Κατά τις δεκαετίες του 1830-40 ρώσοι επιστήμονες άρχισαν να διατυπώνουν μια σειρά από θεωρίες και απόψεις που χαρακτηρίζονται από έντονη εθνικιστική φιλολογία, μια κίνηση γνωστή αργότερα ως Πανσλαβισμός. Στόχος της η ενότητα και εξύψωση των σλαβικών λαών που εξαπλώνονταν στο μεγαλύτερο τμήμα της Ανατολικής Ευρώπης, με προεξάρχοντες του Ρώσους. Σύντομα, αυτές οι θεωρίες βρήκαν απήχηση σε επιστήμονες της Δύσης και κυρίως στην Καθολική Εκκλησία, η οποία προσπαθούσε να εξυπηρετήσει δικούς της στόχους εις βάρος της Ορθοδοξίας. Οι μόνιμες ιμπεριαλιστικές βλέψεις της Ρωσίας νότια βρήκαν το ιδεολογικό τους υπόβαθρο και πλέον στρέφονταν εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο όνομα της προστασίας των χριστιανικών λαών στο εσωτερικό της. Το 1853-56 διαδραματίστηκε ο 11ος κατά σειρά Ρωσοτουρκικός Πόλεμος, γνωστός ως Κριμαϊκός Πόλεμος καθώς οι περισσότερες μάχες έγιναν στην χερσόνησο της Κριμαίας. Σύμμαχοι της Τουρκίας ήταν η Αγγλία, η Γαλλία και το Βασίλειο της Σαρδηνίας, που προωθούσαν με ανάλογο τρόπο τη δική τους παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο και εναντιώνονταν στις ρώσικες βλέψεις. Ο πόλεμος έληξε με νίκη των συμμάχων, αλλά ο Σουλτάνος υποχρεώθηκε να παραχωρήσει διάφορα προνόμια στους υπόδουλους χριστιανούς της Αυτοκρατορίας με το Διάταγμα Χάττι Χουμαγιούν (1856). Έκτοτε, η Ρωσία επιδίωξε με έντονο ζήλο την εθνικιστική αφύπνιση των νότιων σλαβικών φύλων και ιδιαίτερα της Βουλγαρίας, που είχε ατονήσει μετά από τόσους αιώνες Τουρκοκρατίας. Βούλγαροι επιστήμονες στέλνονταν για σπουδές στην Αγία Πετρούπολη και επέστρεφαν ώστε να εξαπλώσουν τον σλαβικό εθνοφυλετισμό. Έτσι, το εθνικό συναίσθημα των Βουλγάρων γρήγορα άρχισε να παίρνει μεγάλες διαστάσεις και στρεφόταν, εκτός των Τούρκων, εναντίον του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.
Η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας
Ο πρώτος βούλγαρος έξαρχος Ιλαρίων (1800-1884) |
Η Συνθήκη του Αγ. Στεφάνου και το Συνέδριο του Βερολίνου
Η υπογραφή της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου μεταξύ του Σαφβέτ Πασά και του ρώσου πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη Ν. Ιγνατίεφ (Μαρ 1878) |
Στην Βουλγαρία ξέσπασε επανάσταση το 1876 που πνίγηκε στο αίμα και είχε ως αποτέλεσμα τη σύγκληση διάσκεψης στην Πόλη μεταξύ των δυτικών δυνάμεων και της Τουρκίας. Γενικά, η Ευρωπαϊκή Δύση ακολουθούσε από τότε μια ιδιάζουσα φιλοβουλγάρικη πολιτική στην περιοχή, επηρεασμένη από πανσλαβικές μελέτες, πλαστούς εθνολογικούς χάρτες και την πλούσια δράση των Βουλγάρων προπαγανδιστών[5], που ήθελε να περιορίσει την επιρροή της Ρωσίας. Προτάθηκε η ίδρυση δύο αυτόνομων βουλγάρικων επαρχιών με έδρες την Σόφια και το Τύρνοβο, αλλά η Τουρκία αντέδρασε. Σε λίγους μήνες κηρύχθηκε ο Ρωσσοτουρκικός πόλεμος από τον τσάρο Αλέξανδρο Β’ τον Απρίλιο του 1877 και διήρκεσε ένα χρόνο. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία χωρίς την βοήθεια των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένο πως θα γνώριζε την ήττα. Στο πλευρό της Ρωσσίας τάχθηκαν οι υπόδουλες βαλκανικές εθνότητες (Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία, Μαυροβούνιο), οι οποίες ευελπιστούσαν σε ανεξαρτησία αν νικούσε η Ρωσία. Η βαριά ήττα των Οθωμανών είχε ως αποτέλεσμα την ταπεινωτική γι’ αυτούς Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (3 Μαρτίου 1978), που υπογράφηκε στο προάστιο της Πόλης Άγιος Στέφανος μεταξύ του ρώσσου πρέσβη Ιγνατίεφ και του Σαφβέτ Πασά. Τα άρθρα της συνθήκης προέβλεπαν την ανεξαρτησία της Σερβίας, της Ρουμανίας και του Μαυροβουνίου, ενώ παραχωρούσαν αυτονομία στην Βοσνία Ερζεγοβίνη και τη Βουλγαρία. Ειδικότερα στην τελευταία παραχωρήθηκαν δυσανάλογα με τον πληθυσμό της εδάφη, εις βάρος κυρίως των ελληνικών συμφερόντων. Μ’ αυτόν τον τρόπο έγιναν ολοφάνερες οι προσπάθειες της Ρωσίας να δημιουργήσει ένα ισχυρό παράγοντα στην περιοχή εναντίον των Τούρκων, που θα λειτουργούσε παράλληλα ως δικό της υποχείριο στα Βαλκάνια. Όσον αφορά τον Καζά της Καστοριάς περνούσε σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στην αυτόνομη Βουλγαρία, εκτός ορισμένων νοτίων τμημάτων.
