Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Μικρές ιστορίες 10: Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1809

         Μεταφερόμαστε στις αρχές του 19ου αι. Η Καστοριά μετρούσε ήδη 424 έτη υποδούλωσης στους Οθωμανούς Τούρκους και έμελλε να περιμένει την απελευθέρωση για άλλα 103. Στο δεύτερο μισό του 18ου αι. η πόλη δέχθηκε αλλεπάλληλες επιθέσεις αλβανικών στρατευμάτων από Βορρά τα έτη 1756, 1773 και 1774[1]. Τα άτακτα αλβανικά σώματα είχαν μια χαλαρή οργάνωση και δρούσαν ληστρικά υπό την ανοχή της κεντρικής οθωμανικής εξουσίας, αφού θεωρητικά ήταν σύμμαχοι ως μουσουλμάνοι. Ο πρωτύτερα χριστιανικός αλβανικός λαός ήταν και ο μοναδικός στα Βαλκάνια που εξισλαμίστηκε μαζικά και χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση, ήδη από τους πρώτους αιώνες της τουρκικής εξάπλωσης στα Βαλκάνια. Έτσι, οι μουσουλμάνοι Αλβανοί είχαν πολλά περισσότερα προνόμια έναντι των Ελλήνων, μπορούσαν να εξελιχθούν ως ανώτεροι στρατιωτικοί και διοικητικοί και δεν πρέπει να ξενίζει το γεγονός ότι οι περισσότεροι διοικητές (μπέηδες - καϊμακάμηδες) της Καστοριάς ήταν αλβανικής καταγωγής. Υπήρχαν βέβαια και περιπτώσεις που ο τακτικός οθωμανικός στρατός στράφηκε ενάντια στα αλβανικά σώματα, όταν προσπαθούσαν να υπερβούν τον έλεγχο του Σουλτάνου. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση ήταν ο Αλβανός διοικητής του Πασαλικιού των Ιωαννίνων, Αλή Τεπελενλής που αυτοαναγορεύτηκε Πασάς.

Πίνακας του Σέρβου Paja Jovanović (1859 – 1957).
Ο χορός των σπαθιών1890, Λάδι σε καμβά.

Ο Αλή Πασάς επιδίωκε την αύξηση της κυριαρχίας του και την πλήρη αυτονόμησή του από τον Σουλτάνο Μαχμούτ Β’. Έτσι, σταδιακά επέκτεινε τις ζώνες επιρροής του στην Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία, τη Δυτικά Μακεδονία και την Κεντρική Αλβανία. Στην Καστοριά επέδραμε το έτος 1804, όπου εξασφάλισε την υποταγή του τοπάρχη Μεχμέτ Μπέη. Οι τρεις αδερφοί Μεχμέτ, Ντεμίρ και Ουμέρ, που τότε όριζαν τις τύχες της Καστοριάς, ήταν τόσκικης καταγωγής, υιοί του Μουστάμπεη που αποκεφαλίστηκε από τον Σουλτάνο[2]. Ο Αλής απαίτησε τη συνεισφορά των στρατευμάτων του Καστοριανού Μεχμέτ Μπέη στις επεκτατικές επιχειρήσεις του στην Αχρίδα. Παράλληλα, οχύρωσε με προτείχισμα τα Ιουστιάνεια τείχη της πόλης και όρισε ως τσιφλίκια, που του απέδιδαν φόρο, τους οικισμούς των Καστανοχωρίων Ζούζουλτσι (Σπήλαια), Ντόλιανη (Ζευγοστάσιο), Οσνίτσανη (Καστανόφυτο) και Λουβράδες (Σκιερό)[3].

Τα Χριστούγεννα του 1935 δημοσιεύθηκε μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία για την Πρωτοχρονιά του 1809 στην εφημερίδα Καστοριανή Ζωή των Κεφαλά και Γκουλιούρη[4]. Συντάκτης της ήταν ο Μεν. Αργυρόπουλος. Ο Αργυρόπουλος δεν αναφέρει κάποια πηγή και έτσι ως προέλευσή της θεωρείται η προφορική παράδοση μεταξύ των Καστοριανών. Αναφέρει[5]:

’Χριστούγεννα, Άγιος Βασίλης, Άγιος Γιάννης Πρόδρομος!...

