς στιν τς Καστορίας, ν τράχηλος π τς χέρσου εσέρχεται κα περ τ κρον ερύνεται ες πετρώδεις βουνος πο τελευτν. Περ δ τν τράχηλον κα πύργοι κα μεσο πύργια κοδόμηνται κάστρου δίκην, περ κα Καστορία νομάζεται. κε καταλαβν βασιλες τν Βρυέννιον δέον κρινε τν πύργων κα τν μεσοπυργίων πρώτως δι' λεπόλεων ποπειρσθαι. πε δ λλως οκ νν ε μ ς κ τινος ρμητηρίου τος στρατιώτας τος τείχεσι προσπελάζειν, χάρακα μέντοι πρώτως πήξατο, ετα πύργους ξυλίνους κατασκευάσας κα σιδήρ τ τούτων συνδήσας περισφίγματα κ τούτων ς κ τινος φρουρίου τος κατ τν Κελτν συνίστατο πολέμους. Τς γον λεπόλεις κα τ πετροβόλα μηχανήματα ξωθεν καταστήσας δι πάσης νυκτς κα μέρας μαχόμενος κα κατασείσας τν το τείχους περίβολον, πε καρτερώτερον ο ντς νθίσταντο (οκ νεδίδουν οδ το τείχους καταρραγέντος), ς δ οκ νν ατ τι τν κατ σκοπν τυχεν, βουλν βουλεύεται γενναίαν μα κα συνετήν, ν' ξ κατέρου κ τε τς πείρου κα τς λίμνης δι πλοίων εσαγαγν γενναίους τινς ν τατ τν πόλεμον ποιή σηται. Πλοίων δ μ νόντων ν μάξαις πιφορτίσας κάτιά τινα μικρ δι το μολισκο ν ατ εσήγαγεν. ρν δ τος μν νιόντας τν Λατίνων ξ νς μέρους ταχέως νιόντας, τος δ' ξ τέρου κατιόντας πλείονα χρόνον τρίβοντας ν τ κατιέναι τν Παλαιολόγον Γεώργιον μετ λκίμων νδρν ν ατος εσελάσας ες τος περ τος βουνος πρόποδας προσορμίσαι προσέταξε παραγγείλας, πηνίκα τ δοθν ατ σημεον θεάσοιτο, τηνικατα τν κρολοφίαν καταλαβόντα ξ πισθίων ατν κα δι τς οικήτου κα ῥᾳδιωτέρας εσελθεν· κα πηνίκα τν ατοκράτορα θεάσεται π τς χέρσου τν μετ τν Λατίνων πόλεμον ναδεξάμενον, κα ατν σπεσαι ς δύναμις, να μ σαύτως πρς κάτερα μάχεσθαι δυνάμενοι, λλ' ξ νς μέρους το τόνου τς μάχης χαλάσαντος λώσιμοι τηνικατα κ τατο μέρους γένωνται.’’ Οι Νορμανδοί επιχείρησαν εκ νέου επιθέσεις μετά την επάνοδο του Ροβέρτου Γουϊσκάρδου το 1084, αλλά απέτυχαν παταγωδώς λόγω της ενίσχυσης του βυζαντινού στρατού και λόγω της επιδημίας που αποδεκάτισε τον νορμανδικό στρατό, μαζί και τον Γουϊσκάρδο που πέθανε το 1085 στην Κεφαλλονιά[7].

