Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

Β' Βαλκανικός Πόλεμος

Έλληνες εύζωνοι στο μέτωπο της Ηπείρου κατά την δεύτερη φάση του
 Α'  Βαλκανικού Πολέμου

     Μετά την απελευθέρωση της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος συνεχίστηκε από την πλευρά του ελληνικού στρατού στο μέτωπο που μαίνονταν, αυτό της Ηπείρου. Με συνεχείς επιθέσεις στα πανίσχυρα οχυρά του Μπιζανίου απελευθερώθηκαν τα Ιωάννινα (21 Φεβ) και εν συνεχεία το σύνολο των εδαφών της Βορείου Ηπείρου, όπου διέμεναν ελληνικοί πληθυσμοί. Ο πόλεμος με την Τουρκία σίγησε μετά τον Μάρτιο του 1913 και τερματίστηκε επίσημα στις 17 Μαΐου με την υπογραφή της ειρηνευτικής Συνθήκης του Λονδίνου. Σύμφωνα με το κείμενο της συνθήκης[1] παραχωρούνταν στα βαλκανικά κράτη όλα τα ευρωπαϊκά εδάφη δυτικά της γραμμής Αίνου -Μήδειας στην Ανατολική Θράκη. Τα νησιά του Αιγαίου με την Κρήτη παρέμεναν υπό αμφισβητούμενη κυριαρχία μέχρι κάποια μελλοντική συμφωνία, παρόλο που κατοικούνταν καθαρά από ελληνικούς πληθυσμούς. Η Αλβανία, προς χάριν των συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων, αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητο κράτος  παρ’ όλο που όχι μόνο δεν αγωνίστηκε για αυτή την ανεξαρτησία, αλλά ήταν και αναμφισβήτητη στρατιωτική σύμμαχος της Τουρκίας. Τα σύνορά της καθορίστηκαν αυθαίρετα από τις προστάτιδες Μεγάλες Δυνάμεις και της προσκυρώθηκε πραξικοπηματικά το σύνολο της Βόρειας Ηπείρου, που κατοικούνταν κυρίως από Έλληνες και οδήγησε δυο χρόνια αργότερα στον αγώνα για την αυτονομία της. Στις 19 Μαΐου υπογράφηκε η συνθήκη συμμαχίας με τη Σερβία, που καθόριζε τα κοινά σύνορα και έβλεπε με καχυποψία τις υπερβολικές βλέψεις της συμμάχου Βουλγαρίας.  Τέλος, στις 21 Μαΐου υπογράφηκε πρωτόκολλο  Ελλάδας - Βουλγαρίας που καθόριζε παρομοίως επί χάρτου τη μεταξύ τους συνοριακή γραμμή.

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Α' Βαλκανικός Πόλεμος

Εύζωνας σαλπιγκτής στον Α' Βαλκανικό Πόλεμο
     Η κατάσταση στο ευρωπαϊκό τμήμα της Τουρκίας το 1912 παρέμενε τεταμένη, καθώς οι εξαγγελίες για φιλελευθεροποίηση και ισότητα του κινήματος των εθνικιστών Νεότουρκων προς τους υπόδουλους λαούς της το 1908 αποδείχτηκαν απατηλές. Η  στάση των μεταρρυθμιστών έγινε σκληρότερη απο τον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ και πλέον οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις περιόρισαν την επιρροή τους στο έδαφός της. Τα νεοπαγή μικρά κράτη των Βαλκανίων Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία και Μαυροβούνιο κατάλαβαν ότι τα νέα δεδομένα δεν τους επέτρεπαν να εκδηλώνουν τα αντιμαχόμενα μεταξύ τους αισθήματα, αλλά να συνεργαστούν ενάντια στον κοινό αντίπαλο. Οι αρκετά πρόσφατες εχθροπραξίες στη Μακεδονία αποτελούσαν, φαινομενικά τουλάχιστον, παρελθόν και τα διπλωματικά επιτελεία κάθε κράτους προσανατολιζόταν στην επίτευξη συγχρονισμένων ενεργειών. Η τσαρική Ρωσία, γεννεσιουργός δύναμη και προστάτης των σλαβικών βαλκανικών κρατών, κινούσε τα νήματα συνεργασίας που ευωδόθηκαν τελικά με τη σύναψη σερβοβουλγαρικής συμμαχίας στις 29 Φεβρουρίου 1912 και στρατιωτικής σύμβασης στις 29 Απριλίου, σε ενδεχόμενο πόλεμο με την Τουρκία. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος κινούνταν έντονα προς αντίστοιχες ενέργειες, μετά και τις αποτυχημένες προσπάθειες του 1910 και 1911. Έτσι, υπογράφεται στις 16 Μαΐου αμυντική συμμαχία με τη Βουλγαρία εναντίον της Τουρκίας μεταξύ του έλληνα πρέσβη στη Σόφια Δ. Πανά και του βούλγαρου πρωθυπουργού και υπουργού εξωτερικών Ι. Γκέσωφ. Στις 22 Σεπτεμβρίου συνάπτεται και στρατιωτική συνθήκη κατα την οποία η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη να υποστηρίξει τη Βουλγαρία σε πόλεμο με την Τουρκία με στράτευμα 120000 και όλο το στόλο της, ενώ αντίστοιχα η Βουλγαρία θα έπραττε το ίδιο με 300000 στρατό.
Back to Top