Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Η εμποροπανήγυρη του Άργους Ορεστικού

Τα τοπικά λουκούμια αποτελούν σήμα κατατεθέν
της εμποροπανήγυρης ήδη από τα χρόνια
του Μεσοπολέμου.

          Η «διάσημη» Εμποροπανήγυρη του Άργους Ορεστικού αποτελεί το κορυφαίο εμπορικό γεγονός σε ολόκληρη τη Δυτική Μακεδονία. Η απήχησή του ξεπερνά βέβαια τα όρια της περιφέρειας και εκτείνεται σε ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα και νότια τμήματα των γειτονικών χωρών, όπως η Αλβανία και η FYROM. Κάθε χρόνο στα τέλη του Σεπτέμβρη, εκατοντάδες έμποροι από πολλά σημεία της χώρας συρρέουν στην κωμόπολη με σκοπό να εκθέσουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους στους χιλιάδες επισκέπτες του λαϊκού αυτού πανηγυριού.


                Για τον θεσμό των πανηγυριών πρώτη αναφορά γίνεται στα Ομηρικά Έπη. Η πρωταρχική τους λειτουργία αφορούσε την ενθάρρυνση της πολιτικοκοινωνικής και θρησκευτικής συνοχής. Αργότερα προστέθηκε ο εμπορικός και οικονομικός τους ρόλος. Στα χρόνια του Βυζαντίου η «πανήγυρις» ήταν ένας αρκετά διαδεδομένος θεσμός που συνδεόταν με τη θρησκευτική λατρεία. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το πανηγύρι των Δημητρίων στη Θεσσαλονίκη του 12ου αι[1]. Μετά την οθωμανική κατάκτηση οι μικρές πανηγύρεις εξαπλώθηκαν στην επαρχία και δημιουργήθηκε σταδιακά ένα ολοκληρωμένο εμπορικό δίκτυο, που ανταγωνίζονταν το μονοπώλιο των πόλεων. Εμποροπανηγύρεις δημιουργούνται, εξαφανίζονται και επανεμφανίζονται ανάλογα τα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα κάθε περιοχής. Στον μακεδονικό χώρο, μετά την ανάπτυξη του σιδηροδρομικού δικτύου τη δεκαετία του 1880 οι εμποροπανηγύρεις απώλεσαν κάπως τον κυρίαρχο ρόλο που κατείχαν στην κοινωνική και οικονομική ζωή της επαρχίας, καθώς οι μεταφορές των προϊόντων γινόταν ευκολότερα και γρηγορότερα[2]. Πάντως οι περισσότερες δεν εξαφανίστηκαν αλλά συνέχισαν να υπάρχουν στον 20ο αι., οπότε άρχισαν να αλλάζουν μορφή με την εισαγωγή βιομηχανικών προϊόντων. Μετά το τέλος του πολέμου οι εμποροπανηγύρεις τροποποιήθηκαν πλήρως και πλέον η αναψυχή, όχι οι εμπορικές συναλλαγές, κρατούν τον κυρίαρχο ρόλο. Οι κυριότερες εμποροπανηγύρεις στη Δυτική Μακεδονία στα τέλη  της Τουρκοκρατίας διοργανώνονταν στο Άργος Ορεστικό (Χρούπιστα) και το Μαυροχώρι (Μάυροβο) Καστοριάς, στα Γρεβενά, το Μαυρονόρος και το Κέντρο (Βέντζια) Γρεβενών, στα Σέρβια και το Τσοτύλι Κοζάνης[3].                
Κεραμικά και μπακίρια στην Εμποροπανήγυρη
της Χρούπιστας κατά τον Μεσοπόλεμο.