Ο Χριστός ευλογεί τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α' Κομνηνό.
Μικρογραφία σε χειρόγραφο
     Η επόμενη εμφάνιση των Νορμανδών στην περιοχή λαμβάνει χώρα το 1096 κατά τη διάρκεια της Α’ Σταυροφορίας (1096-1099). Νωρίτερα η πρόδρομη ‘’Σταυροφορία του Λαού’’ υπό τον Πέτρο Ερημίτη δεν επηρέασε την Μακεδονία, αλλά προξένησε πολλές καταστροφές στις υπόλοιπες περιοχές απ’ όπου διήλθε. Η επίσημη Α’ Σταυροφορία έγινε μετά από πρωτοβουλία του Πάπα Ουρβανού Β’ και αποτελούνταν από πάνοπλους στρατούς γαλλικών, ιταλικών και γερμανικών φύλων, μεταξύ των οποίων και αυτός του Βουημούνδου. Οι Σταυροφόροι με το πρόσχημα της αντιμετώπισης του ισλαμικού στοιχείου και απελευθέρωσης των Αγίων Τόπων πορεύτηκαν προς την Ανατολή, λεηλατώντας τα πάντα στο διάβα τους. Στην ουσία οι στόχοι τους ήταν να αποκτήσουν πλούτη, να επεκτείνουν την επιρροή της νεοσύστατης Καθολικής Εκκλησίας και να εξαφανίσουν το Βυζαντινό Κράτος, γεγονός που αποδείχθηκε όταν καταπάτησαν τη συμφωνία τους με τον Αλέξιο Α’ Κομνηνό κατά την κατάκτηση της Αντιόχειας[8].
     Η Β’ Σταυροφορία (1147-1149) δεν φαίνεται να επηρέασε άμεσα την περιοχή της Καστοριάς, αλλά κατά την τρίτη επάνοδό τους (1189-1192) οι Σταυροφόροι μάλλον πέρασαν ξανά από την Καστοριά. Μάλιστα, ο Brand υποστηρίζει ότι το 1185 έλαβε χώρα μια ολιγόμηνη κατάληψη της πόλης[9]. Κατά τον 12ο αι. συνέχισε να υπάρχει το Θέμα Καστοριάς, το οποίο διοικούσαν σημαντικοί αξιωματούχοι όπως ο δούκας Ανδρόνικος Κομνηνός[10]. Την περίοδο αυτή η πόλη γνωρίζει μια ιδιαίτερη άνθηση με τις εμπορικές της συναλλαγές με τη Βενετία. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ’ Άγγελος συμπεριέλαβε την Provincia Castoriae στο χρυσόβουλλο του 1198 με το οποίο παραχωρούσε ιδιαίτερα εμπορικά προνόμια στους Βενετούς[11], ανοίγοντας το δρόμο στις ληστρικές διαθέσεις των δυτικών. Το πρόσχημα αντιμετώπισης των μουσουλμάνων με τις Σταυροφορίες κατέρρευσε οριστικά μόλις λίγα χρόνια αργότερα με την Δ’ Σταυροφορία (1201-1204), κατά την οποία η Κωνσταντινούπολη αλώθηκε δύο φορές. Στα αίτια που οδήγησαν στις δύο αλώσεις περιλαμβάνονται η ανικανότητα των Αγγέλων αυτοκρατόρων (ιδίως του Ισαάκιου Β’ και του Αλέξιου Δ’ Άγγελου που ζήτησαν τη βοήθεια των δυτικών ώστε να εκθρονίσουν τον Αλέξιο Γ’), η αποδιοργάνωση και οι ανταρσίες στο εσωτερικό του κράτους, η προσπάθεια επιβολής της Καθολικής στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία και κυρίως η παντελώς ανήθικη στάση των Σταυροφόρων και του βενετού δόγη Ερρίκου Δάνδολου, που επεζητούσαν τον πλουτισμό μέσω της λεηλασίας  της βυζαντινής πρωτεύουσας.
  
