Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

Μικρές ιστορίες 4: Οι συνοικίες Νταηλάκη και ΛΥΒ


               
Οι αδόμητες ακόμη περιοχές Ντόπλιτσα και Άμμος - Μύλοι.
Διακρίνονται τα κτίρια των στρατώνων, μερικοί αλευρόμυλοι
και πολλά παραλίμνια μποστάνια
      Ο αστικός ιστός της Καστοριάς εκτεινόταν ιστορικά στον λαιμό της χερσονήσου που εισέρχεται στη λίμνη Ορεστιάδα, από τον ισθμό μέχρι τις θέσεις που το βουνό της χερσονήσου αποκτά πολύ μεγάλες κλίσεις με βραχώδεις γκρεμνούς. Ο ισθμός, δηλαδή το στενότερο σημείο, διέθετε μια ισχυρή οχύρωση που προσέφερε ασφάλεια στους κατοίκους στις κατά καιρούς επιδρομές και αποτελούσε το δυτικό όριο της πόλης μέχρι το 1850 περίπου. Όταν οι οχυρώσεις απώλεσαν τη λειτουργική τους αξία, δημιουργήθηκε η Κάτω Αγορά ακριβώς έξω από τα τείχη του ισθμού και η πόλη επεκτάθηκε για πρώτη φορά εκτός των τειχών. Στα τέλη της δεκαετίας του ’20, δημιουργήθηκε ο προσφυγικός συνοικισμός της Καλλιθέας στον απότομο λόφο δυτικά της Κάτω Αγοράς και το πρόβλημα της στενότητας του χώρου γινόταν όλο και περισσότερο ορατό. Η μορφολογία του εδάφους και η παρουσία της λίμνης αποτελούσαν τα φυσικά εμπόδια για μελλοντικές επεκτάσεις της πόλης. Οι μόνες διέξοδοι που μπορούσαν να προσφέρουν εκτόνωση στο πρόβλημα οικοδομήσιμου χώρου βρισκόταν στην παραλίμνια ζώνη ΝΔ και ΒΔ του ισθμού[1].

               
Γεωργός με ησιόδειο άροτρο οργώνει τον 
κήπο του και στο βάθος διακρίνεται ένα από 
τα κτίρια του στρατοπέδου Μαθιουδάκη. Μέχρι 
τη δεκαετία του 1980 υπήρχαν
καλλιέργειες δίπλα στη λίμνη!
Οι συνοικίες Νταηλάκη και ΛΥΒ, που αποτελούν το θέμα της παρόντος άρθρου, βρίσκονται στην παραλίμνια ζώνη και τις πλαγιές του μικρού αλλά απότομου όρους Ψαλίδα στα ΝΔ του ιστορικού πυρήνα της πόλης. Ανοικοδομήθηκαν κυρίως μετά τη δεκαετία του 1950 σε συνέχεια της περιοχής Ντόπλιτσα με την ομώνυμη πηγή, που δεν υπάρχει σήμερα. 
Ο διαχωρισμός των δύο συνοικιών δεν είναι αρκετά σαφής, τόσο χωρικά και πολεοδομικά όσο και στη συνείδηση των ίδιων των κατοίκων της πόλης, ωστόσο θα λέγαμε γενικά ότι τα ΛΥΒ καταλαμβάνουν την άμεση ζώνη δίπλα στη λίμνη, ενώ το Νταηλάκη[2] βρίσκεται δυτικότερα στις πλαγιές του βουνού. Η πρώτη συνοικία πήρε το όνομά της από το στρατόπεδο του Μηχανικού του Ελληνικού Στρατού που περιλάμβανε και Λόχο Υποψήφιων Βαθμοφόρων (Λ.Υ.Β.). Το στρατόπεδο βρισκόταν στις όχθες της λίμνης μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, οπότε διαλύθηκε και η έκτασή του παραχωρήθηκε στον Δήμο Καστοριάς. Η δεύτερη συνοικία πήρε το όνομά της από τον γηγενή οπλαρχηγό του Μακεδονικού Αγώνα Νικολάου (Λάκη) Νταηλάκη.
Μέλη της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων
Καστοριάς στο γεωργικό φυτώριο. Στο βάθος η πόλη