Με πόσην ανυπομονησίαν και χαράν δεν επερίμενεν ο υπόδουλος Χριστιανικός πληθυσμός της Καστοριάς τας ημέρας αυτά…Και πόσες ελπίδες και πόσα όνειρα δεν εγεννώντο εις την φαντασίαν του διά την απελευθέρωσιν της αγαπητής μας Πατρίδος…

Τα «Δωδεκάημερα»!..Ιδού ημέραι κατά τας οποίας οι Χριστιανοί κάτοικοι της υποδούλου παλαιάς Καστοριάς εύρισκον την «ελευθερίαν» των. Ημπορούσαν να τραγουδήσουν ελευθέρως άσματα πατριωτικά, να διασκεδάσουν, να μεταμφιεσθούν· τα περίφημα «προνόμια» των Σουλτάνων υπέρ των Χριστιανών εφηρμόζοντο κατά γράμμα τάς ημέρας αυτάς. Επιτακτική κυβερνητική διαταγή απηγόρευεν αυστηρώς και προσωπικήν κράτησιν διά χρέη προς το Δημόσιον ως και είσπραξιν δημοσίων φόρων.

Ήτο παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1809. Ο συννεφιασμένος καιρός δεν ημπόδισεν τον χριστιανικόν κόσμον της Καστοριάς να εκδηλώση την χαράν του που ησθάνετο την παραμονήν της πρωτοχρονιάς και του Αγίου Βασιλείου.

Εις παλαιάν εποχήν κατά τους μαύρους χρόνους της πρωτοχρονιάς εγίνετο κάτι παρόμοιον που γίνεται σήμερον την ημέραν της εορτής του αγίου Προδρόμου. Όμιλοι μεταμφιεσμένων περιήρχοντο τα διάφορα σπίτια της Καστοριάς για να τραγουδήσουν, να λυτρώσουν, παραστήσουν κάποιο «επεισόδιο του Τρωϊκού πολέμου» και να δεχθούν ύστερα από το χέρι κάποιας δεσποίνης αρχοντικού σπιτιού το γενναίον φιλοδώρημα. Κατά την παραμονήν του έτους 1809 συνέπεσε να εορτάζητε υπό των Τούρκων και η εορτή του Ραμαζανιού. Τοπάρχης της Επαρχίας Καστοριάς την εποχήν εκείνην ήτο ο πολύς Αλβανός την καταγωγήν, Σαχίν Μπέης Κοστούρη.

Είχε δεχθή τας ημέρας εκείνας μιάν αποστολήν εξ Αλβανών του αιμοχαρούς τυράννου των Ιωαννίνων Αλή Πασά, η οποία υπό το πρόσχημα να τακτοποιήση μερικά ζητήματα που αφεώρουν τα εν τη Επαρχία Καστοριάς τσιφλίκια του, ηθέλησε πράγματι να τον βολιδοσκοπήση κατά πόσον θα ήτο διατεθειμένος να τον βοηθήση εις ενδεχομένην μετά του Σουλτάνου της Κωνσταντινουπόλεως σύρραξιν, δεδομένου ότι ήρχισεν να πίπτει εις την δυσμένειαν της Υψηλής Πύλης. Αλλ’ ως πανούργος που ήτο ο υιός της Χάμκως Αλή Πασάς, ήθελε να λάβη όλα τα προφυλακτικά μέτρα του. Αρχηγός της αποστολής ήτο κάποιος Αλβανός ονομαζόμενος Μπέτσιο Μπόνο, εις εκ των εμπίστων του Αλή και άλλος τις ονόματι Σιλιχτάρ Ντερβίς.

Ήτο συνήθεια εις παλαιάν εποχήν ο Μητροπολίτης Καστοριάς να επισκέπτηται κατά τας εορτάς του Ραμαζανιού τους Μπέηδες της πόλεως, οι οποίοι και ανταπέδιδον την επίσκεψιν αυτού εις το Μητροπολιτικόν Μέγαρον.

Ο Αρχιερατικός επίτροπος του Μητροπολίτου Καστορίας μεταβάς εις επίσκεψιν αυτού, τον οποίον συνώδευον πλήν της φρουράς αυτού, αποτελουμένης από ευσταλείς φουστανελλοφόρους Αλβανούς και ο Μπέτσιο Μπόνο και ο Σιλιχτάρ Ντερβίς[6].

Ο μεταμφιεσμένος όμιλος της ενορίας Μητροπόλεως έσυρε τον πρώτο χορόν του έξω απ’ το «Κουνάκι» του Δεσπότη ο Σαχίν Μπέης Κοστούρης.

Τον χορόν έσυρε κάποιος νέος φουστανελλοφόρος, οποίος με το ωραίον και αρρενωπόν ανάστημά του τόσον ενθουσίασε τον Σιλιχτάρ Ντερβίς ώστε να τον αναγκάση να λάβη μέρος και αυτός εις τον χορόν. Τούτον εμιμήθησαν και οι Αλβανοί της φρουράς του Σαχίν Μπέη και ούτω ο χορός υπό το φώς του «μασιαλά» παρετάθη μέχρι των πρωϊνών ωρών.