Πλαστική αναπαράσταση του κρανίου του
βούλγαρου τσάρου Καλογιάν (1168-1207)
από τον Y. Yordanov
   Η βυζαντινή εξουσία καταλύθηκε και η αυτοκρατορία διαμελίστηκε μεταξύ των Βενετών και λατίνων ηγεμόνων. Παράλληλα, ελληνικά κράτη δημιουργήθηκαν στη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ήπειρο, τα οποία προσπαθούσαν να επανακτήσουν τα χαμένα εδάφη και να αποκρούσουν τις πολλαπλές επιθέσεις Λατίνων, Βουλγάρων, Σελτζούκων Τούρκων και Μογγόλων. Η Μακεδονία περιήλθε στη δικαιοδοσία του ηγέτη της Δ’ Σταυροφορίας Βονιφάτιου Μομφερρατικού (1150-1207), ο οποίος ίδρυσε το υποτελές στην Κωνσταντινούπολη Βασίλειο της Θεσσαλονίκης. Η Καστοριά ανήκε στα διαμοιρασθέντα εδάφη σύμφωνα με τη περίφημη συνθήκη Partitio Terrarum Imperii Romaniae και κανονικά ανήκε στο εξής στον Βονιφάτιο[12]. Όμως, για να ισχύσει η συνθήκη έπρεπε οι λατίνοι ηγεμόνες να εκκαθαρίσουν τα εδάφη τους από τις παραμένουσες εστίες αντίστασης, πράγμα που δεν φαίνεται να συνέβη με την Καστοριά. Έτσι, το Partitio παρέμεινε μόνο σε θεωρητική βάση, ενώ αμφιλεγόμενο παραμένει το καθεστώς στην πόλη μέχρι το 1216 και την κατάληψη από τον Δεσπότη της Ηπείρου. Πιθανότερη είναι η κατάκτηση από τον βούλγαρο τσάρο Καλογιάν Ασάν, ο οποίος επωφελούμενος την γενικότερη αναρχία επέκτεινε το κράτος του νότια, νικώντας μάλιστα τον στρατό των Λατίνων στην μάχη της Ανδριανούπολης (1205).
     Το πρώτο μισό του 13ου αι. στην περιοχή χαρακτηρίζεται από συνεχείς εχθροπραξίες μεταξύ του Δεσποτάτου της Ηπείρου, της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, των Λατίνων και των Βουλγάρων. Μετά τον βούλγαρο Καλογιάν στρέφεται εναντίον των λατίνων ο Μιχαήλ Α’ Κομνηνός Δούκας, ιδρυτής του Δεσποτάτου της Ηπείρου, ο οποίος καταλαμβάνει την Λάρισα, την Κέρκυρα και το Δυρράχιο. Την συνέχεια αναλαμβάνει ο ετεροθαλής αδελφός του Θεόδωρος και στο διάστημα 1216-30 καταλαμβάνει το σύνολο της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Στέφθηκε δε βασιλέυς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων το 1225 στη Θεσσαλονίκη από τον αρχιεπίσκοπο Αχρίδας Δημήτριο Χωματιανό. Αυτός ο τίτλος βέβαια ουδέποτε αναγνωρίστηκε από τον Πατριάρχη της Νίκαιας, που είχε προηγουμένως στέψει αυτοκράτορα τον Θεόδωρο Α’ Λάσκαρη (1208). Τελικώς, στη μάχη της Κολοκοτινίτζας (1230) ο Θεόδωρος της Ηπείρου γνωρίζει την ήττα από τους βουλγάρους του Ιωάννη Β΄ Ασάν, που πρέπει να θεωρείται κύριος της Καστοριάς για λίγα χρόνια. Ο ίδιος αιχμαλωτίζεται και τυφλώνεται, ενώ την Θεσσαλονίκη διοικεί ο αδελφός του Μανουήλ Κομνηνός Δούκας[13]. Μετά την χηρεία του Ιωάννη Ασάν του προσφέρει ως σύζυγο την κόρη του και έτσι απελευθερώνεται. Γενικώς, γινόταν συχνά τέτοιες επιγαμίες προκειμένου να δημιουργηθούν πρόσκαιρες συμμαχίες εναντίον ενός κοινού εχθρού. Στη συνέχεια, ανατρέπει τον Μανουήλ από τον θρόνο της Θεσσαλονίκης υπέρ του γιου του Ιωάννη και ο ίδιος περιορίζεται στην περιοχή της Έδεσσας. Οι πηγές δεν ξεκαθαρίζουν αν η Καστοριά αυτή την περίοδο ανήκε στον Θεόδωρο ή στον καθεαυτό Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β’, του οποίου η κυριαρχία εκτεινόταν ως την Αχρίδα και την Πελαγονία[14].
  
