Έλληνες εύζωνοι στο μέτωπο της Ηπείρου κατά την δεύτερη φάση του Α' Βαλκανικού Πολέμου |
Μετά την απελευθέρωση της Κεντρικής και
Δυτικής Μακεδονίας, ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος συνεχίστηκε από την πλευρά του
ελληνικού στρατού στο μέτωπο που μαίνονταν, αυτό της Ηπείρου. Με συνεχείς
επιθέσεις στα πανίσχυρα οχυρά του Μπιζανίου απελευθερώθηκαν τα Ιωάννινα (21
Φεβ) και εν συνεχεία το σύνολο των εδαφών της Βορείου Ηπείρου, όπου διέμεναν
ελληνικοί πληθυσμοί. Ο πόλεμος με την Τουρκία σίγησε μετά τον Μάρτιο του 1913
και τερματίστηκε επίσημα στις 17 Μαΐου με την υπογραφή της ειρηνευτικής Συνθήκης
του Λονδίνου. Σύμφωνα με το κείμενο της συνθήκης[1]
παραχωρούνταν στα βαλκανικά κράτη όλα τα ευρωπαϊκά εδάφη δυτικά της γραμμής
Αίνου -Μήδειας στην Ανατολική Θράκη. Τα νησιά του Αιγαίου με την Κρήτη
παρέμεναν υπό αμφισβητούμενη κυριαρχία μέχρι κάποια μελλοντική συμφωνία, παρόλο
που κατοικούνταν καθαρά από ελληνικούς πληθυσμούς. Η Αλβανία, προς χάριν των
συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων, αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητο κράτος παρ’ όλο που όχι μόνο δεν αγωνίστηκε για αυτή
την ανεξαρτησία, αλλά ήταν και αναμφισβήτητη στρατιωτική σύμμαχος της Τουρκίας.
Τα σύνορά της καθορίστηκαν αυθαίρετα από τις προστάτιδες Μεγάλες Δυνάμεις και
της προσκυρώθηκε πραξικοπηματικά το σύνολο της Βόρειας Ηπείρου, που κατοικούνταν
κυρίως από Έλληνες και οδήγησε δυο χρόνια αργότερα στον αγώνα για την αυτονομία της. Στις 19 Μαΐου υπογράφηκε η συνθήκη
συμμαχίας με τη Σερβία, που καθόριζε τα κοινά σύνορα και έβλεπε με καχυποψία
τις υπερβολικές βλέψεις της συμμάχου Βουλγαρίας. Τέλος, στις 21 Μαΐου υπογράφηκε
πρωτόκολλο Ελλάδας - Βουλγαρίας που
καθόριζε παρομοίως επί χάρτου τη μεταξύ τους συνοριακή γραμμή.