       Είναι εξαιρετικά δύσκολο να τοποθετήσουμε σε κάποια χρονική περίοδο την έναρξη λειτουργίας της Εμποροπανήγυρης Χρούπιστας. Επίσημα ή ανεπίσημα, έχουν γραφεί κάποιες μάλλον ανεδαφικές απόψεις προκειμένου να αποδοθεί μεγαλύτερη αίγλη στη διοργάνωση αυτή. Η πρώτη άποψη υποστηρίζει ότι το πανηγύρι του Άργους Ορεστικού υπάρχει ήδη κατά τον 16ο αι. και ότι το οθωμανικό κατάστιχο του 1568 μιλά για αυτό, πράγμα που σε καμία περίπτωση δε συμβαίνει. Τα οθωμανικά κατάστιχα του έτους 1530 (ΤΤ424) και του έτους 1568/69 (ΤΤ720) για την περιοχή της Χρούπιστας δημοσιεύθηκαν σε πρόσφατη μελέτη των Γκέκα και Ζήκα[4]. Το μεν πρώτο είναι συνοπτικό και αναφέρει ότι η έδρα του Καζά Αστίν ήταν η κωμόπολη Χρούπιστα με 74 οικογένειες χριστιανών και μουσουλμάνων (εκτός τους ανύπανδρους και τις χήρες) και αποτελούσε σουλτανικό χάσι, δηλαδή τα 18569 άσπρα[5] από τη φορολόγηση των κατοίκων πηγαίνουν απευθείας στο ταμείο του σουλτάνου. Το δεύτερο κατάστιχο είναι αρκετά πιο αναλυτικό και επιμερίζει τον φόρο σε άσπρα ανά κατηγορία. Εκεί αναφέρεται ότι ο φόρος του παζαριού της Χρούπιστας ήταν 4200 σε σύνολο 15478 άσπρων[6]. Πουθενά δεν αναγράφεται η ύπαρξη ετήσιας εμποροπανήγυρης, δηλαδή δεν υπάρχει κάποια απόδειξη, χωρίς να αποκλείεται φυσικά. Ακόμη, από τον 16ο αι. σώζονται τα κατάστιχα του έτους 1500 (ΤΤ986), του έτους 1519 (ΤΤ70) και του έτους 1542 (ΤΤ433), σε κανένα από τα οποία δεν γίνεται αναφορά σε εμποροπανήγυρη. Βέβαια, η μεγάλη απόδοση φόρου και η ύπαρξη  kanunname, δηλαδή ενός νομοθετικού κώδικα για τη φορολόγηση του παζαριού, ήδη από το 1530[7], δηλώνει την ύπαρξη μιας συγκροτημένης αγοράς στη Χρούπιστα, που λειτουργούσε με βεβαιότητα ως το πολιτικό, διοικητικό, οικονομικό και στρατιωτικό κέντρο ολόκληρου του Καζά (= επαρχίας). Όμως, άλλο το εβδομαδιαίο παζάρι και άλλο η ετήσια εμποροπανήγυρη.
Επόμενη άποψη υποστηρίζει πως η εμποροπανήγυρη υφίσταται από τον 17ο αι. [8], που μεν μοιάζει πιο αληθοφανής αλλά στερείται και αυτή τεκμηρίωσης. Γενικά, οι ερευνητές που ασχολήθηκαν με το θέμα αποδέχονται σχεδόν αξιωματικά την ύπαρξη της εμποροπανήγυρης, χωρίς να προσκομίζουν κάποια πρωτογενή πηγή που να τεκμηριώνει το γεγονός. Οι πηγές αναφέρουν συχνά το παζάρι της Χρούπιστας και όχι το πανηγύρι. Βέβαια, υπάρχει η πιθανότητα το δεύτερο να φέρει την ονομασία του πρώτου, αφού ουσιαστικά ένα μεγάλο ετήσιο παζάρι ήταν. Με βάση τις υπάρχουσες πληροφορίες δεν μπορούμε να βγάλουμε κάποιο σαφές συμπέρασμα για την ύπαρξη της εμποροπανήγυρης στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας. Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις στα οθωμανικά κατάστιχα, μα όχι αποδείξεις.


Καραβάνι με καμήλες στη Χρούπιστα του Μεσοπολέμου,
            μάλλον κατά την περίοδο της εμποροπανήγυρης.