Ο Αγ. Ιωάννης Βατάντζης ο ελεήμων (1193-1254),
αυτοκράτορας της Νίκαιας για 32 χρόνια
    Έπειτα, σειρά παίρνει ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάντζης, που δραστηριοποιούνταν ήδη από το 1225 στη βαλκανική εναντίον των Λατίνων και έχοντας συμμάχους του Βούλγαρους πολιόρκησε την Πόλη (1236). Ο Βατάντζης ισχυροποιεί συνεχώς τη θέση του και μετά τον θάνατο του Μανουήλ και του βούλγαρου Ιωάννη Άσεν καταφέρνει να πετύχει την παραίτηση του Ιωάννη Κομνηνού Δούκα (γιου του Θεόδωρου) από τα αυτοκρατορικά δικαιώματα και να τον περιορίσει στον τίτλο του Δεσπότη(1242)[15]. To 1246 πεθαίνει ο βούλγαρος τσάρος Καλιμάν Α’ Ασάν και ο Βατάντζης επιτίθεται κατακτώντας τη νότια Βουλγαρία. Προωθείται σε όλη τη Μακεδονία και καταλαμβάνει το σύνολό των εδαφών της, μαζί και τη Θεσσαλονίκη[16]. Έκτοτε, διαλύεται η συμμαχία και ξεκινά μια σφοδρή πολεμική διαμάχη μεταξύ του Δεσποτάτου της Ηπείρου και της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας στην περιοχή. Ο Μιχαήλ Β' κατέλαβε την Καστοριά και τοποθέτησε ως διοικητή τον στρατηγό του Θεόδωρο Πετραλίφα. Το 1252 ο Πετραλίφας και ο φρούραρχος της Καστοριάς Μιχαήλ Γλαβάς αυτομολούν και προσεταιρίζονται τον Βατάντζη[17]. Έτσι, ολόκληρη η Δυτική Μακεδονία περνάει στα χέρια του. Μετά το θάνατο του Βατάντζη (1254) ο τσάρος Μιχαήλ Α’ Ασάν επωφελείται και κατακτά ορισμένα τμήματα της Μακεδονίας, χωρίς να μνημονεύεται η Καστοριά. Το 1256 ορίζεται ως διοικητής της Δυτικής Μακεδονίας ο Γ. Ακροπολίτης, που αποτελεί συνάμα τη βασική ιστορική πηγή για την εποχή αυτή, μαζί με τον Ν. Γρηγορά και τον Γ. Παχυμέρη. Ο Μιχαήλ Β’ της Ηπείρου, αφού συνάπτει συμμαχία με τους Αλβανούς και τους Σέρβους, επιτίθεται στην περιοχή και πολιορκεί τον Ακροπολίτη στον Πρίλαπο[18]. Ο νέος αυτοκράτορας Θεόδωρος Β’ Δούκας Λάσκαρης προσπαθεί να αναδιοργανωθεί αλλά πεθαίνει αφήνοντας διάδοχο τον ανήλικο Ιωάννη Δ’. Με μηχανορραφίες στέφεται συναυτοκράτορας ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ιδρύοντας την τελευταία βυζαντινή δυναστεία.

Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος.
Μικρογραφία σε χειρόγραφο
        Η τελική μάχη μεταξύ της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας και του συνασπισμένου στρατού του Δεσποτάτου της Ηπείρου, του Πριγκηπάτου του Μορέως και του Βασίλειου της Σικελίας έμελλε να δοθεί στην περιοχή της Καστοριάς. Αυτή η μάχη καθόρισε σε μεγάλο βαθμό το μέλλον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την τύχη των λατινικών κρατιδίων στον ελληνικό χώρο. Είναι γνωστή ως μάχη της Πελαγονίας ή μάχη της Καστοριάς και έλαβε χώρα τον Σεπτέμβριο του 1259. Το εκστράτευμα του Μιχαήλ Παλαιολόγου είχε συνασπιστεί με αυτόν του αδελφού του σεβαστοκράτορα Ιωάννη και προέλασε από την Έδεσσα, στον Πρίλαπο (Περλέπε), την Αχρίδα και τη Δεάβολη. Περιλάμβανε ακόμη 2000 Κουμάνους, 300 Αλαμανούς, Τούρκους, Σέρβους και Βούλγαρους. Από την άλλη ο Μιχαήλ της Ηπείρου με το γιο του Νικηφόρο είχε καταφύγει στον Αυλώνα, όπου ενισχύθηκε με τον στρατό του άλλου γιου του Ιωάννη (ηγεμόνα της μεγάλης Βλαχίας), με 400 ιππότες σταλμένους από τον Μανφρέδο της Σικελίας και κυρίως τον στρατό του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουΐνου, πρίγκηπα του Μορέως[19]. Στη συνέχεια πορεύθηκε ΒΑ, στρατοπεύδευσε στην Καστοριά και κινήθηκε βόρεια να συναντήσει το στρατό της Νίκαιας. Ο ακριβής αριθμός των αντιπάλων είναι άγνωστος. Έχει υποστηριχθεί ότι ο Παλαιολόγος είχε συγκεντρώσει 6000 ελαφρά και βαριά οπλισμένους στρατιώτες[20], ενώ ο Δεσπότης Μιχαήλ περισσότερους. Ακόμη, η θέση της μάχης δεν είναι γνωστή, καθώς οι μόνες πληροφορίες είναι το τοπωνύμιο Βορίλλα Λόγγος[21] και ότι έγινε σε κάμπο[22]. Μερικοί ερευνητές θεωρούν πως διεξήχθη στην πεδιάδα του Εριγώνα, στην σημερινή περιοχή της Φλώρινας και μάλιστα έχει προταθεί ως θέση ο σημερινός οικισμός Λόφοι[23]. Το θέμα περιπλέκεται αν λάβουμε υπ’ όψιν την κατάκτηση της Δεαβόλεως (κοντά στη σημερινή Κορυτσά) από τον Παλαιολόγο πριν τη μάχη. Έτσι, δεν είναι δυνατό να πορεύθηκε από Β ή ΒΑ στην Καστοριά όπως περιγράφουν ορισμένοι ερευνητές, αλλά από ΒΔ. Ίσως, οι δύο στρατοί να συναντήθηκαν πράγματι ανάμεσα στη Καστοριά και τη Δεάβολη, στον μικρό κάμπο βόρεια της λίμνης, όπως προτείνει ο Μουτσόπουλος, που συνδέει παράλληλα το τοπωνύμιο Βορίλλα Λόγγος με το κάστρο του Λογγά[24]. Βέβαια, όλα αυτά είναι υποθέσεις που περιμένουν να ενισχυθούν ή να καταρριφθούν από κάποιο εύρημα.
Οικόσημο των Βιλεαρδουίνων και έμβλημα
του Πριγκηπάτου του Μορέως (Αχαΐας)
    
      Η μάχη έληξε με συντριπτική νίκη της Νίκαιας και αιχμαλωσία του Βιλεαρδουίνου, ενώ ο Ιωάννης Δούκας είχε προσβληθεί και είχε ήδη προσφύγει στον Παλαιολόγο με τον όρο να μη πειράξει τον πατέρα και τον αδελφό του[25]. Έτσι, η μάχη δόθηκε τελικά μόνο μεταξύ της Νίκαιας και των Λατίνων, προδιαγράφοντας το τέλος της Λατινοκρατίας. Μετά από δύο χρόνια ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος επανακτά την Κωνσταντινούπολη (1261) και ξεκινά η τελευταία εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.