Η ελληνική συμμετοχή στο Συνέδριο του Βερολίνου με προεξάρχοντα τον Θ. Δηλιγιάννη |
Πρώιμες ελληνικές δράσεις και η Επανάσταση του 1878
Ο Α. Πηχιών (1836-1913) αποτέλεσε αναμφισβήτητα την κυρίαρχη μορφή του Μακεδονικού Αγώνα στην Δυτική Μακεδονία κατά την πρώιμη περίοδο μέχρι το 1890 |
Κυριάρχη μορφή για την Καστοριά στην εποχή που εξετάζουμε είναι ο Αναστάσιος Πηχιών (Πηχεών) (1836-1913), ο οποίος ήταν μοσχοπολίτικης καταγωγής και γεννήθηκε στην Αχρίδα. Μετά τις σπουδές του σε Αχρίδα, Μοναστήρι και Αθήνα (και μετά από μια προσωρινή φυλάκιση κατά την στάση του Ναυπλίου εναντίον του βασιλιά), τοποθετήθηκε το 1862 ως δάσκαλος στην Κλεισούρα[7]. Εκεί, συνδέθηκε με τον βογατσιώτη ιατρό Ιωάννη Αργυρόπουλο (1852-1920), ο οποίος πριν την εγκατάστασή του στην Κλεισούρα είχε σπουδάσει στην Αθήνα και είχε εργαστεί για κάποιο διάστημα στην Κωνσταντινούπολη[8]. Η σύγκρουση των δύο με την φιλορουμάνικη μερίδα της κωμόπολης και τον Α. Μαργαρίτη ήταν αναπόφευκτη. Ακόμη, πολεμήθηκαν ιδιαίτερα από τον προϊστάμενο της Καθολικής Σχολής των Λαζαριστών του Μοναστηρίου Φαβεριάλ, καθώς η ουνίτικη προπαγάνδα ήδη είχε εξαπλωθεί και προσπαθούσε να προσηλυτίσει σλαβόφωνους και βλαχόφωνους πληθυσμούς.
Το 1865 ο Πηχιών τοποθετείται στο Ελληνικό Σχολείο της Καστοριάς και συνεργάζεται με τον κορησιώτη ιατρό Ι. Σιώμο (1835-1890) και έλληνες προκρίτους. Μάλιστα, το 1867 ηγείται μιας μυστικής Εθνικής Επιτροπής που συμμετείχαν ο γυμνασιάρχης του Μοναστηρίου Ν. Φιλιππίδης, οι ιατροί Ι. Αργυρόπουλος και Ι. Σιώμος, οι έμποροι Α. και Μ. Τσιρλής από το Νυμφαίο (Νεβέσκα) και ο ηπειρώτης Θ. Πασχίδης. Αυτή είχε ως σκοπό την οργάνωση και την χρηματοδότηση ελληνικής εξέγερσης στην περιοχή και είχε πάρει το προσωνύμιο ‘’Νέα Φιλική Εταιρεία’’. Το 1872 ιδρύεται ο Φιλεκπαιδευτικος Σύλλογος Καστοριάς υπό την προεδρεία του Μητροπολίτη Νικηφόρου και τη συμμετοχή του Α. Πηχιών, που είχε στόχο την εκπαιδευτική πρόοδο της επαρχίας, την ίδρυση και τη χρηματοδότηση ελληνικών σχολείων και οικοτροφείων[9] [10]. Παράλληλα βέβαια προσπαθούσε να εμποδίσει τις προσπάθειες ίδρυσης βουλγάρικων σχολείων στην περιοχή. Παρόμοιος σύλλογος είχε ιδρυθεί προηγουμένως στο Άργος Ορεστικό και αργότερα στην Κλεισούρα και το Βογατσικό. Μετά τον θάνατο του Μητροπολίτη ο Σύλλογος περιέπεσε σε ατονία μέχρι την κατάργησή του το 1876. Ακόμη, προσωπικοί αντίπαλοι του Πηχιών κατάφεραν την απομάκρυνση του από την Καστοριά και τον διορισμό του στην Κοζάνη.