Μεγάλη εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι κανένας κανένας από τους περιηγητές που μνημονεύουν την κωμόπολη δεν αναφέρει την ύπαρξη της εμποροπανήγυρης. Ο Kâtip Çelebi  (ή Haci Halife) στα μέσα του 17ου αι., ο W.M. Leake το 1805, ο F.C.H.L Pouqueville το 1806, ο Π. Αραβαντινός το 1854 και ο Ν. Σχινάς το 1886. Ο Pouqueville αναφέρει για την εμποροπανήγυρη του Μαυρόβου ότι μεταφέρθηκε εκεί από την Κοσμόπολη[9], δηλαδή από την Κλεισούρα. Ο δε Σχινάς μνημονεύει το μεγάλο εβδομαδιαίο παζάρι της Χρούπιστας που γίνεται κάθε Τρίτη σε κεντρικό σημείο με άφθονα προϊόντα[10]. Μεγαλύτερη έκπληξη αποτελεί το γεγονός ότι ο τοπικός γιατρός Δ. Ρούφος που μας άφησε το σημαντικότερο και αναλυτικότερο κείμενο της Τουρκοκρατίας για τη Χρούπιστα, δεν αναφέρει ούτε γραμμή για την εμποροπανήγυρη[11]. Βάσει όλων των παραπάνω θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι κατά τον 19ο αι. η εμποροπανήγυρη είτε είχε σταματήσει τη λειτουργία της είτε είχε υποβαθμιστεί σε μεγάλο βαθμό. Αντίθετα, αυτή του Μαυρόβου δείχνει ακμάζουσα, τουλάχιστον μέχρι το 1883, όταν έγινε η μεταφορά της τον μήνα Νοέμβριο. Στον Μεσοπόλεμο, ο τοπικός ιστοριοδίφης Π. Τσαμίσης για το παζάρι του Άργους Ορεστικού αναφέρει ότι μέχρι το έτος 1836 γινόταν κάθε Κυριακή και μετά κάθε Τρίτη, πληροφορία που άντλησε από σημείωμα στον Κώδικα της Μητρόπολης Καστορίας, ενώ για την εμποροπανήγυρη του Μαυρόβου ότι λειτουργούσε έως το 1883 κάθε 25η Σεπτεμβρίου με πλήθος επισκεπτών[12]. Τα πανηγύρια του Μαυρόβου και της Χρούπιστας δείχνουν να ήταν αλληλένδετα μεταξύ τους, καθώς όταν το πρώτο σταμάτησε σχεδόν τη λειτουργία του το 1927, το δεύτερο γιγαντώθηκε[13].               

    
Βελέντζες και χαλιά
στο μεταπολεμικό πανηγύρι.
    Η σύγχρονη ιστορία της εμποροπανήγυρης έχει ως αφετηρία το έτος 1922, όταν ξεκίνησε και πάλι η λειτουργία της μέσα στο φθινόπωρο[14]. Έκτοτε έχουμε αρκετές πληροφορίες για τη μορφή της. Το σημείο που στήνονταν οι αυτοσχέδιες σκηνές και τα ξύλινα παραπήγματα ήταν ο χώρος του παλιού γηπέδου ποδοσφαίρου στη συνοικία Κασλάς ή Παλιό Νοσοκομείο. Σήμερα στη θέση αυτή βρίσκεται το Δημοτικό Πάρκο. Τα πρώτα χρόνια διήλθε από μια περίοδο με οργανωτικά προβλήματα, καθώς δεν είχε σταθερή ημερομηνία διεξαγωγής, ούτε υποδομές[15]. Η ύδρευση γινόταν από τη βρύση του Κασλά, πλησίον του σημερινού δημαρχείου, ενώ το έδαφος ήταν φυσικά χωμάτινο και λάσπωνε όταν έβρεχε. Το έτος 1929 ο ηλεκτροφωτισμός