Η θέση της μάχης της Πελαγονίας και η διάταξη των αντιπάλων κατά τον Φ. Ροχόντζη



πηγές εικόνων
Συλλογικό, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Θ', Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1979 
Φ. Ροχόντζης, Η αναβίωση του ελληνισμού και η παρακμή της Φραγκοκρατίας. Μάχη της Καστοριάς (1259 μ.Χ), Μακεδονικά 22(1993), ΕΜΣ, Θεσ/νίκη, σ. 340-357
αρχείο MacMillan's History Pictures
αρχείο Εθνικού Μουσείου Βερσαλλιών, Παρίσι
αρχείο Εθνικού Μουσείου Ιστορίας, Σόφια


[1]  G.A Loud, The Age of Robert Guiscard: Southern Italy and the Norman Conquest, Longman, New York, 2000
[2]  Ι. Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό Κράτος, Βάνιας, Θεσ/νίκη, 1995, σ. 206
[3]  Α. Κομνηνή, Αλεξιάς, Ε' 5 Schopen-Reifferscheid, τ. 2, Bohn, 1839, σ. 180
[4]  Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή ιστοριών (ed. L.Α Dindorfius), vol IV, XVIII.XXII, B.G Taubneri, Lipsiae, 1868, σ. 238
[5]  ο.π, Ε’ 7, σ. 183
[6]  Α. Κομνηνή, Αλεξιάς, Στ' 1 Schopen-Reifferscheid, τ. 2, Bohn, 1839, σ. 185
[7]  G.A Loud, The Age of Robert Guiscard: Southern Italy and the Norman Conquest, Longman, New York, 2000, σ. 223
[8]  Ι. Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό Κράτος, Βάνιας, Θεσ/νίκη, 1995, σ. 209
[9]  M.C Brand, Byzantium confronts the West 1180-1204, Harvard University Press, Cambridge, 1968, σ. 171
[10]  J. Cinnamus, Deeds of John and Manuel Comnenus (μετάφ. C.M Brand), Columbia University Press, New York, 1976, σ. 98
[11] Ε. Δρακοπούλου, Η πόλη της Καστοριάς τη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Εποχή (12ος -16ος αι.), Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία, Αθήνα, 1997, σ. 28
[12]  Δ. Ζακυνθινός, Μελέται περί της επαρχιακής διαιρέσεως εν τω Βυζαντινώ Κράτει, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 21 (1951), σ. 180, 181
[13]  Ι. Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό Κράτος, Βάνιας, Θεσ/νίκη, 1995, σ. 231
[14]  Γ. Ακροπολίτης, Georgii Acropolitae Orera (ed. A. Heisenberg), vol. I, c. 46, Teubner, Liepzig, 1903, σ. 32
[15]  D.M Nicol, The Despotate of Epiros, B. Blackwell, 1957, Oxford, σ.
[16]  Γ. Ακροπολίτης, Georgii Acropolitae Orera (ed. A. Heisenberg), vol. I, c. 63, Teubner, Liepzig, 1903, σ. 50
[17] ο.π, σ. 62, 63
[18] ο.π, σ. 63, 64
[19]  Π. Καλονάρος, Το Χρονικόν του Μορέως, Αθήναι, 1940, σ. 
[20]  W. Treadgold, A history of byzantine state and society, Stanford University Press, Stanford California, 1997, σ. 819
[21]  Γ. Ακροπολίτης, Georgii Acropolitae Orera (ed. A. Heisenberg), vol. I, c. 81, Teubner, Liepzig, 1903, σ. 63
[22]  Π. Καλονάρος, Το Χρονικόν του Μορέως, Αθήναι, 1940, σ. 
[23]  Φ. Ροχόντζης, Η αναβίωση του ελληνισμού και η παρακμή της Φραγκοκρατίας. Μάχη της Καστοριάς (1259 μ.Χ), Μακεδονικά 22(1993), ΕΜΣ, Θεσ/νίκη, σ. 340-357
[24]  Ν. Μουτσόπουλος, Ανασκαφές σε Δυτικομακεδονικά κάστρα, ΑΕΜΘ 6 (1992), Θεσ/νίκη, 1995, σ. 6-9
[25]  Γ. Παχυμέρης, Georgii Pachymeris, De Michaele et Andronico Paleologis libri tradecim (ed. I. Bekker), vol. I, Bonnae, 1835, σ.

1 σχόλιο:

  1. απο τοτε ειναι που μερικοι ξεκινησαν και ετρωγαν με χρυσα κουταλια και δημιουργησαν τα τζακια που μας σκλαβωνουν ακομα

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σχόλια με υβριστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο δεν θα δημοσιεύονται