Ο βογατσιώτης ιατρός Ι. Αργυρόπουλος (1852-1920), που πρωτοστάτησε στους αγώνες των κλεισουριέων έναντι στη ρουμανική προπαγάνδα |
Η κατάσταση στο Ελληνικό Κράτος εκείνη την εποχή χαρακτηριζόταν από πολιτική αστάθεια και ξένες πιέσεις. Τον Ιανούαριο του 1878 επιχειρήθηκε η προώθηση του στρατού στον Δομοκό, εκτός των συνόρων, που όμως ανακλήθηκε αμέσως. Το ίδιο διάστημα ιδρύθηκε στην Αθήνα επιτροπή Μακεδόνων υπό τον Στέφανο Δραγούμη (με καταγωγή από το Βογατσικό) για την οργάνωση επανάστασης στη Μακεδονία. Η προπαρασκευή του αγώνα στη Δυτική Μακεδονία γίνεται έκδηλη μέσα από επιστολές, υπομνήματα και διαμαρτυρίες[11]. Τον Φεβρούριο του 1878 περιοδεύει εδώ ο άγγλος αστυνομικός διευθυντής της Θεσσαλονίκης H. Synge και ανακοινώνει ότι η περιοχή θα περιέλθει στην αυτόνομη Βουλγαρία ύστερα από την συμφωνία Αγγλίας – Ρωσίας[12]. Η επιτροπή των Μακεδόνων της Αθήνας συγκεντρώνει πυρομαχικά και εθελοντές. Μεταξύ των εθελοντών οι προερχόμενοι από την επαρχία Καστοριάς : Α. Παντολέων, Δ. Γκίκας, Χ. Δάνος, Α. Βούζας, Α. και Μ. Δημητρίου, Α. Οικονόμου, Λ. Αθανασίου, Δ. Μανέλλης, Π. Αθανασίου[13]. Ταυτόχρονα ξεσπά η επανάσταση σε Όλυμπο και Δυτική Μακεδονία. Ο Κ. Δουμπιώτης αποβιβάζεται με 600 εθελοντές στην Πιερία και με τη σύμπραξη του επισκόπου Κίτρους και τοπικών προκρίτων ιδρύουν την Προσωρινή Κυβέρνηση Ολύμπου. Για λίγες ημέρες ελέγχουν την περιοχή από τα Τέμπη ως τον Κολινδρό, αλλά ο τουρκικός στρατός καταστείλει το κίνημα καταστρέφοντας εκ θεμελίων το Λιτόχωρο (4 Μαρτίου 1878)[14]. Οι επαναστάτες καταφεύγουν στην νότια Ελλάδα και υπογράφεται η ανακωχή στο Σμόκοβο Καρδίτσας, με την παρέμβαση της Αγγλίας. Στη Δυτική Μακεδονία ο Ιωσήφ Λιάτης συγκεντρώνει επαναστάτες στο όρος Βούρινο νότια της Σιάτιστας και ανακηρύσεται η ‘’Προσωρινή Κυβέρνησις της εν Μακεδονία Επαρχίας Ελιμείας’’ με πρόεδρο τον Ι. Κοβανδάρο και γραμματέα τον Α. Πηχιών. Στην περιοχή Καστοριάς – Φλώρινας εμφανίζονται οι οπλαρχηγοί Β. Ζούρκας, Στέφος, Ν. Νταλίπης, Ν. Καράτζας, Ν. Μάτσος, Μάλαμος, Ν. Γκίζας, Λ. Ανδρέου και Ν. Κορδίστας, που μάχονται εναντίον των τούρκων Μπέηδων[15]. Οι Τούρκοι και οι Τουρκαλβανοί προέβησαν σε αντίποινα, παρά την αμνηστία των επαναστατών που είχε δοθεί στο Σμόκοβο. Η επανάσταση στη Δυτική Μακεδονία δεν φαίνεται όμως να είχε το αιματηρό τέλος αυτής του Ολύμπου.