εγκαινιάστηκε στο Άργος Ορεστικό, ένα έτος πριν την Καστοριά, και οι ώρες του πανηγυριού επεκτάθηκαν στις βραδινές ώρες. Από τότε διοργανώνονταν διάφορες κοσμικές εκδηλώσεις, όπως χοροεσπερίδες, πιο λαϊκού βέβαια ύφους. Η εμποροπανήγυρη του Άργους Ορεστικού δεν γινόταν επ’ ευκαιρία κάποιας θρησκευτικής εορτής, όπως συνηθίζεται μέχρι σήμερα. Η πολιούχος της κωμόπολης, η Αγία Παρασκευή, τιμάται την 26η Ιουλίου. Ήταν ένα καθαρά εμπορικό γεγονός για τις προμήθειες του χειμώνα, όπου την πρωτοκαθεδρία είχαν τα τρόφιμα, τα αγροτικά προϊόντα και οι πωλήσεις ζώων. Ακόμη, πωλούνταν υφαντά, τάπητες και βελέντζες, ζαχαρώδη, οικιακά σκεύη και ελάχιστα βιομηχανικά προϊόντα ή αγροτικά εργαλεία. Από τα πρώτα ήδη χρόνια υπήρχαν πρόχειρα καφενεία και εστιατόρια στον χώρο της εμποροπανήγυρης για τις ανάγκες των επισκεπτών, όπως και κάποια παιχνίδια, όπως η ροδάνη, η μεγάλη ξύλινη ρόδα που επιβιβάζονταν τα παιδιά. Η εμβέλειά του πανηγυριού κάθε χρόνο αυξάνονταν, λόγω των μεριμνών της τοπικής κοινότητας και τη δημοσιότητας που λάμβανε το γεγονός μέσω του Τύπου. Τα αυτοκίνητα της εποχής μετέφεραν ολημερίς αρκετούς επισκέπτες από κοντινές ή μακρινές περιοχές[16].
Υφάσματα στην εμποροπανήγυρη του 1953.
Το 1929 ξεκίνησε η διοργάνωση μιας ετήσιας εμποροπανήγυρης και στην Καστοριά, ως αντίπαλο δέος αυτής  Άργος Ορεστικού. Η εμποροπανήγυρη της Καστοριάς δεν πρέπει να συγχέεται με το λεγόμενο «νυφοπάζαρο», το Πασχαλινό πανηγύρι της Μεγ. Πέμπτης, καθώς διαρκούσε για μια εβδομάδα του Σεπτεμβρίου ή Οκτωβρίου. Η εμποροπανήγυρη της Καστοριάς πραγματοποιούνταν μέχρι το 1940 στην ηλεκτροφωτισμένη πλατεία Φιλώτα, δηλαδή το σημερινό Πάρκο Ολυμπιακής Φλόγας, και συνοδευόταν από πολιτιστικές εκδηλώσεις και γεωργική έκθεση για αρκετά χρόνια[17]. Μεταπολεμικά, η λειτουργία της αναστάλθηκε.
Βόλτα στο περιστρεφόμενο καρουζέλ
          κατά τη δεκαετία του 1960.
Κατά τη δεκαετία του 1940 η λειτουργία της Εμποροπανήγυρης του Άργους Ορεστικού σταμάτησε λόγω των πολεμικών γεγονότων. Έπειτα όμως, γνωρίζει πολύ μεγάλη ακμή που φτάνει ως το σήμερα. Στο μεσοπολεμικό πανηγύρι προστέθηκαν νέα βιομηχανικά προϊόντα, γεύσεις, μουσικές και υπηρεσίες. Ενδύματα και υποδήματα, οικιακά είδη και εργαλεία, παιχνίδια και διακοσμητικά, βιβλία και φθηνά κοσμήματα ή αρώματα. Τα παραδοσιακά μαγειρευτά φαγητά στο καζάνι (όπως το λάχανο με κρέας ή η γίδα βραστή) άρχισαν να δίνουν τη θέση τους σε ψητά κρεατικά της ώρας (σουβλάκια, λουκάνικα, κοτόπουλα