       Στην περιοχή της Ντόπλιτσας υπήρχαν κάποια κτίσματα ήδη από τα τέλη του 19ου αι.: εβραϊκό νεκροταφείο, τεκές Μπεκτασήδων, οθωμανικός στρατώνας, στάβλος ιππικού και τελωνείο, ενώ αργότερα δημιουργήθηκαν  διάφορα εξοχικά κέντρα και εργαστήρια, όπως βυρσοδεψεία[3]. Αντίθετα, μέχρι τα μέσα του 20ο αι. το Νταηλάκη και τα ΛΥΒ ήταν σχεδόν αδόμητα και φιλοξενούσαν τους παραλίμνιους μπαξέδες, βοσκές και καλλιέργειες των κατοίκων της πόλης. Οι ντόπιοι τα ονόμαζαν είτε Μύλους, λόγω του ότι βρισκόταν εδώ οι διάφοροι αλευρόμυλοι της πόλης, είτε Άμμος, επειδή οι κάτοικοι προμηθεύονταν αυτό το δομικό υλικό από την περιοχή και το μετέφεραν στην πόλη με τις καστοριανές βάρκες. Επίσης, στις πλαγιές του βουνού υπήρχε η πηγή Μπουσμπουνάρι (Μπέης Μπουνάρ) που υδροδοτούσε ένα τμήμα της πόλης με πήλινους αγωγούς και το νερό της κινούσε τις μυλόπετρες των αλευρόμυλων. Εκτός τους ιδιωτικούς μύλους, κάποιες από τις πρώτες οργανωμένες εγκαταστάσεις ήταν τα σφαγεία και ο γεωργικός σταθμός και το φυτώριο της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, που δημιουργήθηκε στη δεκαετία του 1930 μετά την έλευση των Μικρασιατών προσφύγων[4]. Το φυτώριο, μαζί με το δενδροκομείο στην περιοχή της Χλόης, προμήθευαν γεωργικά εφόδια στους καλλιεργητές του νομού ώστε να βελτιώσουν την αγροτική τους παραγωγή.
Το στρατιωτικό νεκροταφείο Καστοριάς περί το 
1970 και στο βάθος κάποιες από τις πρώτες
διώροφες μονοκατοικίες που ανεγέρθηκαν
στο Νταηλάκη. 