Και έτσι μαζύ με τους Χριστιανούς κατοίκους της Καστοριάς εωρτάσθη η παραμονή της Πρωτοχρονιάς του έτους 1809 και απ’ τους Αλβανούς της φρουράς του Σαλίμ Μπέη και της αποστολής του Αλή Πασά.’’

                Στο κείμενο εντοπίζονται κάποια ιστορικά λάθη μιας προέρχεται από προφορική παράδοση. Τοπάρχης της Καστοριάς πριν το 1826 δεν ήταν ο Σαχίν Μπέης, αλλά ο πατέρας του Μεχμέτ. Ο ιδιαίτερα σκληρός Σαχίν Μπέης διοίκησε για περίπου 50 χρόνια την πόλη και όπως είναι αναμενόμενο η ενθύμησή του ήταν έντονη στους Καστοριανούς. Οπότε στη θέση του Σαχίν πρέπει να θεωρούμε τον Μεχμέτ Μπέη. Επίσης, η χρονολογία 1809 μάλλον δεν είναι η σωστή, εφόσον τουλάχιστον από το 1805, όταν ο Άγγλος περιηγητής Leak επισκέφθηκε την Καστοριά, αναφέρει ότι ο Μεχμέτ Μπέης ακολουθούσε ήδη τον Αλή Πασά στην Αχρίδα[7].

Αλή Πασάς Τεπελενλής (1741-1822).
Πίνακας από ελεφαντόδοτο (1822) του Γερμα-
νού Jacob Ritter von Hartmann (1795-1873).
The Metropolitan Museum of Art - New York

                Παρ’ όλες τις ανακρίβειες, είναι ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο που μας μεταφέρει διάφορες πληροφορίες. Οι Καστοριανοί αισθάνονταν πιο ελεύθεροι την περίοδο του Δωδεκαημέρου, που οι Οθωμανοί χαλάρωναν κάπως τα μέτρα, και γλεντοκοπούσαν την Πρωτοχρονιά στους δρόμους, τραγουδώντας και πίνοντας μεταμφιεσμένοι. Προφανώς πρόκειται για το παραδοσιακό καρναβάλι της Καστοριάς, που αρχικά γινόταν την Πρωτοχρονιά (Αγιοβασιλειάτικο) και αντικαταστάθηκε οριστικά το 1926 από το Καρναβάλι του Προδρόμου, δηλαδή 6-8 ημέρες μετά. Κάποιες δεκαετίες πριν την κατάργηση τα δύο καρναβάλια συνυπήρχαν[8]. Παρενθετικά, η σημερινή ονομασία Ραγκουτσάρια για το καστοριανό καρναβάλι του Προδρόμου υπάρχει με βεβαιότητα στο δεύτερο μισό, αλλά δεν είναι σαφές αν ονομαζόταν έτσι στις αρχές του 19ου αι. που αναφέρεται το κείμενο. Πιθανότατα, η λατινογενής αυτή ονομασία είναι αρκετά παλαιότερη, καθώς εμφανίζεται με παραλλαγές σε πολλές περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και Θεσσαλίας. Μια ενδιαφέρουσα εικασία, θα μπορούσε να αναγάγει την ονομασία Ραγκουτσάρια στην Ύστερη Βυζαντινή Εποχή, όταν μακροημέρευσε το Βλάχικο Δεσποτάτο της Θεσσαλίας (1268-1289) επί Ιωάννη Α’ Δούκα Κομνηνού και ενισχύθηκε η βλάχικη, δηλαδή λατινογενής, γλώσσα. Βέβαια, οι Βλάχοι Οδίτες (= φύλακες οδών) στην περιοχή πρωτοαναφέρονται αρκετά νωρίτερα τον 10ο αι.[9]

                Συνεχίζοντας στο κείμενο, μας μεταφέρει το γεγονός έλευσης στην Καστοριά, των Τουρκαλβανών Μπέτσιο Μπόνο και Σιλιχτάρ Ντερβίς, απεσταλμένων του Αλή Πασά. Αυτοί μάλλον δρούσαν ταυτόχρονα ως αγγελιοφόροι και κατάσκοποι, που θα μετέφεραν κάποιο τελεσίγραφο, θα έλεγχαν την κατάσταση στην Καστοριά και θα μετρούσαν τις προθέσεις των Αλβανών διοικητών της, που ήταν διορισμένοι από τον Σουλτάνο. Θα τους ζητούσαν ουσιαστικά να τον προδόσουν και να ακολουθήσουν τον στασιαστή Αλή.