Η σημαία των Δυτικομακεδόνων κατά την επανάσταση του 1878 στο όρος Βούρινο |
Πηχεωνικά
Όπως προαναφέρθηκε, στις παραμονές του Ρωσοτουρκικού πολέμου άτακτοι Τουρκαλβανοί της Δίβρας προέβησαν σε εκτεταμένες λεηλατικές επιδρομές που κράτησαν μέχρι το 1882. Παράλληλα, βουλγάρικα αντάρτικα σώματα δρούσαν στις περιοχές των Σερρών, του Μελενίκου, της Δράμας και της Στρώμνιτσας, υποστηριζόμενα από βούλγαρους πράκτορες και τον υπάλληλο του ρωσικού προξενείου στη Θεσσαλονίκη Μπόσκο. Το 1879 έκαναν την πρώτη εμφάνισή τους στα Κορέστια, λεηλάτησαν αρκετούς οικισμούς και συνελήφθησαν από τους Τούρκους. Κατά την ανάκρισή τους ομολόγησαν πως ανήκαν στα σώματα εθνοφρουράς της Ανατολικής Ρωμυλίας και στάλθηκαν να υπερασπίσουν τις ‘’βουλγάρικες’’ επαρχίες από τα ελληνικά αντάρτικα σώματα[16]. Συνοπτικά, οι ντόπιοι ελληνικοί πληθυσμοί της περιοχής αντιμετώπιζαν εκτός τις παραπάνω επιδρομές, τις σποραδικές τούρκικες αυθαιρεσίες, τις εχθρικές αναφορές των ξένων απεσταλμένων στην Μακεδονία , την εκπαιδευτική προπαγάνδα Βουλγάρων και Ρουμάνων, ακόμη και τις ληστείες ελλήνων κλεφτών. Οι Οθωμανοί κρατούσαν μια μεταβαλλόμενη στάση απέναντι στους εξαρχικούς, άλλοτε εχθρική και άλλοτε ανεκτική ή υποθάλπτουσα, όπως κατά την πραξικοπηματική προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας τον Σεπτέμβριο του 1885.
Η οικία του Α. Πηχιών στην πλατεία του Ντολτσό στην Καστοριά, όπου διατάχθηκε έρευνα από τον Κιανή Μπέη. Σήμερα στεγάζει το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα της πόλης |
Ο Χαλίλ Ρηφάτ Πασάς (1820-1901) διετέλεσε Βαλής του Μοναστηρίου κατά την περίοδο των Πηχεωνικών (1887) |
πηγές εικόνων
αρχείο Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα Θεσσαλονίκης
αρχείο Ιστορικού Λαογραφικού και Φυσικής Ιστορίας Μουσείου Κοζάνης
S. Tefvik, Devlet-i-Aliye-i Osmaniye ve Yunan muharebesi (τουρκ), Istanbul, 1899
panoramio.com
en.wikipedia.org (public domain)
[1] Χ. Παπαστάθης, Η Εκκλησία και ο Μακεδονικός Αγώνας, Συμπόσιο Μακεδονικού Αγώνα (1984), ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1987, σ. 64-66
[2] Ε. Κωφός, Ο Ελληνισμός στην περίοδο 1869-1881, από το τέλος της Κρητικής Επανάστασης στην προσάρτηση της Θεσσαλίας, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1981, σ.
[3] Κ. Βακαλόπουλος, Ο βόρειος ελληνισμός κατά την πρώιμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα (1878-1894). Απομνημονεύματα Αναστάσιου Πηχεώνα, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1983, σ. 75
[4] Ο σημαντικότερος και αυταρχικότερος τοπάρχης της Καστοριάς ήταν ο τουρκαλβανός Σαχίν Μπέης που είχε πάρει το προσωνύμιο ‘’Κοστούρης’’. Διοικησε την πόλη για 50 περίπου χρόνια από τα τέλη της δεκαετίας του 1820 ως τα μέσα της δεκαετίας του 1870.