και σούβλες). Τα παραδοσιακά λουκούμια Μούσιου που παράγονταν στο Άργος από τις αρχές του 20ου αι. συνοδεύονταν πλέον με χαλβάδες Φαρσάλων, λουκουμάδες, ξηρούς καρπούς και παγωτά. Τα γλέντια και οι χοροί με λαϊκούς οργανοπαίχτες στις δεκαετίες του 1950 και 1960 παραμένουν έντονα στις μνήμες των πιο ηλικιωμένων μέχρι σήμερα. Ακόμη, τα γραμμόφωνα και αργότερα τα ραδιόφωνα, τα πικ-απ και τα κασετόφωνα στόλιζαν με διάφορες μουσικές την πολύβουη πανήγυρη. Το λούνα παρκ, που εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1960, θα μένει για πάντα χαραγμένο στην καρδιά των παιδιών. Τα κουρσάκια, οι κούνιες βαρκούλες, το περιστρεφόμενο καρουζέλ, το τρενάκι, οι αλυσίδες, οι κρίκοι, η σκοποβολή και αργότερα η μπαλαρίνα, ο μύλος, το καράβι, το ταψί και το τρενάκι του τρόμου αποτελούσαν τον πόλο έλξης για παιδιά κάθε ηλικίας. Μεγάλες ατραξιόν του πανηγυριού ήταν ο λεγόμενος «Γύρος του Θανάτου», δηλαδή μια μεγάλη ξύλινη κατασκευή σαν βαρέλι όπου δεξιοτέχνες μοτοσυκλετιστές έκαναν τα ακροβατικά τους, όπως και ο άνθρωπος που μεταμορφωνόταν σε γορίλα ή τα διάφορα άγρια ζώα που εμφανίζονταν μπροστά στα έκπληκτα μάτια των επισκεπτών. Πολύ γλαφυρή είναι η περιγραφή του Ν. Μέρτζου για το μεταπολεμικό πανηγύρι:
«Είχαν κατέβει όλοι, με τα καλά τους, στο λαϊκό πανηγύρι και ήταν τρυφερή η τελευταία νύχτα του Σεπτεμβρίου στη Χρούπιστα. Κάτω από τις τέντες λάμπαν τα φώτα, βαθειά στο σκοτάδι γύριζε με όλα τα λαμπιόνια της αναμμένα η μεγάλη ρόδα του τσίρκου και τα χρώματα έρρεαν πάνω στα χαρωπά πρόσωπα, χιλιάδες πρόσωπα, ποτάμι. Η τσίκνα από τα ψημένα κρέατα ανέβαινε γαλάζια στον έναστρον ουρανό και πλανιόταν στην άγρυπνη πολιτεία. Ήταν το πανηγύρι.
Τεράστιες τέντες, με πάνινους θόλους, ανοίγανε μυθικούς θυσαυρούς στο λαϊκό μάτι. Κιλίμια και φλοκάτες πολύχρωμες, κεντημένα πουλιά και νεράϊδες, μάλλινα στρωσίδια και τομάρια από κατσίκια, νήπια πρόβατα και αγρογούρουνα απλώνονταν στο τσαρσί και τα πασπάτευαν οι γυναίκες, τα ξεδίπλωναν στο φως, τα μετρούσαν, τα παζάρευαν. Παρέκει ξυλόγλυπτα από την Ήπειρο. Χαβάνια και ρόκες, γκλίτσες και κουτάλια με τον Αη-Γιώργη καβαλλάρη σκαλισμένο ψηλά, σαΐτες και φλασκιά, δεμένα καλά, από φλαμούρι να κρατούν το νερό δροσερό και να το ευωδιάζουν. Πιατικά με χρυσαφένια στολίδια, γαλάζιες μπορντούρες, κάθε λογής. Και έπειτα, παιχνίδια, μαχαίρια, εργαλεία για την δουλειά στο χωράφι, στο σπίτι, στις μηχανές. Βιβλία πολλά. Άλλο ρομαντζάκι άλλα μαρξιστικά της