Η είσοδος στην πόλη γινόταν συνήθως μέσω των λιμναίων μέσων μεταφοράς από τους παραλίμνιους οικισμούς Μαυροχώρι ή Δισπηλιό. Η εναλλακτική οδική πρόσβαση από το Νότο γινόταν μέσω της δημόσιας χωμάτινης οδού (τζιάντες) που ακολουθούσε την πορεία Άργος Ορεστικό – διάσελο Μαύρου Βουνού – θέση Φούρκα – θέση Άμμος-Μύλοι – Καστοριά. Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 διανοίχθηκε και σκυροστρώθηκε η παραλίμνια οδός από το Δισπηλιό προς τις θέσεις Πέτρα και Άμμος-Μύλοι[5]. Οι εξεταζόμενες περιοχές αποτελούσαν δηλαδή τη νότια είσοδο στην πόλη και ο δημόσιος δρόμος ακολουθούσε περίπου τη χάραξη της σημερινής οδού Γράμμου. Αυτός είναι και ο λόγος που κατασκευάστηκαν τα προαναφερθέντα κτίσματα στην περιοχή της Ντόπλιτσας.
Παράλληλα, ένας τόσο μεγάλος κεντρικός αδόμητος χώρος στις παρυφές της Καστοριάς ήταν αναμενόμενο να χρησιμοποιηθεί στις διάφορες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Στις παραμονές της απελευθέρωσης του 1912 τα οθωμανικά στρατεύματα του Μεχμέτ Πασά εγκαταστάθηκαν στον στρατώνα και τη γύρω περιοχή πριν να εγκαταλείψουν την πόλη. Επίσης, στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο επαναχρησιμοποιήθηκε η περιοχή κατά τη διέλευση των γαλλικών στρατευμάτων περί το 1917-18. Στον Μεσοπόλεμο εγκαταστάθηκε στον οθωμανικό στρατώνα το Σύνταγμα με διοικητή τον πεσόντα Κωνσταντίνο Δαβάκη, ενώ μεταπολεμικά δημιουργήθηκε το παραλίμνιο στρατόπεδο που στέγαζε το 715 Τάγμα Μηχανικού. Τέλος, μονάδες του ιταλικού ορεινού πυροβολικού μαζί με πολυάριθμα ζώα εγκαταστάθηκαν στον στρατώνα και την τοποθεσία Μπουσμπουνάρι στα πρώτα χρόνια της Κατοχής[6].                   
Ο πρώτος κοιμητηριακός ναός των Αγίων Πάντων 
στη θέση του σημερινού
         Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930 δεν υπήρχε κάποιος ενιαίος χώρος ταφής των Χριστιανών, αλλά μικρά νεκροταφεία στον περίβολο κάθε μιας από τις δεκάδες εκκλησίες της πόλης. Καθώς η πόλη αύξανε τον πληθυσμό της το πρόβλημα του νεκροταφείου γινόταν όλο και πιο έντονο και έτσι πάρθηκε η απόφαση να δημιουργηθεί ένα ενιαίο σε μεγάλη έκταση της περιοχής των Μύλων έξω από την πόλη. Παράλληλα, το 1935 ιδρύθηκε ο κοιμητηριακός ναός του Αγ. Χριστοφόρου [7], ο οποίος αντικαταστάθηκε με τον μεγαλύτερο των Αγ. Πάντων περίπου 40 έτη αργότερα. Μεγάλο τμήμα του νεκροταφείου κατέλαβαν οι ταφές των Ελλήνων αξιωματικών και οπλιτών, οι οποίοι σκοτώθηκαν κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο, ενώ κατασκευάστηκαν μια μνημειακή είσοδος (δημόσιο σήμα) και ένα μικρό υπόσκαφο ναΰδριο. Σήμερα έχει επέλθει κορεσμός της έκτασης του νεκροταφείου και σχεδιάζεται η δημιουργία ενός νέου.
               
Στιγμιότυπο από τα αποκαλυπτήρια της προτομής του
Λάκη Νταηλάκη το 1960. Εκφωνεί ομιλία ο Υπουργός
Βορείου Ελλάδος Γεώργιος Μόδης.
Η μεταπολεμική περίοδος χαρακτηρίστηκε από την εισροή νέων οικιστών από τα χωριά της περιφέρειας. Οι αυξημένες ανάγκες στέγασης επέβαλαν την επικράτηση της πολυώροφης πολυκατοικίας σε ολόκληρη την πόλη, με εξαίρεση τμήματα των συνοικιών Ντολτσό και Απόζαρι. Η πόλη επεκτάθηκε σταδιακά προς τις ΝΔ παραλίμνιες ζώνες, αρχικά με διώροφες μονοκατοικίες και αργότερα με ευμεγέθεις πολυκατοικίες. Η επέκταση προς το Νταηλάκη και τα ΛΥΒ είχε άναρχο χαρακτήρα, καθώς οι περιοχές αυτές εντάχθηκαν στο σχέδιο πόλης αρκετά χρόνια αργότερα, μόλις το 1976[8], όταν ήδη είχε διαμορφωθεί μια κρατούσα κατάσταση. Το φαινόμενο της άναρχης δόμησης ήταν τόσο μεγάλο που ο Νομάρχης Καστοριάς Ιωάννης Περβανίδης εξαναγκάστηκε να εκδώσει απόφαση εξαίρεσης από κατεδάφιση 100 αυθαίρετων κτισμάτων[9], μια πρακτική που χρησιμοποιήθηκε συνολικά από νομάρχες σε όλη την επικράτεια. Το 1960, όταν ακόμη δεν είχε πυκνώσει η δόμηση στην περιοχή, επιλέχθηκε να τοποθετηθεί η προτομή του Λάκη Νταηλάκη[10] σε εμφανές σημείο πλάι στη δημόσια οδό. Έτσι, ξεχάστηκαν σταδιακά οι παλιές ονομασίες Άμμος και Μύλοι, αλλά επικράτησε συνειρμικά η ονομασία Νταηλάκη, εννοώντας φυσικά την τοποθεσία όπου βρισκόταν η προτομή. Το έργο αυτό της γλύπτριας Κατερίνας Χαλεπά υπάρχει μέχρι σήμερα στην διαστάυρωση των οδών Γράμμου και Καραολή.
               