                Δεσπότης Καστοριάς στις αρχές του 19ου αι. ήταν ο Νεόφυτος[10]. Αναφέρεται ότι συνηθίζονταν τις ημέρες του Ραμαζανιού και του Δωδεκαημέρου να ανταλλάσσει εθιμοτυπικές επισκέψεις με τους Οθωμανούς Μπέηδες, ως ηγέτης του χριστιανικού μιλετιού. Όταν τυχαία συνέπεσε το Ραμαζάνι με τα Χριστούγεννα – Πρωτοχρονιά του 1809 και την έλευση των απεσταλμένων του Αλή Πασά έγινε κάτι το αξιοπρόσεκτο. Μεταμφιεσμένοι Έλληνες, Οθωμανοί μπέηδες και στρατιωτικοί που ήρθαν από τα Γιάννενα να βολιδοσκοπήσουν την κατάσταση, χόρευαν όλοι μαζί έξω από το κονάκι του Δεσπότη και υπό το φως των μασιαλάδων μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Προφανώς, επρόκειτο για λυκοφιλίες, αλλά παραμένει ασύλληπτο ως γεγονός, αν αντιληφθεί κάποιος το πολεμικό και καταπιεστικό κλίμα της εποχής. Το κείμενο του Αργυρόπουλου αν και περιλαμβάνει ανακρίβειες, μάλλον μας μεταφέρει ένα αληθές γεγονός, που διατηρήθηκε στην καστοριανή συλλογική μνήμη για 125 χρόνια. Με το παρόν κείμενο η μνήμη μεταφέρεται για ακόμη 85.

Το παλιό επισκοπικό μέγαρο Καστοριάς, που βρισκόταν στη θέση του σημερινού, κατασκευάστηκε περίπου το 1850 και καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1940. Εικάζουμε ότι το προγενέστερο κονάκι του Μητροπολίτη Νεόφυτου, όπου διαδραματίζεται η ιστορία, βρισκόταν και αυτό στην ίδια θέση.



[1] Π. Τσαμίσης, Η Καστοριά και τα μνημεία της, τύποις Αλευρόπουλου, Εν Αθήναις 1949, σ. 32-34

[2] H. Geltzer, Vom Heiligen Berge und aus Makedonien: Reisebilder aus den Athosklostern und dem Insurrektionsgebiet (γερμ), G. Teubner, Leipzig 1904, σ. 231-235· ο.π, Τσαμίσης, σ. 47· Π. Τσολάκης, Η αρχιτεκτονική της παλιάς Καστοριάς, Επίκεντρο, Θεσ/νίκη 2009, σ. 82, 179· Π. Τσολάκης, Καστοριά, τόπος και ιστορία, Grafo, Θεσ/νίκη 2015, σ. 138

[3] ο.π, Τσαμίσης, σ. 48

[4] Μ. Αργυρόπουλος, «Η παραμονή της πρωτοχρονιάς του έτους 1809», Καστοριανή Ζωή, φ. 30 (25.12.1935). Ο Μενέλαος Αργυρόπουλος ήταν τακτικός αρθρογράφος στις μεσοπολεμικές εφημερίδες της Καστοριάς.

[5] Εδώ διατηρήθηκε η γραμματική και η διαμόρφωση, αλλά όχι ο πολυτονικός τονισμός του κειμένου.

[6] Πρόκειται για πραγματικά πρόσωπα. Ο Αλβανός Μέτσιο Μπόνο ήταν έμπιστος στρατηγός του Αλή Πασά. Το όνομα Σιλιχτάρ Δερβίς δεν κατέστη δυνατό να ταυτιστεί. Πάντως ο Σιλιχτάρ Αγάς ήταν ένας κατώτερος αξιωματικός στην αυλή του Αλή, που του κρατούσε το ξίφος στις επίσημες τελετές. Βλ. σχετ. Α. Πεταλά, «Αξιωματούχοι στην αυλή του Αλή Πασά», Μνήμων 2 (1972) 257-272

[7] W.Μ. Leak, Travels in northern Greece, J. Rodwell, London 1835, σ. 325· ο.π, Τσολάκης (2015), σ. 79

[8] Κ. Πηχιών, Τουριστικός οδηγός Καστοριάς, εκδ. Στεφ. Δούκη, Καστοριά 1958, σ. 73-74

[9] Γ. Κεδρηνός, Σύνοψις ιστοριών, CSBH II, Bonnae 1839, σ. 435

[10] Ο Μητροπολίτης Νεόφυτος ( -1836) τοποθετήθηκε στη Μητρόπολη Καστορίας τα έτη 1799-1835, δηλαδή τα δύσκολα χρόνια της κυριαρχίας του Αλή Πασά και της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Το 1835 μετατέθηκε στη Μητρόπολη Ίμβρου και τη θέση του πήρε ο Αθανάσιος. Είναι ο μακροβιότερος Μητροπολίτης Καστορίας με 36 έτη συνεχούς θητείας, που είναι γνωστός σήμερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια με υβριστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο δεν θα δημοσιεύονται

Back to Top