φτήνειας –όλη η σοφία του κόσμου σε μια δραχμή- και Τσελεμεντέδες για την κυρά και τις νιόπαντρες. Χάντρες γαλάζιες για το μάτι, χάμουρα πολυποίκιλτα για τα ύστατα άλογα και κουδούνια. Άλλα με ασημένιους ήχους, άλλα χαλκά και μερικά γιατα γκεσέμια, τεράστια, μαυρισμένα στη φωτιά, γλουν γλουν. Τ’ άκουγες να ηχούν πως τα δοκίμαζαν κι αμέσως χύνονταν τριγύρω η αίσθηση πως περνάει ο Αρχηγός. Τυριά και χαλβάδες Φαρσάλων, λουκούμια του Μούσιου και ένας παράδεισος με ζαχαρωτά, όλα λαχταριστά, τακτοποιημένα σε επάλληλες σειρές από γυάλες –με καμπύλα καπάκια. Και μαλλί της γριάς, κάστανα βραστά, ψητά και χύμα στο τσουβάλι- φράσκα. Ντουντούκες, πίπιζες, κασέτες και ζεμπεκιές. Κλαρίνα και γκούμια βαρειά, με βαρύτιμες μουσικές, φερμένες από τα πολύ παλιά χρόνια. Φυσαρμόνικες. Και κοσμήματα να λάμπουν με μύριες ανταύγιες. Χρυσαφικά και πλαστικά τραίνα, αυτοκινητάκια, κουζίνες για τα κοριτσάκια – ό,τι βάνει ο νους του ανθρώπου. Σαν παραμύθι μέσα στη νύχτα. Είχαν κατέβει ξώμαχοι απ’ τον Γράμμο κι αγρότες από τους μπαχτσέδες του καστοριανού κάμπου, τσομπαναρέοι από το Βίτσι και τεχνίτες της γούνας από τα ακάματα εργαστήρια της Καστοριάς, στητοί Μακεδόνες απ’ τα Κορέστια και λιγοστοί ψαράδες της λίμνης, ένα πλήθος γεμάτο παιδιά, γυναίκες και προσδοκίες.
Η νύχτα τους ετύλιγε όλους, χλιαρή με την οσμήν του φθινοπώρου και δεν έπεφτε βελόνι στους δρόμους. Μια πάνινη πολιτεία ξανοίγονταν με μουσικές, με την βοή των βημάτων και με ταλάληδες που διαλαλούσαν πραμάτειες στο λαϊκό πανηγύρι. Σαν κάποιος προικισμένος σκηνοθέτης να ‘χε ανοίξει μια παρένθεση εκεί πέρα και έφερνε στον κόσμο κάτι από τα παλαιά παραμύθια»[18].
Νικόλαος Μέρτζος
Σεπτέμβριος 1979


Στιγμιότυπο από τον τα ακροβατικά
        στον «Γύρο του Θανάτου».
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 το εμπόριο ζώων σταμάτησε και η θέση διεξαγωγής του πανηγυριού άλλαξε και μεταφέρθηκε στο βορειοδυτικό άκρο της πόλης, κατά μήκος των σημερινών οδών Αλιάκμονος και Ορέστου και στην έκταση δίπλα στο Κέντρο Υγείας, που τότε ήταν ακόμη αδόμητη και εκτός σχεδίου πόλης. Εκείνη την περίοδο, διοργανώνονταν και Γεωργική Έκθεση στον χώρο εκδηλώσεων του Γεωργικού Συνεταιρισμού ή το παλιό Πνευματικό Κέντρο, κτίρια που βρίσκονταν αμφότερα στην κεντρική οδό Μεγ. Αλεξάνδρου.


Η θέση της εμποροπανήγυρης μεταφέρθηκε στην οδό Αλιάκμονος στο ΒΔ τμήμα της πόλης από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 έως τις αρχές αυτής του 1990.