Οι συνοικίες Νταηλάκη και ΛΥΒ στις μέρες μας,
πλήρεις από πολυώροφες οικοδομές.
         Οι συνοικίες του Νταηλάκη και των ΛΥΒ εξελίχθηκαν σε περιφερειακές συνοικίες της πόλης με ζώνες γενικής και αμιγούς κατοικίας. Ιδίως μετά τη διάνοιξη της παραλίμνιας Λεωφόρου Κύκνων στη δεκαετία του 1990, εξαλείφθηκαν όλες οι παραλίμνιες καλλιέργειες και έγινε ανάπλαση του νότιου παραλίμνιου μετώπου, αποσυμφορήθηκε η μοναδική έως τότε αρτηρία (οδός Γράμμου) και η περιοχή απέκτησε πολλά εμπορικά καταστήματα. Ως δευτερεύουσα αρτηρία λειτουργούν οι οδοί Ζαλόγγου - Ύδρας, που οδηγούν στο γειτονικό οικισμό των Μανιάκων και ως κεντρικές συλλεκτήριες οι οδοί Καραολή – Μπουμπουλίνας, που οδηγούν στις εγκαταστάσεις του Α.Τ.Ε.Ι. Καστοριάς. Επίσης, ιδρύθηκαν διάφοροι πολιτιστικοί και αθλητικοί σύλλογοι στις δύο συνοικίες, που συσφίγγουν τις σχέσεις των κατοίκων τους. Σήμερα στην περιοχή δεσπόζουν ο ναός των Αγίων Πάντων με το νεκροταφείο, το Δημοτικό Ναυταθλητικό Κέντρο Καστοριάς (ΔΗ.ΝΑ.Κ), το νεόδμητο Δημοτικό Ενυδρείο, το Πάρκο Κυκλοφοριακής Αγωγής το 5ο Δημοτικό Σχολείο και το 4ο Γυμνάσιο της πόλης. Τέλος, στο Νταηλάκη τα τελευταία χρόνια ήρθαν στο φως ένα νεκροταφείο της Εποχής του Σιδήρου[11] με πλούσια κτερίσματα και θεμέλια μιας αρχαίας εγκατάστασης, που πιθανολογείται ότι ανήκει σε ένα λουτρό Ρωμαϊκής Εποχής.


πηγές εικόνων
αρχείο Α. Παύλου
αρχείο Ν. Βασιλειάδη
Συλλογικό, Τουριστικός οδηγός Ν. Καστοριάς, Νομαρχία Καστοριάς, Θεσ/νίκη, 1971
Ε. Νταηλάκης (επιμ), Καπετάν Λάκης (Νικόλαος ή Λάκης Νταηλάκης) οπλαρχηγός Α’ τάξεως Μακεδονικού Αγώνος: Ιστορικό ανθολόγιο (β’ έκδοση), Καστοριά, 2002