[5] Χαρακτηριστική είναι η ίδρυση του Βαλκανικού Κομιτάτου στο Λονδίνο, που στην ουσία προπαγάνδιζε μόνο υπέρ των βουλγαρικών αξιώσεων
[6] Ε. Κωφός, Η Επανάστασις της Μακεδονίας κατά το 1878, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1969, σ. 38
[7] Κ. Βακαλόπουλος, Ο βόρειος ελληνισμός κατά την πρώιμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα (1878-1894). Απομνημονεύματα Αναστάσιου Πηχεώνα, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1983, σ. 354-373
[8] Ν. Σιώκης, Ο μακεδονομάχος ιατρός Ιωάννης Αργυρόπουλος (1852-1920) μέσα από τις σελίδες μιας ανέκδοτης εξιστόρησης του βίου και της εθνικής δράσης του, Συνέδριο Μακεδονικός Αγών. 100 χρόνια από τον θάνατο του Παύλου Μελά (2004), Θεσ/νίκη, 2006, σ. 195, 196
[9] Ε. Κουτσιαύτης, Ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Καστοριάς (1872-1876), Θεσ/νίκη, 2010, σ. 62-72
[10] Ιδρυτικά μέλη του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Καστοριάς ήταν οι: Μητροπολίτης Νικηφόρος, Ι. Σιώμος, Α. Πηχεών, Ν. Δράσκας, Δ. Καραμπίνας, αδελφοί Τζιάττα, Θ. Σκούταρης, Ι. Αϊβάζης, Ι. Ισιδωρίδης και Ι. Παπαμαντζάρης.
[11] Ι. Νοτάρης, Αρχείο Στέφανου Νικ. Δραγούμη. Ανέκδοτα έγγραφα για την Επανάσταση του 1878 στη Μακεδονία, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1966
[12] Ε. Κωφός, Η Επανάστασις της Μακεδονίας κατά το 1878, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1969, σ. 197
[13] Ι. Νοτάρης, Αρχείο Στέφανου Νικ. Δραγούμη. Ανέκδοτα έγγραφα για την Επανάσταση του 1878 στη Μακεδονία, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1966, σ. 57
[14] Ε. Κωφός, Ο Επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος και η Επανάσταση του 1878: τα ανέκδοτα απομνημονεύματά του, Μακεδονικά 20 (1980), ΕΜΣ, Θεσ/νίκη, σ. 193-208
[15] Α. Κωστόπουλος, Η συμβολή της Δυτικής Μακεδονίας εις τους απελευθερωτικούς αγώνας του έθνους, Σύνδεσμος Γραμμάτων και Τεχνών Νομού Κοζάνης, Θεσ/νίκη, 1970, σ. 150, 151
[16] Κ. Βακαλόπουλος, Ο βόρειος ελληνισμός κατά την πρώιμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα (1878-1894). Απομνημονεύματα Αναστάσιου Πηχεώνα, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1983, σ. 79
[17] ο.π, σ. 405, 406
[18] ο.π, σ. 427-429
[19] ο.π, σ. 241-244
[20] ο.π, σ. 308
Ενδιαφέρον και διαφωτιστικό κείμενο.
ΑπάντησηΔιαγραφή1. Το βουνό δεν ονομάζεται Βούρινο. Στην τοπική ιδιόλεκτο εκφωνείται "ου Μπούρνους" και πιο μαλακά "ου Μπούρινους". Συνήθως τον γράφουν "Μπούρινο". "Βούρινο" μόνον οι ξένοι τον αποκαλούν ή οι αθηναϊζοντες. 2. Κοβανδάρος δεν λεγόταν ο τότε πρόεδρος. Στην τοπική ιδιόλεκτο εκαλείτο ως "Γκουβεντάρους". Σήμερα εγγράφεται ως "Κοβεντάρος". Για περισσότερα στοιχεία για το 2 διαβάστε τις σελίδες 50 και 51 της πρόσφατης εργασίας "Η Βυζαντινή κι Οθωμανική Κερασιά", βλ. https://docs.google.com/file/d/0B0nFJ7A1flyDU1BaYkQ0Q1BzdTA/edit
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο αστείο είναι ότι ακόμη και στον χάρτη στην παραπομπή που μας δίνετε λέγεται Βούρινος. Σε οποιονδήποτε σύγχρονο χάρτη το βουνό λέγεται έτσι. Ίσως σε παλαιότερους εμφανίζεται ως Μπούρινο(ς). Δεν υπάρχει περίπτωση να γράψουμε ''ου Μπούρινους''. Τώρα το πως λένε ιδιωματικά οι κάτοικοι της Αιανής ή του Χρωμίου το βουνό μάλλον δεν είναι μια επίσημη ονομασία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚοβανδάρος αναφέρεται στην πηγή που δίνουμε, όπως και σε πολλές ακόμη. Εμείς λειτουργούμε σύμφωνα με τις πηγές. Αυτό βέβαια μπορεί να είναι μια παραλλαγή και να έχει επικρατήσει όντως σήμερα το όνομα Κοβεντάρος. Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα που έχει αλλάξει ένα όνομα βιβλιογραφικά, στην πάροδο των ετών