Μετά την επέκταση του σχεδίου πόλης το 1989, η Εμποροπανήγυρη χωροθετήθηκε το 1993 σε συγκεκριμένη έκταση στο ανατολικό τμήμα της πόλης προς το Αεροδρόμιο και κατά μήκος της κεντρικής οδού Γιαγκοπούλου, έκταση εμβαδού άνω των 35 στρ. Μερίμνει του Δήμου Άργους Ορεστικού, διαμορφώθηκε και ασφαλτοστρώθηκε η έκταση, κτίστηκαν χώροι υγιεινής, προσφέρονται παροχές ηλεκτρικού ρεύματος. Το 2010 εγκαινιάστηκε στον χώρο του πανηγυριού ο μεγαλοπρεπής ναός του Αγίου Νεκταρίου, η δεύτερη ενορία της πόλης και πλέον σημείο αναφοράς για τους επισκέπτες. Οι υπηρεσίες στον επισκέπτη τόσο από την πλευρά των εκθετών όσο και από τις τοπικές αρχές έχουν αναβαθμιστεί σημαντικά, καθώς παρέχονται πληροφορίες, οι χώροι πλέον περιπολούνται με ειδικό προσωπικό, ενώ υπάρχει δυνατότητα άμεσης επέμβασης από τα Σώματα Ασφαλείας και τις Πρώτες Βοήθειες.    Τα τελευταία χρόνια επιχειρείται με επιτυχία η αισθητική αναβάθμιση της εμποροπανήγυρης με νέα μεταλλικά στέγαστρα που κατασκευάζει ο Δήμος, με ξύλινα περίπτερα, σημεία στάσης και συντριβάνια. Ο θεσμός της Εμποροπανήγυρης του Άργους Ορεστικού με τη σύγχρονη μορφή της λειτουργεί εδώ και 96 χρόνια. Δείχνει ότι μπορεί να συνεχιστεί μελλοντικά, εναρμονισμένος στα δεδομένα και τις ανάγκες της εποχής.

Η σύγχρονη Εμποροπανήγυρη του Άργους Ορεστικού συγκεντρώνει ετησίως 120.000
επισκέπτες τα τελευταία χρόνια, αποτελώντας μια από τις μεγαλύτερες στη χώρα.



[1] Σ. Αδραχάς, Ελληνική οικονομική ιστορία ιε’ – ιθ’ αιώνας, τ. Α’, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2003, σ. 485-490
[2] Β. Γούναρης, «Οικονομικές εξελίξεις στη Μακεδονία (1430-1912). Οργάνωση αγοράς, εμποροπανηγύρεις και καραβάνια» στο Ι. Κολιόπουλος – Ι. Χασιώτης (επιμ.), Η νεότερη και σύγχρονη Μακεδονία: Ιστορία – Οικονομία – Κοινωνία – Πολιτισμός, Παρατηρητής - Παπαζήση, Αθήνα 1992, σ.
[3] Γενικά για τις εμποροπανηγύρεις στη Μακεδονία βλ: S. Faroqhi, «The early history of the balkan fairs» Sudost Forschungen 37 (1978) 50-68· Σ. Αδραχάς, Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας (ιε’ – ιθ’ αιώνας), Μέλισσα, Αθήνα 1979· Ε. Βουτσοπούλου, «Πόλη και εμποροπανήγυρη» στο Ο. Βαρόν-Βασάρ (επιμ.), Νεοελληνική πόλη: Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό Κράτος, Πρακτικά Διεθνούς συμποσίου Ιστορίας, τ. Β’, Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 1985, σ. 439-443· Ν.Γ. Σβορώνος, Το εμπόριο της Θεσσαλονίκης τον 18ο αι., Θεμέλιο, Αθήνα 1996· H. Inalcik-D. Quataert, Οικονομική και κοινωνική ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τ. Α’ (1300-1600), μτφρ. Μ. Σαρηγιάννης, Αλεξάνδρεια, 2008· Α. Βαρσαμίδης, Η περιοχή Βοΐου (Ανασέλιτσα) της Δυτικής Μακεδονίας κατά τον 19ο – αρχές 20ου αι.), Σταμούλης, Θεσ/νίκη 2007· Κ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού. Κοινωνία και οικονομία στη Μακεδονία και τη Θράκη του 19ου αι., Σταμούλης, Θεσ/νίκη 2010· Γ. Βοζίκας, «Οι εμποροπανηγύρεις στην περιοχή των Σερρών», Σερραϊκά Χρονικά 17 (2015) 11-52· Γ. Αλευράς, «Οι εμποροπανηγύρεις της Μακεδονίας κατά την οθωμανική περίοδο (18ος – 19ος αι.): Το παράδειγμα της Σαμαρίνας και του Μαυρονόρους Γρεβενών» στο Χ. Καρανάσιος - Κ. Ντίνας - Δ. Μυλωνάς (επιμ.), Η Δυτική Μακεδονία στους Νεότερους χρόνους, Πρακτικά Α’ Συνεδρίου Ιστορίας Δυτικής Μακεδονίας, Γρεβενά 2-5 Οκτωβρίου 2014, Εταιρεία Δυτικομακεδονικών Μελετών, Κοζάνη 2016, σ. 207-222
[4] Σ. Γκέκας – Σ. Ζήκας, Το Βόϊο και η περιοχή του Άργους Ορεστικού της Δυτικής Μακεδονίας κατά την Οθωμανική Περίοδο 16ος – 17ος αι. (1500-1700 μ.Χ.), Ερωδιός, Θεσ/νίκη 2014
[5] Το άσπρο ή ακτσές (akce) ήταν νομισματική μονάδα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από τον 14ο έως τον 17ο αι.