[1] Τα διάφορα ζητήματα της οικιστικής εξέλιξης της Καστοριάς αναλύονται στα:
Π. Τσολάκης, Πολεοδομικές και αρχιτεκτονικές έρευνες στην Καστοριά, University Studio Press, Θεσ/νίκη, 1996, σ. 9-35, 57-73
Π. Τσολάκης, Η αρχιτεκτονική της παλιάς Καστοριάς, Επίκεντρο, Θεσ/νίκη, 2009, σ. 69-113, 285-301 
Λ. Αλεξίου - Β. Κωστόπουλος, Η πολεοδομική εξέλιξη της Καστοριάς, ανεκδ. ερευνητική διπλωματική εργασία, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΑΠΘ, Θεσ/νίκη, 2010
[2] Στο παρόν άρθρο χρησιμοποιείται η ονομασία Νταηλάκη στο ουδέτερο γένος, που είναι και η οικεία μεταξύ των κατοίκων της πόλης. Το κύριο όνομα όμως δεν είναι ουδέτερο («Το Νταηλάκι»), αλλά παράγεται από το αρσενικό «Ο Νταηλάκης». Η σωστή ονομασία της συνοικίας θα έπρεπε να είναι «Του Νταηλάκη», σύμφωνα με τα: «Του Χαροκόπου», «Του Παπάγου» και «Του Χαριλάου».
[3] Λ. Συνόπουλος, Απομνημονεύματα ενός καστοριανού παιδιού της πιάτσας (1937-1957), Καστοριά, 1998, σ. 12, 71, 72· Π. Τσολάκης, «Η περιοχή της ‘’Ντόπλιτσας’’ στην Καστοριά», ανεκδ. ανακοίνωση, Καστοριά 18.06.2013
[4] Καστορία, φ. 250 (18.12.27), φ. 502 (20.11.32)
[5] Καστορία, φ. 157 (28.2.26)
[6] ο.π, Συνόπουλος, σ. 67
[7] Καστορία, φ. 617 (25.08.35)
[8] ΦΕΚ 243Δ’/25.08.1976
[9] Απόφ. Νομάρχη Καστοριάς αρ. Πρωτ. ΚΟ/ΟΙΚ/2437 - 17.09.1985
[10] Ο Νικόλαος (Λάκης) Νταηλάκης (1883-1941) γεννήθηκε στον οικισμό Βερνίκ του Καζά Καστοριάς, που ανήκει σήμερα στην Αλβανία. Γόνος σημαντικής πατριαρχικής οικογένειας οπλαρχηγών, δολοφόνησε σε μικρή ηλικία τον τοπικό Τουρκαλβανό δυνάστη Ντεμήρ Αγά, φυλακίστηκε προσωρινά και αποφυλακίστηκε κατόπιν δωροδοκίας. Συγκρότησε το δικό του επαναστατικό σώμα, συνεργαζόμενος κυρίως με τον καπετάν Κώττα, και έδρασε στις περιοχές του Γράμμου, των Κορεστίων, των Καστανοχωρίων, του Δεβόλη και της Κορυτσάς. Μετά την απελευθέρωση επέστρεψε στο χωριό του, αλλά όταν αυτό προσεπικυρώθηκε στο Αλβανικό Κράτος το 1924 μετοίκησε στην Κορομηλιά Καστοριάς. Δολοφονήθηκε από ομάδα ένοπλων σλαβόφωνων κομμουνιστών, ηγέτης της οποίας έχει υποστηριχθεί πως ήταν ο Λάζαρος Ζησιάδης ή Τερπόφσκι. Σύντομα δολοφονήθηκαν ο αδερφός του Ιωάννης Νταηλάκης από τον ΕΛΑΣ και τα ανίψια του Εμμανουήλ και Δημήτριος από τις ιταλικές κατοχικές δυνάμεις και τους άνδρες του ΕΛΑΣ αντίστοιχα. Βλέπε σχετικά: Λ. Νταηλάκης, Βιογραφικαί αναμνήσεις αντί ημερολογίου από του 1900-1912 του Καπετάν Λάκη ή Νικολάου Νταηλάκη, ανέκδοτα απομνημονεύματα, αρχείο ΔΙΣ· Γ. Μόδης, Μακεδονικός Αγών και Μακεδόνες αρχηγοί, ΕΜΣ, Θεσ/νίκη, 1967, σ. 196-215· Χ. Παπασταύρου (επιμ), Καπετάν Λάκης, Νικόλαος ή Λάκης Νταηλάκης οπλαρχηγός Α’ τάξεως Μακεδονικού Αγώνα, Φίλοι Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα Ν. Καστοριάς, Καστοριά, 2000· Ε. Νταηλάκης (επιμ), Καπετάν Λάκης (Νικόλαος ή Λάκης Νταηλάκης) οπλαρχηγός Α’ τάξεως Μακεδονικού Αγώνος: Ιστορικό ανθολόγιο (β’ έκδοση), Καστοριά, 2002
[11] Χ. Τσούγγαρης, «Ανασκαφικές έρευνες στο νομό Καστοριάς το 1997», ΑΕΜΘ 11 (1997), σ. 19-25

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια με υβριστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο δεν θα δημοσιεύονται