[6] Ο.π., Γκέκας – Ζήκας, σ. 25, 42-43
[7] J.C. Alexander, Towards a history of post-Byzantine Greece: The Ottoman Kannunnames for the Greek lands, c. 1500-c. 1600, Athens 1985, σ. 65-66· Λ. Παπαϊωάννου, Άργος πόλη Ορεστίδας, Μορφωτικός Σύλλογος Άργους Ορεστικού «Η Ορεστίς», Άργος Ορεστικό 1996, σ, 193
[8] Ο.π. Γούναρης, σ. 72· εφημ. Νέα Καστοριά, φ. 26 (03.1977)· Ο.π., Παπαϊωάννου, σ. 197· Α. Βαρσαμίδης, Οικονομικός βίος και επαγγελματική κίνηση της περιοχής Βοΐου (19ος – αρχές 20ου αι.), διδακτορική διατριβή, Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2004, σ. 176
[9] F.C.H.L Pouqueville, Voyage de la Grece, t.3, Chez Firmin Didot, Paris, 1826, σ. 28. Η ακριβής μετάφραση στο: Φ. Πουκεβίλ, Ταξίδι στη Δυτική Μακεδονία (Άνοιξη του 1806), εισαγωγή - μετάφραση - σχόλια Γ. Τσάρας, Αφοί Κυριακίδη, Θεσ/νίκη, 1985, σ. 66, 67
[10] Ν. Σχινάς, Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, νέας οροθετικής γραμμής και Θεσσαλίας, τ. Α’, τύποις Messager dAthenes, Εν Αθήναις, 1886, σ. 117
[11] Δ. Ρούφος, «Χρούπιστα», Μακεδονικόν Ημερολόγιον Γ’ (1910), Παμμακεδονικός Σύλλογος, Εν Αθήναις, 1909, σ. 130-137
[12] Π. Τσαμίσης, Η Καστοριά και τα μνημεία της, τύποις Αλευρόπουλου, Εν Αθήναις 1949, σ. 162-163
[13] Κ. Καρανάτσης, «Οι ετήσεις περιοδικές αγορές στην Ήπειρο (17ος – 18ος αι.): Συμβολή στη μελέτη της εμποροπανήγυρης», Τα Ιστορικά 21 (1994) 314· Γ. Αλευράς, Ο κοζανίτης έμπορος Κωνσταντίνος Δ. Τακιατζής (1812-1896), Εταιρεία Δυτικομακεδονικών Μελετών, Κοζάνη 2016
[14] εφημ. Καστορία, φ. 39 (30.90.1923)
[15] εφημ. Καστορία, φ. 137 (04.10.1925)
[16] εφημ. Καστορία, φ. 240 (09.10.1927)
[17] εφημ. Καστοριανή Ζωή, φ.17 (21.09.1935)
[18] εφημ. Ορεστίς, φ. 5 (Σεπ 1991)· Ο.π., Παπαϊωάννου, σ, 195-196· Ν.Ι. Μέρτζος, «Στο πανηγύρι» στο Ν. Δασκαλάκης – Λ. Νικηφορίδης (επιμ.), Λαογραφικά Άργους Ορεστικού (Χρούπιστας), Μορφωτικός Σύλλογος Άργους Ορεστικου΄«Η Ορεστίς», Άργος Ορεστικό 2013 (Β’ Έκδοση), σ. 366-368

2 σχόλια:

Σχόλια με υβριστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο δεν θα δημοσιεύονται